Γιὰ νὰ σωθῇ λοιπὸν κάποιος χρειάζεται πίστις· πίστι σὲ ὅ,τι διδάσκει ὁ Χριστός...
«Ἀδελφοί, ἔχοντες ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας» (Ἑβρ. 4,14)
Ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ἀγαπητοί μου, εἶνε ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Σῴζει ὁ Χριστός. Καθὼς διανύουμε τὸ στάδιο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, εἶνε ὁ πιὸ κατάλληλος καιρὸς γιὰ νὰ ἐμβαθύνουμε μὲ ἡσυχία στὶς μεγάλες ἀλήθειες τῆς πίστεώς μας ὅπως αὐτή, ὅτι ὁ Χριστὸς σῴζει.
Ἀπὸ τί σῴζει; Ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως ἔσωσε τότε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ ἔπνιξε ὅλη τὴν ἀμετανόητη ἀνθρωπότητα, ἔτσι σῴζει καὶ σήμερα.
Πῶς σῴζει; Ἡ σωτήριος κιβωτὸς τώρα, μέσα στὸν τελευταῖο αὐτὸ φοβερὸ κατακλυσμό, εἶνε ἡ Ἐκκλησία, τὸ ἀβύθιστο πλοῖο τοῦ Θεοῦ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἔχτισε καὶ ἀπέκτησε μὲ τὸ ἴδιο τὸ αἷμα του· δι᾽ αὐτῆς σῴζει ὁ Χριστός.
Ποιούς σῴζει; Τὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται. Σῴζει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ ἁμαρτωλοὶ εἶνε ὅλοι, θὰ πῆτε· θὰ σωθοῦν δηλαδὴ ὅλοι; Ἀσφαλῶς ὅλοι μποροῦν νὰ σωθοῦν, ἂν βέβαια τὸ θελήσουν. Δυστυχῶς ὅμως δὲν τὸ θέλουν. Ποιούς ἁμαρτωλοὺς λοιπὸν σῴζει ὁ Χριστός;
Ἀπὸ τί σῴζει; Ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τῆς ἁμαρτίας. Ὅπως ἔσωσε τότε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὸν κατακλυσμὸ τοῦ νεροῦ, ποὺ ἔπνιξε ὅλη τὴν ἀμετανόητη ἀνθρωπότητα, ἔτσι σῴζει καὶ σήμερα.
Πῶς σῴζει; Ἡ σωτήριος κιβωτὸς τώρα, μέσα στὸν τελευταῖο αὐτὸ φοβερὸ κατακλυσμό, εἶνε ἡ Ἐκκλησία, τὸ ἀβύθιστο πλοῖο τοῦ Θεοῦ, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία, τὴν ὁποία ἔχτισε καὶ ἀπέκτησε μὲ τὸ ἴδιο τὸ αἷμα του· δι᾽ αὐτῆς σῴζει ὁ Χριστός.
Ποιούς σῴζει; Τὶς ψυχὲς ἐκείνων ποὺ τὸν ἐπικαλοῦνται. Σῴζει τοὺς ἁμαρτωλούς. Ἀλλὰ ἁμαρτωλοὶ εἶνε ὅλοι, θὰ πῆτε· θὰ σωθοῦν δηλαδὴ ὅλοι; Ἀσφαλῶς ὅλοι μποροῦν νὰ σωθοῦν, ἂν βέβαια τὸ θελήσουν. Δυστυχῶς ὅμως δὲν τὸ θέλουν. Ποιούς ἁμαρτωλοὺς λοιπὸν σῴζει ὁ Χριστός;
Ἐκείνους ποὺ συναισθάνονται τὴν ἀθλιότητά τους, πιστεύουν σ᾽ αὐτὸν ὅτι μόνο αὐτὸς μπορεῖ νὰ τοὺς λυτρώσῃ, καὶ μποροῦν νὰ ἐπαναλάβουν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὴν εὐλογημένη ἐκείνη ὁμολογία τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Χριστὸς Ἰησοῦς ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτός εἰμι ἐγώ»· ἦρθε στὸν κόσμο νὰ σώσῃ τοὺς ἁμαρτωλούς, ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους πρῶτος εἶμαι ἐγώ (Α΄ Τιμ. 1,15).
Ὁ Χριστὸς προσφέρει σὲ ὅλους τὴν σωτηρία, ἀλλὰ ὑπὸ τὸν ὅρο ν᾿ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ ὁμολογήσουν τὴν ἁμαρτωλότητά τους, νὰ πιστέψουν ὅτι αὐτὸς εἶνε ὁ μόνος Σωτήρας, κοντὰ στὸν ὁποῖο θὰ βροῦν τὴν ψυχική τους ἀνάπαυσι καὶ τὴν σωτηρία τους.Γιὰ νὰ σωθῇ λοιπὸν κάποιος χρειάζεται πίστις· πίστι σὲ ὅ,τι διδάσκει ὁ Χριστός, πίστις ὅτι μετὰ θάνατον ὑπάρχει ἀνάστασις, κρίσις καὶ ἀνταπόδοσις, παράδεισος καὶ κόλασι. Χωρὶς τὴν πίστι αὐτὴ ἡ σωτηρία εἶνε ἀδύνατη. Διότι ἡ πίστι στὸ Χριστὸ εἶνε ἡ κινητήριος δύναμις γιὰ τὰ ἔργα τῆς πίστεως, γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν ἐντολῶν τοῦ Κυρίου.
Γνωρίζοντας καλὰ αὐτὴ τὴν ἀλήθεια ὁ ἀπόστολος Παῦλος καὶ καθὼς γράφει στοὺς ἐξ Ἑβραίων Χριστιανούς, ὅπως ἀκούσαμε σήμερα στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα, τοὺς προτρέπει θερμά, «νὰ κρατοῦν τὴν ὁμολογίαν», τὴν πίστι δηλαδή, ὡς ἀνεκτίμητο θησαυρό. «Ἀδελφοί», γράφει, «ἔχοντες ἀρχιερέα μέγαν διεληλυθότα τοὺς οὐρανούς, Ἰησοῦν τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ, κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας» (Ἑβρ. 4,14).
Ποιά, λοιπόν, εἶνε ἡ ὁμολογία ποὺ πρέπει νὰ κρατοῦμε; Ὁ Χριστός, λέει ἐδῶ, εἶνε ὁ ἀρχιερεύς μας, ὁ μέγας Ἀρχιερεύς. Προσέφερε θυσία ὄχι κάτι ἄλλο, ὄχι κάτι ξένο, ζῷα ἢ καρποὺς ὅπως γινόταν παλιά, ἀλλὰ τὸ ἴδιο τὸ τίμιο αἷμα του. Σταυρώθηκε, ἀπέθανε, ἐτάφη, ἀναστήθηκε, ἀνελήφθη καὶ βρίσκεται στοὺς οὐρανούς. Ἐκεῖ, ὁ μέγας Ἀρχιερεύς μας, συνεχίζει νὰ δέεται καὶ νὰ μεσιτεύῃ ὑπὲρ τῶν πιστῶν. Αὐτὴ εἶνε ἡ ὁμολογία τῆς πίστεώς μας, τὴν ὁποία, ὅπως συμβουλεύει ὁ ἀπόστολος, πρέπει νὰ κρατοῦμε σφιχτά, γιὰ νὰ μὴ τὴν χάσουμε· γιατὶ ἡ ἀπώλειά της ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀπώλεια τῆς ψυχῆς μας.
Ἂς δοῦμε τώρα, ἀγαπητοί μου, πιὸ ἀναλυτικὰ καὶ πιὸ συγκεκριμένα, ποιό ῥόλο παίζει ἡ πίστι στὴ ζωή μας καὶ πῶς βοηθεῖ τὸν ἄνθρωπο νὰ σωθῇ.
* * *
«Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας»· νὰ ἔχουμε, δηλαδή, τὴν πίστι ἀχώριστο σύντροφο στὴ ζωή μας. Αὐτὴ θὰ εἶνε ὁ πολύτιμος ὁδηγός μας σ᾽ αὐτὴ τὴ ζωὴ ποὺ μοιάζει μὲ ἔρημο. Στὴν παλαιὰ διαθήκη ὁ περιούσιος λαὸς τοῦ Θεοῦ περπατοῦσε μέσα στὴν ἔρημο ὁδηγούμενος ἀπὸ ἕνα ὁρατὸ σημάδι ποὺ προπορευόταν στὸ δρόμο του· τὴν ἡμέρα δηλαδὴ «ἐν στύλῳ νεφέλης» καὶ τὴ νύχτα «ἐν στύλῳ πυρός» (Ἔξ. 13,21). Ἔτσι τώρα ἡ πίστις ὁδηγεῖ τὸ νέο Ἰσραήλ, ἐμᾶς, ποὺ διαβαίνουμε μιὰ ἔρημο ὅπως τότε οἱ Ἰουδαῖοι. Ὅποιος βαδίζει στὴν ἔρημο χωρὶς ὁδηγὸ χάνεται· ἀλλὰ κι ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν ἔχει ὁδηγό του τὴν πίστι θὰ περιπλανηθῇ στὶς ἄγονες ἐκτάσεις τῆς ἀπιστίας, θὰ βαδίζῃ διαρκῶς μέσα στὴν ἴδια χώρα καὶ θὰ νομίζῃ ὅτι προχωρεῖ πρὸς τὰ ἐμπρός, ὅτι πλησιάζει στὸ σκοπό του, καὶ ἐν τούτοις θὰ βρίσκεται πάντα στὸ ἴδιο σημεῖο, μέσα στὸν ἴδιο κύκλο. Ταλαίπωρος ὁ ἄπιστος! Θὰ ζήσῃ καὶ θὰ πεθάνῃ μέσα στὴν ἔρημο τῆς ἀπιστίας, ποὺ εἶνε χίλιες φορὲς χειρότερη ἀπὸ τὶς ἐρήμους τῆς Ἀφρικῆς. Εὐτυχισμένος ὁ πιστός! Κρατώντας τὴν πίστι σὰν φανάρι, σὰν προβολέα τοῦ πνεύματός του, θὰ βαδίζῃ πρὸς τὰ ἐμπρός, μὲ ἀσφάλεια θὰ βγῇ ἀπὸ τὴν ἔρημο, καὶ θ᾿ ἀντικρύσῃ μὲ χαρὰ ἀπερίγραπτη τὶς ἀκτὲς τῆς αἰωνίου ζωῆς.
«Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας»· νά ᾽χουμε τὴν πίστι ἀχώριστο σύντροφο στὴ ζωή μας. Γιατὶ διαβαίνουμε μιὰ χώρα ποὺ εἶνε ὄχι μόνο ἔρημη ἀλλὰ εἶνε καὶ χώρα ἐχθρική· χώρα, στὴν ὁποία παραμονεύουν συμμορίες λῃστῶν μὲ ἀρχιλῃστὴ τὸν σατανᾶ· καραδοκοῦν σὲ περάσματα, ἐνεδρεύουν σὲ σημεῖα ἀπόμερα κ᾽ εἶνε ἕτοιμοι νὰ μᾶς ἐπιτεθοῦν. Ἂς εἴμαστε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς ἕτοιμοι γιὰ ἄμυνα καὶ ἐπίθεσι· ἕτοιμοι νὰ διασπάσουμε τὸν κλοιὸ ποὺ δημιουργοῦν γύρω μας οἱ δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ. Ὅπλο μας στὶς μάχες αὐτές, ὅπλο ἀπαραίτητο, εἶνε ἡ πίστις. Ἀλλοίμονο στὸν στρατιώτη ποὺ θὰ βρεθῇ ἄοπλος ἀνάμεσα σὲ μιὰ συμμορία λῃστῶν· ἀλλὰ ἀλλοίμονο καὶ στὸν Χριστιανὸ ποὺ θὰ βρεθῇ χωρὶς τὴν πίστι στὶς κρίσιμες στιγμὲς τῶν ἀγώνων του. «Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας». Ἡ σταθερὴ ὁμολογία, ἡ πίστι στὸ Χριστό, εἶνε ὁ χαλύβδινος «θώραξ» καὶ ὁ «θυρεός» (=ἡ ὁλόσωμη ἀσπίδα) ποὺ ἐπάνω τους θὰ πέφτουν καὶ θὰ τσακίζωνται τὰ πυρωμένα βέλη τοῦ ἐχθροῦ μας (βλ. Α΄ Θεσ. 5,8. Ἐφ. 6,16).
«Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας»· νά ᾽χουμε τὴν πίστι ἀχώριστο συνοδὸ στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Γιατὶ πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ βίου μας θὰ βρεθοῦμε σὲ δύσκολες καταστάσεις, μπροστὰ σὲ προβλήματα περίπλοκα· προβλήματα τέτοιας φύσεως, ποὺ μόνο μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ λυθοῦν σωστά, διαφορετικὰ ἢ θὰ μένουν ἄλυτα ἢ θὰ περιπλέκωνται ἀκόμη χειρότερα. Ἀλλὰ πῶς θὰ λάβουμε αὐτὸ τὸν φωτισμό; Ὁ φωτισμὸς εἶνε καρπὸς τῆς πίστεως. Ξέρετε πῶς παρωμοίασε κάποιος τὴν πίστι; Μὲ τὸν μίτον τῆς Ἀριάδνης. Θὰ θυμᾶστε ἀπὸ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο ὅτι ἡ μυθολογία τῶν ἀρχαίων εἶχε πλάσει τὴν ἑξῆς ἱστορία. Στὴν Κνωσὸ τῆς Κρήτης, ὅπου βασίλευε ὁ Μίνως, ὑπῆρχε ἕνα ἄντρο ποὺ λεγόταν Λαβύρινθος. Ἦταν μιὰ σπηλιὰ μὲ πολύκλαδα διαμερίσματα, στὴν ὁποία ὅποιος ἔμπαινε χανόταν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ βγῇ. Ἐκεῖ ζοῦσε ὁ Μινώταυρος, ἕνα μυθικὸ τέρας ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω ἄνθρωπος κι ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ταῦρος καὶ τρεφόταν μὲ σάρκες νέων ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ ἔφερναν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Βαρὺς αὐτὸς φόρος αἵματος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπήλλαξε τὴν Ἀθήνα ὁ Θησέας ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς της. Μπῆκε στὸ Λαβύρινθο καὶ σκότωσε τὸ Μινώταυρο· ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ χαθῇ καὶ νὰ μπορέσῃ νὰ βρῇ τὴν ἔξοδο, τὸν βοήθησε ἡ Ἀριάδνη, κόρη τοῦ Μίνωος. Τοῦ ἔδωσε τὸν μίτον, ἕνα λεπτὸ σχοινὶ ἢ νῆμα – κλωστή· ὁ Θησέας ἔδεσε τὴ μία ἄκρη του στὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, προχώρησε μέσα ξετυλίγοντας τὸ κουβάρι, συνάντησε καὶ σκότωσε τὸ τέρας, καὶ ἀκολουθώντας τὸ νῆμα βρῆκε τὴν ἔξοδο καὶ βγῆκε. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὁ Λαβύρινθος ἐκεῖνος ἦταν φανταστικός, ἡ καθημερινὴ ζωή, ὡς ἀτόμων καὶ ὡς μελῶν τῆς κοινωνίας, μᾶς ῥίχνει πολλὲς φορὲς σὲ λαβυρίνθους πραγματικούς, ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους δὲν θὰ βγοῦμε ἂν δὲν κρατοῦμε σὰν σωτήριο μίτον τὴν πίστι, τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ θὰ μᾶς ῥίξῃ φῶς κ᾽ ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄπιστοι ἔχουν βαθὺ σκοτάδι· αὐτὴ θὰ μᾶς δώσῃ λύσεις ποὺ φωτίζονται ἀπὸ τὸ ἄδυτο Φῶς.
«Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας»· νά ᾽χουμε τὴν πίστι ἀχώριστο σύντροφο στὴ ζωή μας. Γιατὶ διαβαίνουμε μιὰ χώρα ποὺ εἶνε ὄχι μόνο ἔρημη ἀλλὰ εἶνε καὶ χώρα ἐχθρική· χώρα, στὴν ὁποία παραμονεύουν συμμορίες λῃστῶν μὲ ἀρχιλῃστὴ τὸν σατανᾶ· καραδοκοῦν σὲ περάσματα, ἐνεδρεύουν σὲ σημεῖα ἀπόμερα κ᾽ εἶνε ἕτοιμοι νὰ μᾶς ἐπιτεθοῦν. Ἂς εἴμαστε λοιπὸν κ᾽ ἐμεῖς ἕτοιμοι γιὰ ἄμυνα καὶ ἐπίθεσι· ἕτοιμοι νὰ διασπάσουμε τὸν κλοιὸ ποὺ δημιουργοῦν γύρω μας οἱ δυνάμεις τοῦ ἐχθροῦ. Ὅπλο μας στὶς μάχες αὐτές, ὅπλο ἀπαραίτητο, εἶνε ἡ πίστις. Ἀλλοίμονο στὸν στρατιώτη ποὺ θὰ βρεθῇ ἄοπλος ἀνάμεσα σὲ μιὰ συμμορία λῃστῶν· ἀλλὰ ἀλλοίμονο καὶ στὸν Χριστιανὸ ποὺ θὰ βρεθῇ χωρὶς τὴν πίστι στὶς κρίσιμες στιγμὲς τῶν ἀγώνων του. «Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας». Ἡ σταθερὴ ὁμολογία, ἡ πίστι στὸ Χριστό, εἶνε ὁ χαλύβδινος «θώραξ» καὶ ὁ «θυρεός» (=ἡ ὁλόσωμη ἀσπίδα) ποὺ ἐπάνω τους θὰ πέφτουν καὶ θὰ τσακίζωνται τὰ πυρωμένα βέλη τοῦ ἐχθροῦ μας (βλ. Α΄ Θεσ. 5,8. Ἐφ. 6,16).
«Κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας»· νά ᾽χουμε τὴν πίστι ἀχώριστο συνοδὸ στὴν πορεία τῆς ζωῆς μας. Γιατὶ πολλὲς φορὲς κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ βίου μας θὰ βρεθοῦμε σὲ δύσκολες καταστάσεις, μπροστὰ σὲ προβλήματα περίπλοκα· προβλήματα τέτοιας φύσεως, ποὺ μόνο μὲ τὸ φωτισμὸ τοῦ Θεοῦ μποροῦν νὰ λυθοῦν σωστά, διαφορετικὰ ἢ θὰ μένουν ἄλυτα ἢ θὰ περιπλέκωνται ἀκόμη χειρότερα. Ἀλλὰ πῶς θὰ λάβουμε αὐτὸ τὸν φωτισμό; Ὁ φωτισμὸς εἶνε καρπὸς τῆς πίστεως. Ξέρετε πῶς παρωμοίασε κάποιος τὴν πίστι; Μὲ τὸν μίτον τῆς Ἀριάδνης. Θὰ θυμᾶστε ἀπὸ τὸ δημοτικὸ σχολεῖο ὅτι ἡ μυθολογία τῶν ἀρχαίων εἶχε πλάσει τὴν ἑξῆς ἱστορία. Στὴν Κνωσὸ τῆς Κρήτης, ὅπου βασίλευε ὁ Μίνως, ὑπῆρχε ἕνα ἄντρο ποὺ λεγόταν Λαβύρινθος. Ἦταν μιὰ σπηλιὰ μὲ πολύκλαδα διαμερίσματα, στὴν ὁποία ὅποιος ἔμπαινε χανόταν καὶ δὲν μποροῦσε νὰ βγῇ. Ἐκεῖ ζοῦσε ὁ Μινώταυρος, ἕνα μυθικὸ τέρας ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ μέση καὶ πάνω ἄνθρωπος κι ἀπὸ τὴ μέση καὶ κάτω ταῦρος καὶ τρεφόταν μὲ σάρκες νέων ἀνθρώπων, ποὺ τοῦ ἔφερναν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα. Βαρὺς αὐτὸς φόρος αἵματος, ἀπὸ τὸν ὁποῖον ἀπήλλαξε τὴν Ἀθήνα ὁ Θησέας ὅταν ἔγινε βασιλιᾶς της. Μπῆκε στὸ Λαβύρινθο καὶ σκότωσε τὸ Μινώταυρο· ἀλλὰ γιὰ νὰ μὴ χαθῇ καὶ νὰ μπορέσῃ νὰ βρῇ τὴν ἔξοδο, τὸν βοήθησε ἡ Ἀριάδνη, κόρη τοῦ Μίνωος. Τοῦ ἔδωσε τὸν μίτον, ἕνα λεπτὸ σχοινὶ ἢ νῆμα – κλωστή· ὁ Θησέας ἔδεσε τὴ μία ἄκρη του στὴν εἴσοδο τοῦ σπηλαίου, προχώρησε μέσα ξετυλίγοντας τὸ κουβάρι, συνάντησε καὶ σκότωσε τὸ τέρας, καὶ ἀκολουθώντας τὸ νῆμα βρῆκε τὴν ἔξοδο καὶ βγῆκε. Ἀλλ᾿ ἐὰν ὁ Λαβύρινθος ἐκεῖνος ἦταν φανταστικός, ἡ καθημερινὴ ζωή, ὡς ἀτόμων καὶ ὡς μελῶν τῆς κοινωνίας, μᾶς ῥίχνει πολλὲς φορὲς σὲ λαβυρίνθους πραγματικούς, ἀπ᾽ τοὺς ὁποίους δὲν θὰ βγοῦμε ἂν δὲν κρατοῦμε σὰν σωτήριο μίτον τὴν πίστι, τὴν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὴ θὰ μᾶς ῥίξῃ φῶς κ᾽ ἐκεῖ ὅπου οἱ ἄπιστοι ἔχουν βαθὺ σκοτάδι· αὐτὴ θὰ μᾶς δώσῃ λύσεις ποὺ φωτίζονται ἀπὸ τὸ ἄδυτο Φῶς.
* * *
Ἀδελφοί μου, «κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας». Μέσα στὴν ἔρημο καὶ στὸ σκοτάδι, ἀνάμεσα στοὺς ἐχθροὺς ποὺ μᾶς κυκλώνουν, μέσα στὸ λαβύρινθο ποὺ χανόμαστε, μέσα στὶς δύσκολες αὐτὲς ἡμέρες ποὺ ζοῦμε ὅλοι, ἂς ἀκουστῇ γιὰ μιὰ ἀκόμη φορὰ ἡ φωνὴ τοῦ ἀποστόλου Παύλου· Ἀδελφοί, «κρατῶμεν τῆς ὁμολογίας». Ἂς κρατοῦμε σφιχτὰ τὴν πίστι μας καὶ ἂς προσέχουμε νὰ μὴ τὴν χάσουμε· γιατὶ χίλια χέρια παραμονεύουν νὰ μᾶς τὴν ἁρπάξουν, γιὰ νὰ μείνουμε χωρὶς φῶς, χωρὶς ὅπλο, χωρὶς τὸν μίτον, χωρὶς ὁδηγό, μὲ μιὰ λέξι χωρὶς Θεό, μέσα στὸν κόσμο αὐτόν.
Ἀδελφέ! «Κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου» (Ἀπ. 3,11).
Ἀδελφέ! «Κράτει ὃ ἔχεις, ἵνα μηδεὶς λάβῃ τὸν στέφανόν σου» (Ἀπ. 3,11).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος