ΓΙΑ ΤΟΝ "ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟ ΘΑΝΑΤΟ" ΜΙΛΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΘΕΟΙ!
για τον "εγκεφαλικο θανατο" ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ ΔΕΝ ΜΙΛΑΕΙ ΚΑΝΕΙΣ;
"Γιὰ τὸ θάνατο δὲν μιλάει κανείς λοιπόν.
Ἀποφεύγουν... " (π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΣ ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ)
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ (ΛΟΥΚ. 7,11-16)
«Τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, ἐπορεύετο ὁ ᾿Ιησοῦς εἰς πόλιν καλουμένην Ναΐν· καὶ συνεπορεύοντο αὐτῷ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ ἱκανοὶ καὶ ὄχλος πολύς. ὡς δὲ ἤγγισε τῇ πύλῃ τῆς πόλεως, καὶ ἰδοὺ ἐξεκομίζετο τεθνηκὼς υἱὸς μονογενὴς τῇ μητρὶ αὐτοῦ, καὶ αὕτη ἦν χήρα, καὶ ὄχλος τῆς πόλεως ἱκανὸς ἦν σὺν αὐτῇ. Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Κύριος ἐσπλαγχνίσθη ἐπ᾿ αὐτῇ καὶ εἶπεν αὐτῇ· μὴ κλαῖε· καὶ προσελθὼν ἥψατο τῆς σοροῦ, οἱ δὲ βαστάζοντες ἔστησαν, καὶ εἶπε· νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι. Καὶ ἀνεκάθισεν ὁ νεκρὸς καὶ ἤρξατο λαλεῖν, καὶ ἔδωκεν αὐτὸν τῇ μητρὶ αὐτοῦ. ἔλαβε δὲ φόβος πάντας καὶ ἐδόξαζον τὸν Θεόν, λέγοντες ὅτι προφήτης μέγας ἐγήγερται ἐν ἡμῖν, καὶ ὅτι ἐπεσκέψατο ὁ Θεὸς τὸν λαὸν αὐτοῦ.
Περίοδος Δ΄ – Ἔτος ΛΣΤ΄
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2227
Φλώρινα – ἀριθμ. φύλλου 2227
Κυριακὴ Γ΄ Λουκᾶ (Λουκ. 7,11-16)
6 Ὀκτωβρίου 2019 πρωὶ
6 Ὀκτωβρίου 2019 πρωὶ
Ο θανατος
Ἀκούσατε, ἀγαπητοί μου, τὸ ἱερὸ εὐαγγέλιο. Δὲν ὑπάρχει στὸν κόσμο βιβλίο ἀνώτερο ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιο. Νὰ μὴν τ᾽ ἀκοῦμε μόνο τὴν Κυριακή· νὰ ὑπάρχῃ καὶ στὸ σπίτι, κάθε μέρα ὁ πατέρας νὰ διαβάζῃ ἕνα κομμάτι, νὰ τ᾽ ἀκοῦνε ἡ γυναίκα καὶ τὰ παιδιά. Ὅπου ὑπάρχει τὸ Εὐαγγέλιο, ἐκεῖ διάβολος δὲν μπορεῖ νὰ σταθῇ.
* * *
⃝ Τὸ εὐαγγέλιο λοιπὸν σήμερα μᾶς ὁμιλεῖ γιὰ κάτι ποὺ οἱ ἄνθρωποι ἀποφεύγουμε νὰ μιλήσουμε. Ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε τὴ γλῶσσα κ᾽ οἱ ἄνθρωποι μιλᾶνε ἀπ᾽ τὸ πρωὶ ὣς τὸ βράδυ. Μιλᾶνε στὸ σπίτι, στὸ καφενεῖο, στὸ δρόμο, στὰ σχολεῖα, στὰ πανεπιστήμια… Γιὰ τί μιλᾶνε; Γιὰ λεφτά, ἐπιστῆμες, γνῶσι καὶ γράμματα· γιὰ γάμους, συνοικέσια, διαζύγια· γιὰ πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, πολιτική, ποδόσφαιρο – μπάλλα… Γιὰ ὅλα μιλᾶνε, καὶ μόνο γιὰ ἕνα δὲν τολμοῦν νὰ μιλήσουν. Ποιό εἶν᾽ αὐτό, ποὺ ὁ ἄνθρωπος ὁ τόσο φλύαρος δὲν τολμᾷ νὰ τὸ φέρῃ στὸ λόγο του; Εἶνε κάτι ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ βέβαιο. Ποιό δηλαδή· ὅτι ὅλοι ἐμεῖς θὰ ἔρθῃ μιὰ ὥρα ποὺ θὰ πεθάνουμε· εἶνε ὁ θάνατος!
Γιὰ τὸ θάνατο δὲν μιλάει κανείς λοιπόν. Ἀποφεύγουν. Στὶς σύγχρονες πολιτεῖες, ποὺ ὑπάρχουν γραφεῖα κηδειῶν, ἐπιβλήθηκε πλέον νὰ μὴν τὰ λένε «γραφεῖα κηδειῶν», ἀλλὰ νὰ τὰ λένε «γραφεῖα τελετῶν», γιὰ νὰ μὴν ταράζωνται οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἐνθύμησι τοῦ θανάτου. Ἐπίσης, ἐνῷ παλαιότερα τὸ νεκρὸ τὸν εἶχαν ἀσκέπαστο, ὥστε νὰ τὸν βλέπουμε καὶ νὰ λέμε «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2· 12,8), τώρα τὸν σκεπάζουν νὰ μὴν τὸν βλέπουν καὶ λυποῦνται. Ἐπίσης, ἐνῷ ἄλλοτε τὰ φέρετρα τὰ ἔβγαζαν ἔξω ἀπὸ τὰ καταστήματα τῶν γραφείων, τώρα τὰ κρύβουν μέσα. Ἀποφεύγουν ὅ,τι θυμίζει θάνατο. Πολλοὶ ἐπίσης –δὲν ξέρω ἂν τὸ κάνετε κ᾽ ἐσεῖς–, ἅμα ἀκούσουν τὴ λέξι θάνατος, λένε «Χτύπα ξύλο», νομίζοντας πὼς ἔτσι φεύγει τάχα ὁ θάνατος.
Γιὰ τὸ θάνατο δὲν μιλάει κανείς λοιπόν. Ἀποφεύγουν. Στὶς σύγχρονες πολιτεῖες, ποὺ ὑπάρχουν γραφεῖα κηδειῶν, ἐπιβλήθηκε πλέον νὰ μὴν τὰ λένε «γραφεῖα κηδειῶν», ἀλλὰ νὰ τὰ λένε «γραφεῖα τελετῶν», γιὰ νὰ μὴν ταράζωνται οἱ ἄνθρωποι μὲ τὴν ἐνθύμησι τοῦ θανάτου. Ἐπίσης, ἐνῷ παλαιότερα τὸ νεκρὸ τὸν εἶχαν ἀσκέπαστο, ὥστε νὰ τὸν βλέπουμε καὶ νὰ λέμε «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (Ἐκκλ. 1,2· 12,8), τώρα τὸν σκεπάζουν νὰ μὴν τὸν βλέπουν καὶ λυποῦνται. Ἐπίσης, ἐνῷ ἄλλοτε τὰ φέρετρα τὰ ἔβγαζαν ἔξω ἀπὸ τὰ καταστήματα τῶν γραφείων, τώρα τὰ κρύβουν μέσα. Ἀποφεύγουν ὅ,τι θυμίζει θάνατο. Πολλοὶ ἐπίσης –δὲν ξέρω ἂν τὸ κάνετε κ᾽ ἐσεῖς–, ἅμα ἀκούσουν τὴ λέξι θάνατος, λένε «Χτύπα ξύλο», νομίζοντας πὼς ἔτσι φεύγει τάχα ὁ θάνατος.
Ὅλα αὐτὰ συμβαίνουν γιατὶ ὁ θάνατος προκαλεῖ δυσφορία, φόβο καὶ τρόμο. Γιατί ἆραγε; Διότι ὁ θάνατος εἶνε κάτι ἀντίθετο μὲ τὴ φύσι μας. Ὁ ἄνθρωπος πλάστηκε νά ᾽νε ἀθάνατος, ὅπως καὶ οἱ ἄγγελοι, νὰ μὴν πεθάνῃ ποτέ. Δυστυχῶς ὅμως ἁμάρτησε. Καὶ ὅπως ὅταν στὸ μῆλο μπῇ σκουλήκι τὸ μῆλο σαπίζει καὶ κοντὰ σ᾽ αὐτὸ σαπίζουν καὶ τ᾽ ἄλλα μῆλα πού ᾽νε στὸ καλάθι, ἔτσι ἀπὸ τὴν ὥρα ποὺ μπῆκε ἡ ἁμαρτία στὸν Ἀδὰμ καὶ τὴν Εὔα ἄλλαξε ἡ φύσι τοῦ ἀνθρώπου· ἡ ἁμαρτία ἔφθειρε τὶς σωματικὲς καὶ πνευματικὲς καὶ διανοητικὲς ἱκανότητές του, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ εἰσέλθῃ ἡ ἀσθένεια καὶ τελικὰ νὰ ἔλθῃ ὁ θάνατος. «Τὰ ὀψώνια τῆς ἁμαρτίας θάνατος» (῾Ρωμ. 6,23)· ἡ ἁμαρτία προκάλεσε τὴν ἀσθένεια, τὴ φθορὰ καὶ τὸ θάνατο.
Ἀπὸ τότε ὁ θάνατος ἔγινε κυρίαρχος βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, ὁ χάρος ποὺ λένε. Ἐνσκήπτει παντοῦ, σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο. Ἁρπάζει τὸν ἀσπρομάλλη γέρο ἀλλὰ καὶ τὸ χαριτωμένο παιδάκι ἀπ᾽ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας, τὸν φτωχὸ ἀλλὰ καὶ τὸν πλούσιο, τὸν ἀγράμματο ποὺ δὲν ξέρει νὰ βάλῃ τὴν ὑπογραφή του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιστήμονα ποὺ στέλνει πυραύλους καὶ διαστημόπλοια σὲ ἄλλους πλανῆτες, τὸν στρατιώτη ἀλλὰ καὶ τὸ στρατηγὸ καὶ τὸ βασιλιᾶ. Ὑπῆρχε ἄλλος πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, ποὺ ἔφτασε τόσο μακριά; καὶ ὅμως ἦρθε στιγμὴ ποὺ πέθανε κι αὐτός· καὶ ἐκεῖνον ποὺ δὲν τὸν χωροῦσε ὁ κόσμος, τὸν χώρεσε ἕνας λάκκος δυὸ μέτρα· ἐκεῖ μέσα μπῆκε. «Ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης».
Ὁ θάνατος, ὅπως εἴπαμε, προκαλεῖ ἀνησυχία. Καὶ ὅπως ὅταν φυσάῃ ἄνεμος στὸ δάσος σείονται ὅλα τὰ φύλλα, ἔτσι καὶ ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου ταράζει ὅλο τὸν κόσμο. Ὁ θάνατος δημιουργεῖ φόβο καὶ τρόμο. Γι᾽ αὐτό, ὅταν κάποιος πεθάνῃ, κοιτάζουν νὰ τὸν θάψουν ἆρον – ἆρον, τὸ συντομώτερο, ἐνῷ παλαιότερα τὸν κρατοῦσαν. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Τὸ νεκρὸ «νὰ μὴ τὸν θάπτετε, ἀλλὰ νὰ τὸν φυλάττετε εἰκοσιτέσσαρες ὧρες· καὶ νὰ μαζεύεσθε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ νὰ τὸν στοχάζεσθε καλά, διότι καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον» (ἡμέτ. ἔργ. σσ. 120-121).
Κάποιοι, ἀπὸ ἀγωνία γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, κάνουν τὴ μεγάλη ἁμαρτία νὰ καταφεύγουν στὸν δαίμονα, πηγαίνουν δηλαδὴ σὲ μέντιουμ, στοὺς πνευματιστάς· καὶ τοὺς πληρώνουν ἁδρά, γιὰ νὰ μάθουν «εἰδήσεις» γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν περάσει τὴ γέφυρα τοῦ θανάτου. Προσοχή, ὁ διάβολος ἐξαπατᾷ καὶ παραπλανᾷ!
⃝ Ἀλλὰ σήμερα τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο γιὰ τὸ θάνατο; Μιὰ μεγάλη εὐχάριστη εἴδησι· ὅτι κάποιος νίκησε τὸ χάρο. Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Ἕνας, κανείς ἄλλος· οὔτε πλούσιος, οὔτε βασιλιᾶς, οὔτε σοφός. Προσπαθεῖ ἡ ἐπιστήμη νὰ νικήσῃ τὸ θάνατο· ἀδύνατον. Μόνο ὁ Χριστὸς πάλεψε μαζί του καὶ τὸν νίκησε. Πολλὲς φορὲς τὸν νίκησε, ὅπως βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο.
Μία φορὰ ἦταν ὅταν πῆγε στὸ σπίτι ἑνὸς ἄρχοντα καὶ βρῆκε τὸ κορίτσι του πεθαμένο. Καὶ ὅπως ἡ μάνα ξυπνάει τὸ παιδί, ἔτσι ὁ Κύριος ἀνέστησε τὸ κορίτσι. «Ἡ παῖς, ἐγείρου», τῆς εἶπε, καὶ ἡ νεκρὴ ἀναστήθηκε (Λουκ. 8,54).
Ἡ δεύτερη φορὰ εἶνε αὐτὴ ποὺ περιγράφει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ γυιὸ μιᾶς χήρας γυναίκας στὴν πόλι Ναΐν. Καθὼς πλησίαζε ἐκεῖ, ἄκουσε θρῆνο καὶ κοπετό· γινόταν κηδεία. Πίσω ἀπ᾽ τὸ νεκρὸ ἔκλαιγε ἡ μάνα γοερά, καὶ κόσμος πολὺς ἀκολουθοῦσε. Ὁ Χριστὸς σταμάτησε, πλησίασε στὸ φέρετρο καὶ λέει στὴ γυναῖκα· Μὴν κλαῖς. Ἔπειτα μὲ ἕνα λόγο, «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14) –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἐμεῖς πιστεύουμε–, ἀμέσως τὸ παιδί, λὲς καὶ τὸ πέρασε ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα, ζωντάνεψε καὶ ἀνακάθησε μέσα στὴν κάσσα. Καὶ εἶδαν τὸ θαῦμα ὄχι ἕνας καὶ δυὸ ἀλλὰ πλῆθος κόσμου, ποὺ πίστεψαν καὶ δόξαζαν τὸ Θεό.
Τὸ τρίτο θαῦμα ἔγινε πρὶν τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων. Ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ νεκροταφεῖο, ὅπου ἦταν θαμμένος ἕνας φίλος του πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν. Προσευχήθηκε καὶ φώναξε δυνατὰ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43)· κι ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μνῆμα.
Ἀλλὰ καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν στὸ σταυρὸ κι ὁ ἥλιος σκοτίστηκε καὶ ἡ γῆ σείστηκε, ὅταν εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), τὰ μνήματα ἄνοιξαν, βγῆκαν νεκροὶ καὶ παρουσιάστηκαν σὲ πολλούς (βλ. Ματθ. 27,52-53).
Ἀλλὰ τὸ ἀκόμη πιὸ μεγάλο, ποὺ μᾶς πείθει πλέον ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὅτι ὑπάρχει ἀνάστασις, ποιό εἶνε; Εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε κάθε Κυριακή· ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ὁ ἴδιος, μὲ σφραγισμένο τὸν τάφο ἀναστήθηκε, βγῆκε ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ ἐμφανίστηκε στοὺς μαθητάς.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ὅσοι πιστεύουν σ᾽ αὐτὸν μὴν κλαῖνε τοὺς νεκροὺς ἀπαρηγόρητα, μὴ πενθοῦν χωρὶς ἐλπίδα. Σὲ κάποια μέρη ἔχουν τὴν κακὴ συνήθεια, στὸ πένθος νὰ μὴν πατᾶνε στὴν ἐκκλησία, λὲς καὶ ὁ ναὸς εἶνε τόπος διασκεδάσεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἡ μάνα ποὺ παρηγορεῖ· τότε ἀκριβῶς, τὸν καιρὸ τοῦ πένθους, ἔχεις ἀνάγκη νά ᾽σαι κοντά της. Σατανικὰ ἔθιμα αὐτά, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ πονηρὸς ξεκόβει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Θεό.
⃝ Τί εἶνε, ἀγαπητοί μου, ὁ θάνατος; Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· «Ὅταν κοιμώμεθα δὲν εἴμεθα ὡσὰν ἀποθαμένοι; Ὁ ὕπνος τί εἶνε; Μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος μεγάλος ὕπνος» (ἡμέτ. ἔργ. σ. 176). Ἡ μάνα ὅταν βλέπῃ τὸ παιδάκι νὰ κοιμᾶται δὲν κλαίει· ξέρει ὅτι ἀναπαύεται καὶ τὸ πρωὶ θ᾽ ἀνοίξῃ τὰ ματάκια του. Ἔτσι καὶ ὁ θάνατος· ἕνας ὕπνος εἶνε, καὶ κάθε ξύπνημα μιὰ ἀνάστασις. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε σὰν τὰ ζῷα· ἔχει μεγαλεῖο, πλάστηκε γιὰ τὴν αἰωνιότητα, δὲν τελειώνει μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη.
Τί ἄλλο εἶνε ὁ θάνατος; Μιὰ ἀλλαγὴ κατοικίας. Φεύγεις ἀπὸ ἕνα σπίτι παλαιὸ καὶ πηγαίνεις σὲ ἕνα καινούργιο· φεύγουμε ἀπὸ τὴν καλύβα αὐτῆς τῆς γῆς, γιὰ νὰ πᾶμε στὰ παλάτια τοῦ οὐρανοῦ· αὐτὸ πιστεύουμε. Ὅπως ὅταν κάποιος φεύγῃ στὸ ἐξωτερικὸ ξέρετε ὅτι ζῇ ἐκεῖ, καὶ ἂν μάλιστα μάθετε ὅτι περνάει καλὰ χαίρεστε, ἔτσι καὶ ἐδῶ. Ὅσο εἶστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει Ἀμερική, τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει ὁ ἄλλος κόσμος. Ναί!
Ἔχουμε καμμιὰ ἀπόδειξι; Κάθε βῆμα καὶ ἀπόδειξι. Εἶνε Ὀκτώβριος καὶ βλέπω τὰ χωράφια σπαρμένα. Ὁ γεωργὸς θάβει τὸ σπόρο στὴ γῆ νὰ σαπίσῃ, καὶ ἀπὸ τὸν σάπιο σπόρο βγαίνει κατόπιν ἕνα ὡραῖο στάχυ ἢ λουλούδι ἢ δέντρο. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μὲ τὴν ταφὴ σαπίζουμε μέσ᾽ στὴ γῆ σὰν τὸν σπόρο, καὶ μὲ τὴν ἀνάστασι θὰ βγῇ κατόπιν ὁ καινούργιος ἄνθρωπος (βλ. Α΄ Κορ. 15,37-38). Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (Σύμβ. πίστ. 11). Ἔτσι ζοῦσαν οἱ παλαιότεροι καὶ γι᾽ αὐτὸ εὔχονταν μεταξύ τους «Καλὴ ψυχή!».
Ἀπὸ τότε ὁ θάνατος ἔγινε κυρίαρχος βασιλιᾶς τοῦ κόσμου, ὁ χάρος ποὺ λένε. Ἐνσκήπτει παντοῦ, σὲ ὁποιαδήποτε ὥρα καὶ σὲ ὁποιονδήποτε ἄνθρωπο. Ἁρπάζει τὸν ἀσπρομάλλη γέρο ἀλλὰ καὶ τὸ χαριτωμένο παιδάκι ἀπ᾽ τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας, τὸν φτωχὸ ἀλλὰ καὶ τὸν πλούσιο, τὸν ἀγράμματο ποὺ δὲν ξέρει νὰ βάλῃ τὴν ὑπογραφή του, ἀλλὰ καὶ τὸν ἐπιστήμονα ποὺ στέλνει πυραύλους καὶ διαστημόπλοια σὲ ἄλλους πλανῆτες, τὸν στρατιώτη ἀλλὰ καὶ τὸ στρατηγὸ καὶ τὸ βασιλιᾶ. Ὑπῆρχε ἄλλος πιὸ δυνατὸς ἀπὸ τὸν Μέγα Ἀλέξανδρο, ποὺ ἔφτασε τόσο μακριά; καὶ ὅμως ἦρθε στιγμὴ ποὺ πέθανε κι αὐτός· καὶ ἐκεῖνον ποὺ δὲν τὸν χωροῦσε ὁ κόσμος, τὸν χώρεσε ἕνας λάκκος δυὸ μέτρα· ἐκεῖ μέσα μπῆκε. «Ματαιότης ματαιοτήτων τὰ πάντα ματαιότης».
Ὁ θάνατος, ὅπως εἴπαμε, προκαλεῖ ἀνησυχία. Καὶ ὅπως ὅταν φυσάῃ ἄνεμος στὸ δάσος σείονται ὅλα τὰ φύλλα, ἔτσι καὶ ἡ ἰδέα τοῦ θανάτου ταράζει ὅλο τὸν κόσμο. Ὁ θάνατος δημιουργεῖ φόβο καὶ τρόμο. Γι᾽ αὐτό, ὅταν κάποιος πεθάνῃ, κοιτάζουν νὰ τὸν θάψουν ἆρον – ἆρον, τὸ συντομώτερο, ἐνῷ παλαιότερα τὸν κρατοῦσαν. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· Τὸ νεκρὸ «νὰ μὴ τὸν θάπτετε, ἀλλὰ νὰ τὸν φυλάττετε εἰκοσιτέσσαρες ὧρες· καὶ νὰ μαζεύεσθε ὅλοι, μικροὶ καὶ μεγάλοι, καὶ νὰ τὸν στοχάζεσθε καλά, διότι καλύτερος διδάσκαλος δὲν εἶνε ἄλλος ἀπὸ τὸν θάνατον» (ἡμέτ. ἔργ. σσ. 120-121).
Κάποιοι, ἀπὸ ἀγωνία γιὰ τοὺς κεκοιμημένους, κάνουν τὴ μεγάλη ἁμαρτία νὰ καταφεύγουν στὸν δαίμονα, πηγαίνουν δηλαδὴ σὲ μέντιουμ, στοὺς πνευματιστάς· καὶ τοὺς πληρώνουν ἁδρά, γιὰ νὰ μάθουν «εἰδήσεις» γιὰ ἐκείνους ποὺ ἔχουν περάσει τὴ γέφυρα τοῦ θανάτου. Προσοχή, ὁ διάβολος ἐξαπατᾷ καὶ παραπλανᾷ!
⃝ Ἀλλὰ σήμερα τί μᾶς λέει τὸ εὐαγγέλιο γιὰ τὸ θάνατο; Μιὰ μεγάλη εὐχάριστη εἴδησι· ὅτι κάποιος νίκησε τὸ χάρο. Ποιός εἶν᾽ αὐτός; Ἕνας, κανείς ἄλλος· οὔτε πλούσιος, οὔτε βασιλιᾶς, οὔτε σοφός. Προσπαθεῖ ἡ ἐπιστήμη νὰ νικήσῃ τὸ θάνατο· ἀδύνατον. Μόνο ὁ Χριστὸς πάλεψε μαζί του καὶ τὸν νίκησε. Πολλὲς φορὲς τὸν νίκησε, ὅπως βλέπουμε στὸ Εὐαγγέλιο.
Μία φορὰ ἦταν ὅταν πῆγε στὸ σπίτι ἑνὸς ἄρχοντα καὶ βρῆκε τὸ κορίτσι του πεθαμένο. Καὶ ὅπως ἡ μάνα ξυπνάει τὸ παιδί, ἔτσι ὁ Κύριος ἀνέστησε τὸ κορίτσι. «Ἡ παῖς, ἐγείρου», τῆς εἶπε, καὶ ἡ νεκρὴ ἀναστήθηκε (Λουκ. 8,54).
Ἡ δεύτερη φορὰ εἶνε αὐτὴ ποὺ περιγράφει σήμερα τὸ εὐαγγέλιο, ποὺ ὁ Χριστὸς ἀνέστησε τὸ γυιὸ μιᾶς χήρας γυναίκας στὴν πόλι Ναΐν. Καθὼς πλησίαζε ἐκεῖ, ἄκουσε θρῆνο καὶ κοπετό· γινόταν κηδεία. Πίσω ἀπ᾽ τὸ νεκρὸ ἔκλαιγε ἡ μάνα γοερά, καὶ κόσμος πολὺς ἀκολουθοῦσε. Ὁ Χριστὸς σταμάτησε, πλησίασε στὸ φέρετρο καὶ λέει στὴ γυναῖκα· Μὴν κλαῖς. Ἔπειτα μὲ ἕνα λόγο, «Νεανίσκε, σοὶ λέγω, ἐγέρθητι» (Λουκ. 7,14) –ἂς μὴν πιστεύουν οἱ ἄπιστοι, δικαίωμά τους, ἐμεῖς πιστεύουμε–, ἀμέσως τὸ παιδί, λὲς καὶ τὸ πέρασε ἠλεκτρικὸ ῥεῦμα, ζωντάνεψε καὶ ἀνακάθησε μέσα στὴν κάσσα. Καὶ εἶδαν τὸ θαῦμα ὄχι ἕνας καὶ δυὸ ἀλλὰ πλῆθος κόσμου, ποὺ πίστεψαν καὶ δόξαζαν τὸ Θεό.
Τὸ τρίτο θαῦμα ἔγινε πρὶν τὴν ἡμέρα τῶν Βαΐων. Ὁ Χριστὸς πῆγε στὸ νεκροταφεῖο, ὅπου ἦταν θαμμένος ἕνας φίλος του πρὸ τεσσάρων ἡμερῶν. Προσευχήθηκε καὶ φώναξε δυνατὰ «Λάζαρε, δεῦρο ἔξω» (Ἰω. 11,43)· κι ὁ Λάζαρος ἀναστήθηκε καὶ βγῆκε ἀπὸ τὸ μνῆμα.
Ἀλλὰ καὶ τὴ Μεγάλη Παρασκευή, ἐνῷ ὁ Χριστὸς ἦταν στὸ σταυρὸ κι ὁ ἥλιος σκοτίστηκε καὶ ἡ γῆ σείστηκε, ὅταν εἶπε τὸ «Τετέλεσται» (Ἰω. 19,30), τὰ μνήματα ἄνοιξαν, βγῆκαν νεκροὶ καὶ παρουσιάστηκαν σὲ πολλούς (βλ. Ματθ. 27,52-53).
Ἀλλὰ τὸ ἀκόμη πιὸ μεγάλο, ποὺ μᾶς πείθει πλέον ἑκατὸ τοῖς ἑκατὸ ὅτι ὑπάρχει ἀνάστασις, ποιό εἶνε; Εἶνε αὐτὸ ποὺ ἑορτάζουμε κάθε Κυριακή· ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε ὁ ἴδιος, μὲ σφραγισμένο τὸν τάφο ἀναστήθηκε, βγῆκε ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ ἐμφανίστηκε στοὺς μαθητάς.
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε, ὅσοι πιστεύουν σ᾽ αὐτὸν μὴν κλαῖνε τοὺς νεκροὺς ἀπαρηγόρητα, μὴ πενθοῦν χωρὶς ἐλπίδα. Σὲ κάποια μέρη ἔχουν τὴν κακὴ συνήθεια, στὸ πένθος νὰ μὴν πατᾶνε στὴν ἐκκλησία, λὲς καὶ ὁ ναὸς εἶνε τόπος διασκεδάσεως. Ἡ Ἐκκλησία εἶνε ἡ μάνα ποὺ παρηγορεῖ· τότε ἀκριβῶς, τὸν καιρὸ τοῦ πένθους, ἔχεις ἀνάγκη νά ᾽σαι κοντά της. Σατανικὰ ἔθιμα αὐτά, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ πονηρὸς ξεκόβει τοὺς ἀνθρώπους ἀπὸ τὸ Θεό.
⃝ Τί εἶνε, ἀγαπητοί μου, ὁ θάνατος; Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλὸς λέει· «Ὅταν κοιμώμεθα δὲν εἴμεθα ὡσὰν ἀποθαμένοι; Ὁ ὕπνος τί εἶνε; Μικρὸς θάνατος, καὶ ὁ θάνατος μεγάλος ὕπνος» (ἡμέτ. ἔργ. σ. 176). Ἡ μάνα ὅταν βλέπῃ τὸ παιδάκι νὰ κοιμᾶται δὲν κλαίει· ξέρει ὅτι ἀναπαύεται καὶ τὸ πρωὶ θ᾽ ἀνοίξῃ τὰ ματάκια του. Ἔτσι καὶ ὁ θάνατος· ἕνας ὕπνος εἶνε, καὶ κάθε ξύπνημα μιὰ ἀνάστασις. Ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶνε σὰν τὰ ζῷα· ἔχει μεγαλεῖο, πλάστηκε γιὰ τὴν αἰωνιότητα, δὲν τελειώνει μὲ τὸ φτυάρι τοῦ νεκροθάφτη.
Τί ἄλλο εἶνε ὁ θάνατος; Μιὰ ἀλλαγὴ κατοικίας. Φεύγεις ἀπὸ ἕνα σπίτι παλαιὸ καὶ πηγαίνεις σὲ ἕνα καινούργιο· φεύγουμε ἀπὸ τὴν καλύβα αὐτῆς τῆς γῆς, γιὰ νὰ πᾶμε στὰ παλάτια τοῦ οὐρανοῦ· αὐτὸ πιστεύουμε. Ὅπως ὅταν κάποιος φεύγῃ στὸ ἐξωτερικὸ ξέρετε ὅτι ζῇ ἐκεῖ, καὶ ἂν μάλιστα μάθετε ὅτι περνάει καλὰ χαίρεστε, ἔτσι καὶ ἐδῶ. Ὅσο εἶστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει Ἀμερική, τόσο νὰ εἶστε βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει ὁ ἄλλος κόσμος. Ναί!
Ἔχουμε καμμιὰ ἀπόδειξι; Κάθε βῆμα καὶ ἀπόδειξι. Εἶνε Ὀκτώβριος καὶ βλέπω τὰ χωράφια σπαρμένα. Ὁ γεωργὸς θάβει τὸ σπόρο στὴ γῆ νὰ σαπίσῃ, καὶ ἀπὸ τὸν σάπιο σπόρο βγαίνει κατόπιν ἕνα ὡραῖο στάχυ ἢ λουλούδι ἢ δέντρο. Ἔτσι κ᾽ ἐμεῖς, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μὲ τὴν ταφὴ σαπίζουμε μέσ᾽ στὴ γῆ σὰν τὸν σπόρο, καὶ μὲ τὴν ἀνάστασι θὰ βγῇ κατόπιν ὁ καινούργιος ἄνθρωπος (βλ. Α΄ Κορ. 15,37-38). Αὐτὴ εἶνε ἡ πίστι μας. «Προσδοκῶ ἀνάστασιν νεκρῶν» (Σύμβ. πίστ. 11). Ἔτσι ζοῦσαν οἱ παλαιότεροι καὶ γι᾽ αὐτὸ εὔχονταν μεταξύ τους «Καλὴ ψυχή!».
* * *
Τὸ πρακτικὸ δίδαγμα ποιό εἶνε, ἀδελφοί μου; Δὲν ξέρουμε πότε θὰ πεθάνουμε, ἄγνωστη ἡ ὥρα. Νὰ εἴμαστε λοιπὸν ἕτοιμοι. Τὰ εἰσιτήριά σας, τὰ εἰσιτήριά μας! Τὸ δὲ εἰσιτήριο γράφει· πίστις, μετάνοια, ἀγάπη, ἔργα καλά. Κι ὅταν ἔρθῃ ἡ ὥρα, νὰ ποῦμε κ᾽ ἐμεῖς «Μνήσθητί μου, Κύριε, ὅταν ἔλθῃς ἐν τῇ βασιλείᾳ σου» (Λουκ. 23,42).
(†) ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
Ἀπομαγνητοφωνημένη ὁμιλία, ἡ ὁποία ἔγινε στὸν ἱ. ναὸ Κοιμήσεως Θεοτόκου Γαλάτειας – Ἑορδαίας τὴν 19-10-1980.