2. Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΑΡΧΙΜ. ΠΑΪΣΙΟΥ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ ΦΙΛΩΤΑ
I. Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
Κάθε ενέργεια των έλλογων όντων έχει και έναν σκοπό! Και ο άχρονος Θεός έφερε εν χρόνω στην ύπαρξη τον άνθρωπο που έπλασε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν Του για ορισμένο λόγο. “Επειδή ο αγαθός και υπεράγαθος Θεός δεν επαναπαύθηκε στη θεωρία του Εαυτού Tου, αλλά από υπερβολική αγαθότητα θέλησε να δημιουργηθούν ορισμένα δημιουργήματα που θα ευεργετηθούν και θα μετάσχουν στην αγαθότητα του· γι’ αυτό,“ἐκ τοῦ μὴ ὄντος εἰς τὸ εἶναι παράγει καὶ δημιουργεῖ τὰ σύμπαντα”, ορατά και αόρατα· δημιουργεί, επίσης, όλως ιδιατέρως τον άνθρωπο που αποτελείται και από ορατή και από αόρατη φύση”, του οποίου την φύσιν προσλαμάβανει καθ’ ολοκληρίαν, για να την θεώσει.
II. ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΒΡΙΣΚΕΙ ΤΟΝ ΣΤΟΧΟ ΤΟΥ ΜΟΝΟ ΟΤΑΝ ΑΠΟΒΛΕΠΕΙ ΣΤΟΝ ΣΚΟΠΟ ΤΗΣ ΘΕΙΑΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Αν ο σκοπός της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού είναι να ενώσει την ανθρώπινη φύσιν μας με την Φύσιν Του για να την αναστήσει από την φθορά και τον θάνατο, η Εκκλησία δεν μπορεί να έχει άλλη αποστολή από το να φυλάξει τις προϋποθέσεις εκείνες που παρέχουν την δυνατότητα να ενώνεται ο άνθρωπος με τον Ιησού Χριστό μέσα στην Εκκλησία, για να σώζεται όταν θα έρχεται σε κοινωνία μαζί Του. Από αυτό που είναι η Εκκλησία θεωρούμε και το έργο της. Αν το πρώτο, το κατ’ ευδοκίαν θέλημα του Θεού είναι η Εκκλησία να αποτελεί Σώμα Χριστού, το έργο της είναι μόνο αυτό και τίποτε άλλο, το να λειτουργεί ως Σώμα Χριστού, καθώς συνέχεται και ζωογονείται από το Πνεύμα το Άγιο.
III. Η ΥΠΕΡΒΑΛΛΟΥΣΑ ΑΓΑΠΗ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΦΑΝΕΡΩΝΕΙ ΤΗΝ ΥΨΗΛΗ ΤΗΣ ΑΠΟΣΤΟΛΗ
Όπως επισημαίνει ο Άγιος Χρυσόστομος:«και χωρίς υπερβολή· “καὶ μάλα εἰκότως”· πιο ποθητή ακόμη και από τον ουρανό βέβαια είναι η Εκκλησία “ποθεινοτέρα γὰρ ἡ Ἐκκλησία τῷ Θεῷ τοῦ οὐρανοῦ”. Aφού δεν ανέλαβε σώμα ουρανού αλλά κυριολεκτικά την σάρκα της Εκκλησίας ανέλαβε· “Οὐρανοῦ σῶμα οὐκ ἀνέλαβεν, Ἐκκλησίας δὲ σάρκα ἀνέλαβε· διὰ τὴν Ἐκκλησίαν ὁ οὐρανὸς, οὐ διὰ τὸν οὐρανὸν ἡ Ἐκκλησία”». Τόσο καθ’ υπερβολή αγαπά ο Θεός την Εκκλησία Του! Υπάρχει όμως περίπτωση να αγαπά ο Θεός την Εκκλησία Του χωρίς να έχει γι’ αυτήν ορισμένη αποστολή ή να μην θέλει την επίτευξή αυτής για την οποία την έφερε σε ιστορική ύπαρξη ή πάλι η Εκκλησία να μην θέλει συνεχίζει το δικό Του έργο;
IV. ΥΠΕΡΕΧΕΙ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΣΥΝΑΨΗ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΒΙΟΛΟΓΙΚΗ ΤΗΣ ΚΕΦΑΛΗΣ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟ ΣΩΜΑ
Στον οργανισμό μας τα μέλη του σώματος είναι συνημμένα με την κεφαλή και ζουν χάρη στην ένωση μαζί της και, αν χωρισθούν από αυτήν πεθαίνουν. Και όμως η ένωση αυτή είναι ασθενέστερη από την ένωση με τον Χριστό. Αυτό φάνηκε με το παραπάνω από την στάση των αγίων Μαρτύρων, οι οποίοι προτίμησαν να χάσουν τα κεφάλια τους από το να χωρισθούν από τον Χριστό. Φανερώθηκε, σαφώς, ότι τα μέλη του σώματος στους ανθρώπους που πιστεύουν ορθά και αληθινά είναι περισσότερο συνημμένα με τον Χριστό παρά με την βιολογική τους κεφαλή. Εφόσον, λοιπόν, ισχύει αυτό θα ήταν όχι μόνο τραγικό αλλά και ανόητο να μην θέλουμε να μείνουμε ενωμένοι με την πνευματική μας Κεφαλή.
V. Η ΣΧΕΣΗ ΜΑΣ ΜΕ ΤΟΝ ΧΡΙΣΤΟ ΞΕΚΙΝΑ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΟΛΟΚΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΛΟΓΙΑΣ
Όσοι από τους ανθρώπους δέχθηκαν τον Χριστό, γράφει ο Ευαγελιστής Ιωάννης, τους έδωσε εξουσία να γίνουν υιοί Θεού: “ὅσοι δὲ ἔλαβον αὐτόν, ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν τέκνα Θεοῦ γενέσθαι, τοῖς πιστεύουσιν εἰς τὸ ὄνομα αὐτοῦ” (Iω,1, 12). Τί σημαίνει αυτό; Εκείνοι που έλαβαν, τον ένσαρκο Λόγο και το Φως το αληθινόν και ως πρόσωπο και ως διδασκαλία στην καρδία τους, δια της Πίστεως τον δέχθηκαν. Αυτούς, τους έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού! Δεν λέει ότι τους έκανε τέκνα Θεού αλλά ότι τους έδωσε εξουσία να γίνουν τέκνα Θεού. Γιατί άραγε; Διότι, χρειάζεται και σπουδή να κρατήσουμε την Πίστη με την ομολογία: “καρδίᾳ γὰρ πιστεύεται εἰς δικαιοσύνην, στόματι δὲ ὁμολογεῖται εἰς σωτηρίαν” (Ρωμ.10,10).
VI. ΠΩΣ ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΔΙΚΑΙΩΝΕΤΑΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ
Ο Κύριος στην Αρχιερατική Του προσευχή είπε: “Αὕτη ἐστὶν ἡ αἰώνιος ζωή, ἵνα γινώσκωσί Σε τὸν μόνον ἀληθινὸν Θεὸν καὶ ὃν ἀπέστειλας Ἰησοῦν Χριστόν”(Ἰωάν. 17,3). Αυτό είναι η αιώνια ζωή, το να γνωρίζουμε τον Θεόν Πατέρα και τον Υιό Του που απέστειλε με την ένσαρκη, προσωπική Του αποκάλυψη. Εν προκειμένω δεν εννοεί την φυσική γνώση δια της οποίας πείθεται να πιστέψει στην ύπαρξη του Θεού όπως τα έθνη αλλά αναφέρεται στην γνώση που γεννάται εκ της Πίστεως. Υπάρχει μία τάξις στα πνευματικά που επειδή αγνοούν οι Οικουμενιστές και δημιουργού σύγχυση στο χριστεπώνυμο πλήρωμα με τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τους ετεροδόξους και τους ετεροθρήσκους.
VII. ΠΟΡΕΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΥΣΙΚΗ ΠΙΣΤΙΝ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΞ ΑΚΟΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΝΥΠΟΣΤΑΤΟΝ ΠΙΣΤΙΝ
Σύμφωνα με τον Αββά Ισαάκ τον Σύρο: «ἔστι γνῶσις προηγουμένη τῆς πίστεως, καί ἔστι γνῶσις τικτομένη ἐκ τῆς πίστεως». Η γνώσις η προηγουμένη της πίστεως εστί γνώσις φυσική (πρώτη βαθμίδα), η δε τικτομένη εκ της πίστεως γνώσις εστί πνευματική.... Η φυσική γνώσις1η ήτις εστίν η διάκρισίς του καλού και του κακού, η υπό του Θεού εντεθείσα τη φύσει ημών, αύτη πείθει ημάς, ότι δει πιστεύειν τω Θεώ, τω παραγαγόντι τα πάντα (προηγείται η εισαγωγική πίστις2η και ακολουθεί η εξ ακοής Πίστις).3η Και η πίστις ποιεί εν ημίν τον φόβον, και αναγκάζει ημάς ο φόβος μετανοήσαι και εργάσασθαι. Και ούτω δίδοται η πνευματική γνώσις4η ( προτελευταία βαθμίδα) τω ανθρώπω, ήτις εστίν αίσθησις των μυστηρίων, ήτις γεννά την πίστιν της αληθούς θεωρίας5η (τελευταία βαθμίδα).
VIII. ΔΙΑ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ ΣΤΗΝ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑ
Αποδεχθήκαμε ως Κύριο τον Θεανθρώπο Ιησού Χριστό μετά την εξ ακοής Πίστη, διότι τον αναγνωρίσαμε με το Πνεύμα το Άγιο που μας οδηγεί:“οὐδεὶς δύναται εἰπεῖν Κύριον Ἰησοῦν εἰ μὴ ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ”(Α’ Κορ.12,3). Όμως, επίσης, δια Πίστεως γνωρίζουμε και τον Πατέρα, αφού ο Χριστός είναι η μοναδική Οδός όπως μας είπε:“Έγώ εἰμι ἡ ὁδὸς...οὐδεὶς ἔρχεται πρὸς τὸν πατέρα εἰ μὴ δι᾿ ἐμοῦ.”(Ιω.14,6),“δι' οὗ τὸν Πατέρα ἐγνώκαμεν, καὶ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον ἐπεδήμησεν ἐν κόσμῳ”.Και αλλού λέγει: “οὐδὲ τὸν πατέρα τις ἐπιγινώσκει εἰ μὴ ὁ υἱὸς καὶ ᾧ ἐὰν βούληται ὁ υἱὸς ἀποκαλύψαι” (Mθ.11,27). Και ο Απόστολος Παύλος γράφει στους Γαλάτες: “πάντες γὰρ υἱοὶ Θεοῦ ἐστε διὰ τῆς πίστεως ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ” (Γαλ. 3, 26).
IX. ΟΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΕΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΘΕ ΠΙΣΤΗ ΩΣ ΜΕΣΟ ΘΕΟΓΝΩΣΙΑΣ ΚΛΕΙΝΟΥΝ ΤΗΝ ΟΔΟ ΤΗΣ ΣΩΤΗΡΙΑΣ
Με την φυσική γνώση την οποία έχουν όλοι οι άνθρωποι της οικουμένης φτάνει κανείς στην πίστη απλά και μόνο ότι υπάρχει Θεός. Έτσι, όλοι οι λαοί πιστεύουν στην ύπαρξη Του αλλά δεν τον γνωρίζουν ποιός είναι ο Θεός στον οποίο πιστεύουν. Και, βέβαια, με αυτή την Φυσική πίστη δεν γνωρίζει κανείς τον Πατέρα, αφού δεν πιστεύει στον ενανθρωπήσαντα Υιό και Λόγο του Θεού. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχει και το πνεύμα της υιοθεσίας να πει: “ἀββᾶ ὁ πατήρ”, δηλαδή δεν μπορεί να πει:“Πάτερ ἡμῶν” διότι δεν έλαβε το Άγιο Πνεύμα να πληροφορεί την καρδιά του. “Ὅτι δέ ἐστε υἱοί, ἐξαπέστειλεν ὁ Θεὸς τὸ Πνεῦμα τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ εἰς τὰς καρδίας ἡμῶν, κρᾶζον· ἀββᾶ ὁ πατήρ”(Γαλ.4,6).
X. Η ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΜΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΑΔΙΚΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Σκοπός στο έργο της Εκκλησίας, επομένως η αποστολή της, δεν είναι μόνο να διοικεί και να τελεί τα μυστήρια αλλά είναι και να κηρύσσει ορθοδόξως διασαφηνίζοντας με ξεκάθαρο λόγο ότι “οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς” (Πρ. 4,12). Διαφορετικά ούτε τους ετεροθρήσκους βοηθά να βρουν την μοναδική Οδό, ούτε τους ετεροδόξους, όταν ενώ δεν πιστεύουν ορθά τους αναπαύει τον λογισμό αλλά ούτε και τον εαυτό της βοηθά διότι όχι μόνο κόβει το κίνητρο της ιεραποστολής αλλά στερεί και το ουσιαστικό την δυνατότητα σωτηρίας και στα μέλη της που δεν αποτειχίζονται για την αλλοτρίωση της Πίστεως. Αν κάθε πίστις είναι οδός σωτηρίας τότε γιατί να χρειάζεται να κηρυχθεί το Ευαγγέλιο και, μάλιστα, ορθοδόξως; Άπαγε τέτοιας Βλασφημίας!