Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

«Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΓΓΥΣ»

Αποτέλεσμα εικόνας για «Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΓΓΥΣ»

Κυριακὴ Βαΐων (Φιλ. 4,4-9)

«Ο ΚΥΡΙΟΣ ΕΓΓΥΣ»


Σήμερα, ἀγαπητοί μου, εἶνε ἡμέρα ἱερὰ καὶ ἔνδοξος, Κυριακὴ τῶν Βαΐων. Σήμερα λαὸς πολὺς ὑποδέχθηκε στὰ Ἰεροσόλυμα τὸν Κύρι­ον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, τὸν «νικητὴν τοῦ θανάτου» (ἀπολυτ.), καὶ φώναζαν «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ἰω. 12,13 = Ψαλμ. 117,26). Ἂς συγκεντρώσουμε τὸ νοῦ μας στὰ ἱερὰ νοήματα κι ἂς ποῦμε λίγα σύντομα λόγια.

Καὶ δὲν ὑπάρχει πιὸ σύντομος λόγος ἀπὸ ἐ­κεῖνον ποὺ εἶπε ὁ ἀπόστολος Παῦλος στὸν σημερινὸ ἀπόστολο. Ἂν προσέξατε, μέσα στὸ ἀνάγνωσμα αὐτὸ ὑπάρχουν δύο λέξεις γεμᾶ­τες πνευματικὸ νόημα. Εἶνε οἱ λέξεις «Ὁ Κύριος ἐγγύς» (Φιλιπ. 4,5), ὁ Κύριος εἶνε κοντά μας δη­λαδή. Τί κρύβουν οἱ λέξεις αὐτές;

* * *

Πολλοί, ἀγαπητοί μου, διαβάζουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ ἐνθουσιάζονται. Θὰ ἤθελαν νὰ ζοῦν στὶς ἡμέρες τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, νὰ εἶνε στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὰ ἱερὰ ἐδάφη ποὺ πάτησε ὁ Κύριος, νὰ εἶνε κοντά του, νὰ τὸν βλέπουν καὶ νὰ τὸν ἀκοῦνε. Ἄκουγα πρὸ ἡμερῶν ἕνα φτωχὸ ἄνθρωπο νὰ λέῃ· Ἄχ, πάτερ μου, δὲν ἤθελα τίποτε ἄλλο παρὰ νὰ πάρω κ᾽ ἐγὼ ἕνα εἰσιτήριο νὰ πάω στοὺς Ἁγίους Τόπους, καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευὴ νὰ προσ­κυνήσω τὸν πανάγιο Τάφο!… Προσπάθησα νὰ τὸν παρηγορήσω καὶ τοῦ εἶπα τὰ ἑξῆς.
Μπορεῖ κανεὶς νὰ ἔχῃ χρήματα, νὰ πάῃ στοὺς Ἁγίους Τόπους καὶ νὰ προσκυνήσῃ τὸν πανάγιο Τάφο, καὶ ὅμως ὁ Κύριος νὰ εἶνε μακριά του· καὶ μπορεῖ πάλι ἄλλος, πτωχός – πάμ­πτωχος, ποὺ δὲν ἔχει εἰσιτήριο νὰ πάῃ στὸ σπίτι του, νὰ μένῃ στὴν καλύβα του καὶ ὅ­μως ὁ Κύριος νὰ εἶνε πολὺ κοντά του. Τὸ «μακρὰν» ἢ τὸ «ἐγγύς», στὴν ἁγία μας θρησκεία ποὺ εἶ­νε πνευματική, δὲν ἐξαρτᾶται ἀ­πὸ τὸν τόπο. Ὁ Κύριος εἶνε μακριὰ ὅταν ἁ­μαρτάνῃς, καὶ εἶ­νε κοντὰ ὅταν κάνῃς τὸ καλὸ καὶ «ἐπιτελῇς ἁγιωσύνην» (Β΄ Κορ. 7,1). Ἀπὸ σένα ἐξαρτᾶται. Μὲ τὴν κακία κάνεις τὴν καρδιά σου ἕνα βρωμε­ρὸ σταῦλο, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ μείνῃ τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιο, καὶ μὲ τὴν καλωσύνη κάνεις τὴν καρδιά σου πανάγιο Τάφο καὶ ναό, μέσα στὸν ὁ­ποῖο μπορεῖ νὰ κατοικήσῃ ὁ Θεός. Μὲ τὴν ἀρε­τὴ κάνεις τὴν καρδιά σου οὐρανό, καὶ μὲ τὴν κακία τὴν κάνεις κόλασι. Τὸ «ἐγγὺς» λοιπὸν τοῦ Κυρίου ἐξαρτᾶται ὄχι ἀπὸ τὸν τόπο ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο ζῇ ὁ καθένας μας.
Στὸν βίο τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου ἀναφέρεται ὅτι, ὅταν τὸν ἔρριξαν στὰ ἄ­γρια θηρία στὸ ἀμφιθέατρο τῆς ῾Ρώμης κι αὐ­τὰ ἔφαγαν ὅλο τὸ σῶμα του, ἔμεινε μόνο ἡ καρ­διά –τὰ θηρία τὴν σεβάστηκαν–, κι ὅταν ἄνοιξαν τὴν καρδιά του, ἡ παράδοσις λέει ὅτι βρέ­θηκε μέσα γραμμένο· «Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ ἔρως τῆς καρδίας μου», ἡ γλυκειά μου ἀγάπη. Ὅσοι λοιπὸν ἔχουν τέτοια ἀγάπη στὸ Χριστό, τὸν ἀ­γαποῦν πάνω ἀπ᾽ ὅ,τι ἄλλο στὸν κόσμο, τὶς ἅ­γιες αὐτὲς ἡμέρες τὶς αἰσθάνονται βαθειά.
«Ὁ Κύριος ἐγγὺς» διὰ τῆς πίστεως, «ὁ Κύριος ἐγγὺς» διὰ τῆς ἀ­ρε­τῆς, «ὁ Κύριος ἐγ­γὺς» διὰ τῆς ἐλεημοσύνης καὶ κάθε ἀγαθοεργίας, «ὁ Κύριος ἐγγὺς» διὰ τῆς ἀγάπης.
Ἀλλὰ πρέπει νὰ ὁμολογήσουμε, ὅτι ὁ ἄν­θρωπος δὲν εἶνε μόνο πνεῦμα, εἶνε καὶ σάρκα· καὶ ὡς σάρκα ἔχει ἀνάγκη τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡ­μέρες νὰ βρίσκεται σ᾽ ἕνα περιβάλλον ποὺ νὰ ὑπενθυμίζῃ τὰ ἱερὰ γεγονότα. Καὶ τέτοιος τόπος εἶνε ἡ ἐκκλησία, ὁ ὀρθόδοξος ναός. Δὲν εἶνε ἀνάγκη νὰ ταξιδέψῃ κανεὶς καὶ νὰ πάῃ μακριὰ στὰ ἱερὰ προσκυνήματα· κάθε φορὰ ποὺ μπαίνεις στὴν ἐκκλησία –«Ὡς φοβερὸς ὁ τόπος οὗτος· οὐκ ἔστι τοῦτο ἀλλὰ ἢ οἶκος Θεοῦ, καὶ αὕτη ἡ πύλη τοῦ οὐρανοῦ» (Γέν. 28,17)–, νὰ πιστεύῃς ὅτι ὁ χῶρος αὐτὸς δὲν εἶνε ἕνα κομμάτι γῆς, δὲν εἶνε ἁπλῶς ἕνα οἰκόπεδο ὅ­πως ὅλα τὰ ἄλλα· ἡ ἐκκλησία μας εἶνε οὐρανός, εἶνε ὁ οἶκος τοῦ Θεοῦ. Ναί, ἐκεῖ εἶνε ὅλα ὅσα ζητάει ἡ ψυχή σου· ἡ Βηθλεὲμ ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός, ὁ Ἰορδάνης ποὺ βαπτίσθη­κε, ἡ Γεθσημανῆ ποὺ πέρασε μὲ ἀγωνία τὶς τε­λευταῖες ὧρες, τὸ ὑπερῷο ὅπου ἔφαγε μὲ τοὺς μαθητάς, ὁ φρικτὸς Γολγοθᾶς καὶ ὁ σταυ­ρός. Ἐκεῖ συνοψίζονται ὅλα. Βηθλεὲμ εἶνε ἡ ἁγία πρόθεσις, ἡ μικρὴ κόγχη ἀριστερὰ στὸ ἱερὸ βῆμα, ὅπου ἑτοιμάζονται τὰ τίμια δῶρα. Ἰορδάνης εἶνε τὸ ἅγιο βάπτισμα καὶ τὸ δάκρυ τῆς μετανοίας. Γεθσημανῆ εἶνε ἡ ὥρα τῆς ἐναγωνίου προσ­ευχῆς γιὰ τὰ βάσανα καὶ τὶς θυσίες τῆς ζωῆς. Γολγοθᾶς, τέλος, εἶνε ἡ ἁγία τράπεζα, ὅπου προσφέρεται ἡ ὑψίστη θυσία.
Εἶνε λοιπὸν «ὁ Κύριος ἐγγὺς» διὰ τῆς πίστεως, τῆς ἀγάπης, τῆς ἐλεημοσύνης, τῶν ἀρετῶν, «ἐγγὺς» ὅταν βρισκόμαστε μέσα στὸ ναό. Ἀλ­λ᾽ αὐτὲς τὶς ἅγιες ἡμέρες καὶ οἱ πιὸ ψυ­χροὶ θὰ πλησιάσουν ὄχι ἁπλῶς «ἐγγύς», ἀλλὰ θ᾽ ἀνοίξουν τὸ στόμα τους νὰ δεχθοῦν μέσα τους τὸν πολύτιμο μαργαρίτη, τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Χριστοῦ. Καὶ ἐδῶ εἶνε τὸ φοβερό. Ἂς ἐκφρασθῶ μ᾽ ἕνα παράδειγμα τῆς ἁγίας Γραφῆς. Κάποτε, ὅταν ὁ Μωυσῆς βρέθηκε στὴν ἔρημο καὶ ἔβοσκε τὰ πρόβατα, βλέπει μία βάτο νὰ φλέγεται ἀλλὰ νὰ μὴν καίγεται. Κι ὅταν πῆγε νὰ πλησιάσῃ, ἀκούει φωνή· «Μωυσῆ, μὴν πλησιάσῃς ἐδῶ· ὁ τόπος αὐτὸς εἶνε γῆ ἁγία· βγάλε τὰ παπούτσια σου» (βλ. Ἔξ. 3,4).
Ἡ βάτος, ὅπως λένε οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλη­σίας, εἰκονίζει τὴν Παναγία ἀλλὰ καὶ τὴν θεία κοινωνία, ποὺ εἶνε «πῦρ τοὺς ἀναξίους φλέγον» (ἀκολ. θ. Μετ.)· φωτιὰ ποὺ καθαρίζει τὸ χρυσάφι ἀλ­λὰ καίει τὰ ξύλα καὶ τὰ ἄχυρα. Ἂν εἶσαι χρυ­σάφι, θὰ σὲ καθαρίσῃ· ἂν εἶσαι ἄχυρο, θὰ σὲ κατακαύσῃ. Ἄνθρωπε ποὺ πλησιάζεις αὐτὴ τὴ φωτιά, ἔλεγξε τὸν ἑαυτό σου, εἶσαι ἄξιος νὰ κοινωνήσῃς; Βγάλε κ᾽ ἐσὺ τὰ ὑποδήματα καὶ τὰ ῥοῦχα σου, πλῦνε τα καὶ στρῶσε τα, ὅ­πως σήμερα οἱ Ἰουδαῖοι, γιὰ νὰ περάσῃ ὁ Κύριος.
Δὲν ἀρκεῖ ἕνας τυπικὸς ἑορτασμός. Εἴδαμε ὅ­τι οἱ «μετὰ κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον, μετὰ ξύλων συνέλαβον ὕστερον, οἱ ἀγνώ­μονες Χριστόν» (ὑπακ. Βαΐων). Δὲν τοὺς ὠφέλησε τὸ ὅτι τὴν ἡμέρα αὐτὴ κρατοῦσαν κλαδιὰ καὶ βάια καὶ ἅπλωσαν τὰ ροῦχα τους νὰ πατήσῃ ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ τὰ ροῦχα καὶ τοὺς τάπητές μας. Ἔχει δικό του τάπητα τὰ λουλούδια, ποὺ φυτρώνουν τώρα τὴν ἄνοιξι. Κάτι ἄλλο ζητεῖ ἀπὸ μᾶς ὁ Χριστός. Θέλει, ὅταν πλησιάζουμε τὴν ἁγία κοινωνία, νὰ βγάλουμε ἀπὸ πάνω μας τὸ βρωμερὸ πουκάμισό μας καὶ νὰ τὸ πᾶμε στὸ πλυντήριο νὰ πλυθῇ. Τὸ λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον…» (Κολ. 3,9).
Νὰ κάνουμε, ὅπως λέει ὁ μέγας Βασίλειος, κάτι ποὺ κάνουν τὰ φίδια. Τέτοιες μέρες τῆς ἀνοίξεως τὰ φίδια στριμώχνονται στὶς τρύπες τῶν τοίχων καὶ βγάζουν τὸ παλιὸ δέρμα τους, καὶ βλέπεις ἐκεῖ τὰ πουκάμισα τῶν φιδιῶν. Κάτι τέτοιο νὰ κάνουμε κ᾽ ἐμεῖς· νὰ στριμωχτοῦμε, νὰ πιέσουμε καὶ νὰ βιάσουμε τὸν ἑ­αυτό μας, νὰ περάσουμε ἀπὸ τὴν στενὴ πύλη τῆς μετανοίας καὶ ν᾽ ἀφήσουμε μέσα στὴν ἐκ­κλησία τὸ παλιό μας πουκάμισο. Νὰ φτύσουμε ἀκόμη τὸ φαρμάκι, τὸ δηλητηριῶδες δόν­τι, τὴν κακία καὶ μοχθηρία καὶ κάθε ἁμαρτία. Ἔτσι θὰ μπορέσουμε νὰ πλησιάσουμε κ᾽ ἐ­μεῖς τὰ ἅγια μυστήρια. Καὶ τότε πλέον ὁ Κύριος δὲν θὰ βρίσκεται ἁπλῶς «ἐγγύς», ἀλλὰ θὰ βρίσκεται ἐντὸς τῆς καρδίας μας.
Ὅσα ἄστρα εἶνε κοντὰ στὸν ἥλιο λάμπουν περισσότερο, ὅσα εἶνε μακριὰ λάμπουν λιγώτερο. Σύ, Χριστιανέ, τὶς ἅ­γιες αὐτὲς ἡμέρες κά­νε πτῆσι οὐράνια, γίνε τρόπον τινὰ ἕνας πνευ­ματικὸς πύραυλος καὶ πλησίασε τὸν ἥλιο Χριστό. Ὅσο προσεύχεσαι, καθαρίζεσαι, ἁγιάζεσαι, τό­σο ἡ ἀπόστασι μικραίνει, πλησιάζεις τὸ Χριστὸ καὶ ἐν τέλει σμίγεις μὲ τὸν Ἥλιο – μὲ τὸ Θεό, γίνεσαι κ᾽ ἐσὺ ἕνας μικρόθεος ἐπὶ τῆς γῆς.
Εἶνε ἀκόμη «ὁ Κύριος ἐγγύς» –μὴ σᾶς πικράνω τὴν ἁγία αὐτὴ ἡμέρα–, διότι εἶνε ἄγνωστη ἡ ἡμέρα τοῦ θανάτου μας. Ποιός ἀπὸ μᾶς εἶνε βέβαιος, ὅτι φεύγοντας ἀπὸ τὴν ἐκκλησία θὰ πάῃ σπίτι του; Λοιπὸν «γρηγορεῖτε…· γίνεσθε ἕτοιμοι, ὅτι ᾗ ὥρᾳ οὐ δοκεῖτε ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ. 24,42.44. Λουκ. 12,40).
Τέλος εἶνε «ὁ Κύριος ἐγγύς» καὶ διότι, ὅ­πως λέει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, δὲν ξέρουμε πότε θὰ γίνῃ ἡ Δευτέρα παρουσία. Οἱ χιλιασταὶ ὁρίζουν χρονολογίες καὶ δι­αψεύδονται· ἐ­μεῖς γνωρίζουμε ὅτι ἡ ἡμέρα ἐκείνη εἶνε ἄ­γνωστη. Μπορεῖ ὁ Κύριος νὰ ἔλ­θῃ μετὰ πενήντα ἢ ἑ­κατὸ ἢ διακόσα ἢ χίλια χρόνια, ἀλλὰ μπορεῖ νὰ ἔλθῃ καὶ αὔριο. Ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου εἶνε «ἐγγύς». Διαβάστε τὴν Ἀποκάλυψι νὰ δῆτε ἐκεῖ τὰ μέλλοντα. Ἡ γῆ μιάνθηκε καὶ ρυπάνθηκε ἀπὸ αἵματα, ἀτιμίες, ἐγκλήματα, καὶ θὰ περάσῃ ἀπὸ κλίβανο. Ὅλοι θὰ μποῦν στὸν κλίβανο τῆς ὀργῆς τοῦ Θεοῦ.

* * *

Ἀδελφοί μου, ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς δίνει τὸ ὡραιότερο σύνθημα. Ἂς τὸ θυμώμαστε· «ὁ Κύριος ἐγγύς». Ἂς τὸ νιώσουμε ὅλοι βα­θειὰ στὸν ἑαυτό μας. Καὶ εἴθε τὶς ἅγιες αὐτὲς ἡμέρες νὰ πλησιάσουμε περισσότερο τὸν Κύριο, ὥστε νὰ αἰ­σθανθοῦμε κ᾽ ἐμεῖς τὴ χαρὰ τῆς ἀ­ναστά­σεώς του καὶ νὰ ποῦμε· «Τὴν ἀνάστασίν σου, Χριστὲ Σωτήρ, ἄγγελοι ὑμνοῦσιν ἐν οὐρανοῖς· καὶ ἡμᾶς τοὺς ἐπὶ γῆς καταξίωσον ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ σὲ δοξάζειν» (ἀκολ. Ἀναστ· Παρακλητ. πλ. β΄ Σάβ. ἑσπ.).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Ἁγ. Ταξιαρχῶν Πεδίου Ἄρεως – Ἀθηνῶν τὴν 7-4-1963.
Τὴν ὁμιλία αὐτὴ μπορεῖτε νὰ τὴν ἀκούσετε χωρὶς περικοπὲς στὸ cd 75β΄Α τῆς σειρᾶς «ΦΩΝΗ ΒΟΩΝΤΟΣ» (πληροφορίες στὸ τηλέφωνο 23850-28868)