Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2019

Εἰσήγησις πρεσβ. Στεφάνου Στεφοπούλου στήν Ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδος σχετικά μέ τόν «Ἐγκεφαλικό θάνατο»


«ΕΓΚΕΦΑΛΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ» ΠΩΣ ΜΙΑ ΚΑΙΝΟΦΑΝΗΣ ΘΕΩΡΙΑ ΑΝΑΙΡΕΙ ΤΗΝ ΙΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΥ ΠΡΟΣΩΠΟΥ

Εἰσήγησις πρεσβ. Στεφάνου Στεφοπούλου στήν Ἡμερίδα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Γλυφάδος σχετικά μέ τόν «Ἐγκεφαλικό θάνατο», τήν Κυριακή 11 Μαρτίου 2012 (Β’Νηστειῶν)

Σεβασμιώτατε,
Μέ ἀρωγό τίς εὐχές καί τήν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Χαλκίδος, Ἰστιαίας καί Βορείων Σποράδων κ.κ. Χρυσοστόμου συμμετέχω στήν ἀξιολογότατη αὐτή πρωτοβουλία τῆς Μητροπόλεώς σας. Θά ἤθελα, κατ’ ἀρχάς νά Σᾶς εὐχαριστήσω γιά τήν ἐξαιρετική τιμή πού μοῦ κάνατε μέ τήν ἀνάθεση εἰσηγήσεως στήν ἡμερίδα γιά τόν «ἐγκεφαλικό θάνατο». Ἔδωσα στήν εἰσήγησή μου τόν παραπάνω τίτλο γιά νά καταστήσω σαφές τό γεγονός ὅτι ἡ καινοφανής αὐτή θεωρία τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» προσβάλλει τόν ἄνθρωπο, ὡς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ πλάσμα.

Στή συνέχεια θά ἐξεταστεῖ ὁ ὁρισμός καί τά χαρακτηριστικά τῆς θεολογίας τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου. Ἀκολούθως, θά γίνει προσέγγιση, τό κατά δύναμιν, σέ ἔννοιες ὅπως ἡ καρδιά, ἡ ψυχή, ὁ νοῦς, ἡ διάνοια, ἡ λογική, ὁ ἐγκέφαλος, στή σχέση μεταξύ των καί θά παρουσιαστοῦν παράλληλα μερικές ἀπό τίς θέσεις τῶν ὑποστηρικτῶν τοῦ «ἐγκεφαλικοῦ θανάτου» (στό ἑξῆς «ἐ.θ.») γιά νά ὁδηγηθοῦμε ἀσφαλῶς σέ συμπεράσματα περί τοῦ ἀβασίμου τῶν ἐπιχειρημάτων πού ἐπικαλοῦνται.

Τί εἶναι τό πρόσωπο;
Ἄν καί δέν εἶναι καθόλου ἁπλό νά ὁρίσει κανείς τό πρόσωπο καθώς αὐτό ἀφορᾶ σέ ἀποκάλυψη πού κάνει ὁ Θεός στό χῶρο τῆς καρδιᾶς, μποροῦμε, σέ γενικές γραμμές καί μέ ὁδηγό τήν ἁπλανῆ διδασκαλία τῶν ἐμπείρων θεολόγων-Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας, νά ποῦμε πώς πρόσωπο σημαίνει «ὑπόσταση» καί ἐπειδή «ἡὑπόσταση ταυτίζεται μέ τό πρόσωπο, γι’ αὐτό ὁ ὅρος ἀποδίδεται καί στόν ἄνθρωπο».[1] Ὁ μακαριστός Γέρων Σωφρόνιος σχετικά μέ τό πρόσωπο ἀναλύει[2]: «στό ἀνθρώπινο ὄν, ὁμοίως ἡ ὑπόσταση εἶναι τό πιό οὐσιαστικό θεμελιῶδες στοιχεῖο. Πρόσωπο εἶναι ὁ κρυπτός τῆς καρδίας ἄνθρωπος ἐν τῷ ἀφθάρτῳ…»(Α’ Πετρ. γ’ 4)- ὁ πιό πολύτιμος πυρήνας ὅλης τῆς ἀνθρωπίνης ὑπάρξεως, πού φανερώνεται στήν ἱκανότητα τοῦ ἀνθρώπου γιά αὐτογνωσία καί αὐτοδιάθεση· στό ὅτι κατέχει δημιουργική ἐνέργεια· στή δυνατότητα γνώσεως ὄχι μόνο τοῦ ὁρατοῦ κόσμου, ἀλλά καί τοῦ Θεοῦ ἀκόμη»
Πράγματι! Ὁ ἄνθρωπος μπορεῖ, καταχρηστικῶς, νά χαρακτηρισθεῖ πρόσωπο, ὅταν γίνει πραγματικός ἄνθρωπος, δηλαδή ὅταν ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό «διά τῆς θεώσεως καί στήν κατάσταση τῆς θεώσεως» ἐξηγεῖ ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος. Συνεπῶς, ὁ κάθε ἄνθρωπος πού βιολογικά μόνο ζεῖ, χωρίς πνευματική ζωή καί ἀγώνα γιά τή σωτηρία, δέ μπορεῖ νά χαρακτηρισθεῖ πρόσωπο, ἀλλά δυνάμει πρόσωπο! Συνεπῶς, «Ὁ ἄνθρωπος, ὡς δημιούργημα τοῦ Θεοῦ καί ὡς ἀναδημιουργημένος ἀπό τήν Ἐκκλησία μέ τό ἅγιο Βάπτισμα, εἶναι δυνάμει πρόσωπο, πού γίνεται στό ‘καθ’ ὁμοίωσιν’ ἐνεργεία πρόσωπο»[3].
Κρίνεται σκόπιμο στό σημεῖο αὐτό νά διευκρινιστεῖ ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο[4] ὁ δυνάμει πρόσωπο ἄνθρωπος μεταβαίνει στήν κατάσταση τοῦ «καθ’ ὁμοίωσιν» ἀνθρώπου καί ἐνεργεία προσώπου. «Ὁ ἄνθρωπος διαθέτει νοῦ, φαντασία, δόξα, διάνοια καί αἴσθηση. Ἡ φαντασία, ἡ δόξα καί ἡ διάνοια ἔχουν τήν ἀρχή τους στήν αἴσθηση. Ὅμως ἡ αἴσθηση εἶναι ἡ ἄλογη δύναμη τῆς ψυχῆς. Εἶναι ἀδύνατον νά γνωρίση κανείς τόν Θεό καί νά φθάση στή θέωση μέ τίς ἄλλες δυνάμεις τῆς ψυχῆς καί τοῦ σώματος. Αὐτό ἐπιτυγχάνεται μόνο διά τοῦ νοῦ, ἀφοῦ αὐτός εἶναι τό μόνο ὄργανο μέ τό ὁποῖο μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά γνωρίση τό Θεό. Ὁ νοῦς μέ τήν ἀσκητική μέθοδο ἀποσπᾶται ἀπό τή λογική, τόν περιβάλλοντα κόσμο καί τά πάθη, εἰσέρχεται μέσα στήν καρδιά, ἑνώνεται ἐν Χάριτι μέ τήν καρδιά καί στή συνέχεια ἀνυψοῦται στή θεωρία. Αὐτό ἔχει ὡς συνέπεια τή θεραπεία τοῦ ἀνθρώπου, τή θέωση ὅλου τοῦ εἶναι του. Καί φυσικά μέ αὐτόν τόν τρόπο γίνεται πρόσωπο».
Χρήσιμο εἶναι νά διευκρινισθεῖ πώς ἡ ἀποκάλυψη τοῦ προσώπου ἀπό τόν Θεό, γίνεται στό χῶρο τῆς καρδιᾶς, δηλαδή στόν πυρήνα τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου. «Ἐκεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀντιλαμβάνεται ὅτι γίνεται μιά ἀλλαγή καί ἀπό προσωπεῖο γίνεται πρόσωπο…τό πρόσωπο συνδέεται στενά μέ τό ἄκτιστο Φῶς καί τήν ἀγάπη…Ὅταν ὁἄνθρωπος ἀνακαλύψει τήν καρδιά του, μέ τήν Χάρη τοῦ Θεοῦ, τότε γίνεται ἀληθινά καί πραγματικά πρόσωπο».[5] Τό ὅτι γίνεται ὁ ἄνθρωπος πρόσωπο, ὅπως χαρακτηριστικά τονίζει ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ.κ. Ἱερόθεος, εἶναι τό εὐλογημένο ἀποτέλεσμα τοῦ ἡσυχασμοῦ. Δηλαδή, «τῆς ἀποταγῆς τοῦκόσμου, τῆς ὑπακοῆς σέ θεούμενο πνευματικό, τῆς ἄσκησης, τῆς νήψης, τῆς ἀδιάλειπτης προσευχῆς, τῆς φύλαξης τῆς καρδιᾶς ἀπό τίς εἰκόνες τῆς λογικῆς».[6]
Ἡ καρδιά γιά τήν ὁποία ἔγινε λόγος παραπάνω, εἶναι ἡ πνευματική καρδιά ἡ ὁποία ὅμως, ὅπως μᾶς φανερώνουν οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, βρίσκεται μέσα στήν σαρκική καρδιά σάν σέ ὄργανο. Διδασκόμαστε, συγκεκριμένα, πώς ὁ νοῦς ἐπιστρέφοντας ἀπό τήν περιπλάνησή του στά βιοτικά πράγματα, βρίσκει τό σαρκικό ὄργανο τῆς καρδιᾶς καί μετά εἰσέρχεται στήν πνευματική, τήν «βαθεία» καρδία. Γι’ αὐτό ἡ Πατερική ἐμπειρία ἀποκαλεῖ τήν φυσική καρδιά «πρῶτο σαρκικό ὄργανο λογιστικό». Ἀπό τά παραπάνω, συνάγεται τό συμπέρασμα πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι δημιουργημένος «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ καί ἀποτελεῖ δυνάμει πρόσωπο. Γίνεται, ἐν συνεχεία, ἐνεργεία πρόσωπο, ὅταν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ καί διά τῶν σταδίων τῆς κάθαρσης τῆς καρδιᾶς, τοῦ φωτισμοῦ τοῦ νοῦ καί τῆς θέας τοῦ Θεοῦ, πορευθεῖ στό «καθ’ ὁμοίωσιν».
Ἴσως μερικοί θεωροῦν σχολαστική τήν ἐρώτηση ‘πῶς εἰσέρχεται ἡ Θεία Χάρις στό σῶμα τοῦ ἀνθρώπου’. Δέν εἶναι ὅμως. Ἀντιθέτως, ἡ σχετική διευκρίνιση ἀποτελεῖ βασική ἑρμηνεία τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί εἰδικά τῶν Νηπτικῶν. «Ἡ ἄκτιστη Χάρη τοῦ Θεοῦ διαπορθμεύεται διά τοῦ νοῦ σέ ὁλόκληρο τό σῶμα. Γι’ αὐτό ὅταν λέμε θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἐννοοῦμε θέωση ψυχῆς καί σώματος».[7] Ὁ ἄνθρωπος εἶναι πλασμένος κατ’ εἰκόνα Θεοῦ. Αὐτό, βέβαια, τό κατ’ εἰκόνα δέν ἀναφέρεται στό σῶμα, ἀλλά κυρίως καί πρωτίστως στήν ψυχή…ὅπως ὁ Θεός εἶναι Τριαδικός, Νοῦς, Λόγος, Πνεῦμα, ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἔχει τρεῖς δυνάμεις, νοῦ, λόγο καί πνεῦμα, ἐπισημαίνει ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου. Γιά τό ἴδιο θέμα ὁ λόγιος ἱεράρχης, ἐμπνεόμενος ἀπό ἐπιλεκτικές ἀκαδημαϊκές παραδόσεις τοῦ μακαριστοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη, ὑπογραμμίζει τά ἑξῆς λίαν κατατοπιστικά[8]: «Οἱ θεούμενοι ἅγιοι γνώρισαν ἀπό τήν ἐμπειρία τους ὅτι ἡ ψυχή εἶναι λογική καί νοερά. Οἱ ἅγιοι, δηλαδή, αἰσθάνονταν μιά ἐνέργεια, πού συνδεόταν μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ μέσα στήν καρδιά καί τήν ὁποία ἀποκάλεσαν «νοῦ», πού μποροῦσε ὕστερα ἀπό ἄσκηση ἐν Χάριτι, νά εἶναι διαφορετική ἀπό τήν λογική, τήν ὁποία ἀποκάλεσαν «λόγο». Ἐπειδή ὁ νοῦς ἐνεργεῖ στήν καρδιά, τή λεγομένη πνευματική καρδιά, γι’ αὐτό ἐναλλάσσονται οἱ ὅροι «νοῦς» καί «καρδιά». Ἄλλοτε γίνεται διάκριση «νοῦ» καί «λογικῆς» καί ἄλλοτε μεταξύ «καρδιᾶς» καί «λογικῆς»…». Πρίν προχωρήσουμε ὅμως εἶναι ἀνάγκη νά τονιστεῖπώς καί ἡ λογική μετέχει τῆς προσπαθείας τοῦ ἀνθρώπου γιά θέωση, ἀλλά δέν μπορεῖ νά παίξει οὐσιαστικό ρόλο, ἀφοῦ ὅπως τήν χαρακτήριζε ὁ π. Ἰωάννης Ρωμανίδης, «αὐτή εἶναι ἀδέσποτη»[9] καί ἔτσι «ὁ καθένας φαντάζεται ὅ,τι θέλει σχετικά μέ τή γνώση τοῦ Θεοῦ».

Θέσεις καί Ἀναιρέσεις
Στή συνέχεια θά παρουσιαστοῦν λίγες, ἀπό τίς πολλές, θέσεις ὑποστηρικτῶν τῆς θεωρίας τοῦ «ἐ.θ.» -δυστυχῶς ἀκόμη καί τῶν πλέον ἐπισήμων ἐκκλησιαστικῶν χειλέων- καί θά καταβληθεῖ προσπάθεια μέσα ἀπό τήν ἀναίρεσή τους νά προβληθεῖ ἡ θεόσδοτη ἀλήθεια ἔτσι ὅπως μᾶς τήν μεταφέρει ἡ πατερική σοφία καί ἐμπειρία.

- «Θά μποροῦσε καί ὁ ἐγκέφαλος νά νοηθεῖ ὡς ἕδρα τοῦ νοῦ. Ἡ ἐγκεφαλική λειτουργία στηρίζει κατά βάσιν τήν ψυχοσωματικότητα τοῦ ἀνθρώπου».
Ἡ παραπάνω τοποθέτηση προσκρούει στήν σαφῆ πατερική διδασκαλία περί νοός, καρδίας καί νοῦ. Ὁ ἁγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής[10] ὑπογραμμίζει πώς ἡκαρδιά εἶναι τό μέρος ὅπου εὑρίσκονται ψυχή, νοῦς, λογισμοί. Παρουσιάζει δέ αὐτήν ὡς ἡγεμονικό ὄργανο, τοῦ ὁποίου «ἡ καλή ἤ κακή κατάστασις ἔχει ἄμεσον ἐπίδραση ἐπί τοῦ νοῦ καί τῶν λογισμῶν τῆς ψυχῆς». Οἱ δέ ἀδελφοί Κάλλιστος καί Ἰγνάτιος Ξανθόπουλοι σημειώνουν πώς «ὁ καθαρός νοῦς εἶναι συνδετικός κρίκος καρδίας καί Θεοῦ, διό καί πρέπει νά εὑρίσκεται πάντοτε ἐν τῇ καρδίᾳ, ὥστε νά ἐκδιώκη πᾶν ὅ,τι μολύνει αὐτήν καί τήν ψυχήν»[11]. Στήν περίπτωση δέ πού κάποιος μπορεῖνά ἔχει ἀκόμη ἀντιρρήσεις ὑποστηρίζοντας πώς οἱ ἅγιοι δέν γνώριζαν περί τοῦ ἐγκεφάλου, ἄς ἀκούσει τόν ἅγιο Θεοφάνη τόν Ἔγκλειστο[12] πού σαφέστατα διασαφηνίζει τά πράγματα προτρέποντάς μας: «Ἐνδιαφερθεῖτε πρός τοῦτο, ἵνα συγκεντρωθεῖ ὁ νοῦς ὄχι εἰς τόν ἐγκέφαλον, ἀλλ’ εἰς τήν καρδίαν, διά νά εὑρίσκεται ἐκεῖ μέσα ἐργαζόμενος τήν εὐχήν μετά τῆς καρδίας»!
Ἴσως πάλι ὁ συγκεκριμένος ὑπέρμαχος τοῦ «ἐ.θ.» νά συγχέει τή φυσική ἀπό τή μή φυσική θέση τοῦ νοός. Γιά νά κατανοήσει κανείς τά περί τῆς ἕδρας τοῦ νοός θά παρατεθεῖ ἐδῶ ἡ τοποθέτηση τοῦ μακαριστοῦ Καθηγητοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη[13]: «…ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, πού προσεύχεται νοερῶς καί ἀδιαλείπτως εἰς τήν καρδίαν, εἶναι ἕνα φυσιολογικόν ὄργανον πού ὅλοι ἔχουν καί τό ὁποῖον χρειάζεται θεραπείαν…Μόνον ἡ νηπτική ἤ ἡ ἀσκητική ἀγωγή τῶν Πατέρων ὁδηγεῖ εἰς τήν θεραπείαν αὐτοῦ τοῦ ὀργάνου, τό ὁποῖον εἰς τήν παράδοσιν λέγεται νοῦς καί λειτουργεῖ σωστά, ὅταν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ προσεύχεται μέσα εἰς αὐτόν, εἰς τόν χῶρον τῆς καρδίας ἀδιαλείπτως καί ἀνεξαρτήτως ἀπό τήν ἀπασχόλησιν τῆς λογικῆς εἰς τόν ἐγκέφαλον. Ὅταν ὅμως ὁ νοῦς δέν λειτουργεῖ σωστά, τότε εὑρίσκεται εἰς τόν χῶρον τοῦἐγκεφάλου γεμᾶτος ἀπό τούς λογισμούς τῆς διανοίας». Ὅταν, λοιπόν, ὁ νοῦς βρίσκεται σέ μή φυσιολογική θέση, δηλαδή στον ἐγκέφαλο, δέν μπορεῖ νά προσευχηθεῖἀφοῦ εἶναι ἀπορροφημένος ἀπό τόν «κόσμο», τή διάνοια, κι ἔτσι δέν ἔχει πνευματική ζωή καί διακρίνεται ἀπό ἔλλειψη προσπαθείας θεώσεως. Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος καθίσταται, σύν τῷ χρόνῳ, ἄτομο μέ ὑπερέχουσα βιολογική ζωή καί ὄχι πρόσωπο.
Ὅσον ἀφορᾶ, δέ, στό ρόλο τῶν ἐγκεφαλικῶν λειτουργιῶν στήν ὑποστήριξη τῆς ψυχοσωματικότητος τοῦ ἀνθρώπου, ὁ λόγος δίνεται στόν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης πού ἐμφαντικά τονίζει πώς «ἐκεῖνο πού πρωτεύει στόν ἄνθρωπο εἶναι τό νοερό, ἐνῶ ἡ κοινωνία καί ἡ συγγένεια πρός τό ἄλογο εἶναι ἐπιγέννημα». Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου σέ καμμιά περίπτωση δέν ὑποστηρίζεται ἀπό τήν καλή ἤ μή κατάσταση τοῦ ἐγκεφάλου. Ἀντίθετα, μπορεῖ κανείς νά πεῖ πώς ἀποτελεῖ ὕβρι κατά τοῦ Θεοῦ ἡ ἐξάρτηση τῆς ψυχῆς καί τῶν ψυχικῶν δυνάμεων καί ἐνεργειῶν ἐκ τοῦ ἐγκεφάλου. Ἡ θέση αὐτή, βέβαια, βοηθάει στήν δῆθεν τεκμηρίωση τῆς ἤδη ἐκπεφρασμένης θέσεως τῶν ἁρμοδίων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος[14] γιά τόν «ἐ.θ.», ἐπιστημόνων καί θεολόγων, ὅτι «Αὐτό πού εἰς τήν οὐσίαν ἐπιτυγχάνει ἡ τεχνητή ὑποστήριξις τῆς ἀναπνοῆς εἶναι ὅτι προσωρινῶς ἀναχαιτίζει τήν διαδικασίαν ἀποσυνθέσεως τοῦ σώματος ὄχι ὅμως καί τήν ἀναχώρησιν τῆς ψυχῆς».
Ὦστε, ὅταν ὁ ἀσθενής χαρακτηρίζεται «ἐγκεφαλικά νεκρός» καί διατηρεῖται στή ζωή μέ μηχανικό τρόπο, ἔχει πιθανότατα ἀναχωρήσει ἡ ψυχή του, ἀφοῦ -ὅπως ἰσχυρίζονται- οἱ ἐγκεφαλικές λειτουργίες δέν στηρίζουν πλέον τήν ψυχοσωματικότητά του, συνεπῶς ὁ ἀσθενής εἶναι νεκρός καί, προφανῶς, μποροῦμε νά πάρουμε τά ὄργανά του!
Ἴσως, σκεφτεῖ κανείς, ὅτι ἡ ταύτιση τοῦ «ἐ.θ.» μέ τήν παύση τῆς στήριξης τοῦ ὅλου ψυχοσωματικοῦ ἀνθρώπου εἶναι μεμονωμένη καί ἀκραῖα. Ἀντίθετα, ὅμως, ὑποστηρίζεται καί ἀπό θεολόγους Καθηγητές. ‘Υποστηρίζουν αὐτοί -ὁ Κύριος οἶδε μόνον πῶς καταλήγουν σ’ αὐτά τά συμπεράσματα[15]- πώς «ὁ ἐγκεφαλικός θάνατος σημαίνει παύση τῆς ψυχικῆς ἐνέργειας…γιά τήν ἐκκλησιαστική ἀνθρωπολογία ταυτίζεται μέ τήν παύση τῆς ἐνεργοποιήσεώς της»!!! Κι αὐτός, βέβαια, φάσκει καί ἀντιφάσκει, ὅπως θά διαπιστωθεῖ παρακάτω!

- «Τό σῶμα παύει νά ὑπάρχει ὡς σῶμα ἀπό τήν στιγμή πού παύει νά στηρίζει τό πρόσωπο».
Ὁ παραπάνω ἰσχυρισμός φανερώνει μεγάλη σύγχυση ὅσον ἀφορᾶ στή θεολογία τοῦ προσώπου. Κι αὐτό γιατί ὅπως τονίστηκε νωρίτερα, ὁ ἄνθρωπος ὡς δυνάμει πρόσωπο δέν χρειάζεται τή συνδρομή τοῦ σώματος γιά νά πορευθεῖ στό «καθ’ ὁμοίωσιν». Τό σῶμα βεβαίως συμμετέχει στήν ἐμπειρία τῆς θεώσεως ἀλλά δέν στηρίζει σέ καμμιά περίπτωση τό πρόσωπο. Ἄλλωστε, τό σῶμα δέν ἔχει τή δυνατότητα νά μᾶς ὁδηγήσει στή γνώση τοῦ Θεοῦ. Ἐκτός κι ἄν ἐξαρτήσουμε ἀπ’ αὐτό -κυρίως ἀπό τόν ἐγκέφαλο- ψυχή, νοῦ, λόγο, αἴσθηση, καρδία καί ὅποιο ἄλλο πνευματικό μέγεθος μᾶς διακρίνει ὡς «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ πλάσματα.
Ἴσως ἡ παραπάνω φράση νά ὑποκρύπτει τή διάθεση νά τοποθετηθεῖ ὁ ἐγκέφαλος ὑπεράνω τῆς καρδίας στόν ἀγώνα τοῦ ἀνθρώπου νά γίνει, μέ τή Χάρη τοῦΘεοῦ, ἐνεργεία πρόσωπο. Σ’ αὐτήν τήν κατεύθυνση κινεῖται καί ὁ κατά τά ἄλλα κορυφαῖος βιοηθικολόγος Τρίνσταμ Ἔνγκελχαρντ πού λανθασμένα τοποθετεῖ τό πρόσωπο ἐκεῖ πού εἶναι ὁ ἐγκέφαλος. Ὁ κ. Ἔνγκελχαρντ ἀποτελεῖ λόγῳ τῶν τοποθετήσεών του «σημαῖα» γιά τούς ὑποστηρικτές τοῦ «ἐ.θ.». Ἀτυχῶς ὅμως, ὁ κορυφαῖος αὐτός βιοηθικολόγος, ὑποτίμησε τήν γνήσια καί μόνη ἀλήθεια[16], ὅτι δηλαδή, «ἡ ἐσωτερική πνευματική ζωή τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ζωή συνειδητή καί χαρισματική, μπορεῖ νά εἶναι ἀνεξάρτητη ἀπό τόν ἐγκέφαλο καί τίς λειτουργίες του». Φαίνεται πώς εὐστοχεῖ ὅμως ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος[17], ὅταν ἐπισημαίνει ὅτι πολλοί θεολόγοι τῆς ἐποχῆς μας ἐπηρεάσθηκαν ἀπό αὐτές τίς ἀντιλήψεις περί ἀνθρωπίνου προσώπου. «Ἀντιλήψεις τῆς φιλοσοφίας καί τῆς ψυχολογίας πού περιορίζουν τό πρόσωπο στά χαρακτηριστικά τῆς αὐτογνωσίας, τῆς λογικῆς καί τῆς συνείδησης» ἀναλύει ὁ Σεβασμιώτατος.
Τέλος, ἀξίζει νά ἀναφερθεῖ στό σημεῖο αὐτό ἡ ἀποθέωση τῆς ἀξίας τῆς διάνοιας καί τῆς λογικῆς πού ὅμως συνιστᾶ πτώση τοῦ ἀνθρώπου καί ὁδηγεῖ ἐνίοτε σέ ἀκρότητες ὅπως ὁ ὀρθολογισμός. Ταυτίζεται ἀπό πολλούς ὁ λόγος, ὡς δύναμη τῆς ψυχῆς, μέ τή λογική καί τόν ἐγκέφαλο. Ὅμως, ἡ ἀλήθεια εἶναι διαφορετική.
Ποιά εἶναι; Ὅπως ἐξηγεῖ ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου,[18] «ὁ λόγος στόν ἄνθρωπο εἶναι ἐνδιάθετος καί προφορικός. Λέγεται ἐσωτερικά ἀλλά ἐκφράζεται καί ἐξωτερικά. Μετά τήν πτώση συνετελέσθη ἡ νέκρωση καί ὁ θάνατος τῆς ψυχῆς, πού εἶχε σάν συνέπεια τήν ἀδυναμία νά λειτουργήση φυσικά ὅλος ὁ ἐσωτερικός κόσμος τῆς ψυχῆς…ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου σκοτίσθηκε, καλύφθηκε ἀπό τά πάθη καί κυριεύθηκε ἀπό ἀδιαπέραστο σκοτάδι. Ὁ λόγος, μή ἔχοντας νά ἐκφράση τίς ἐμπειρίες τοῦ νοῦ, ταυτίσθηκε μέ τήν διάνοια. Ἔτσι τό λογικό ὑψώθηκε πιό πάνω ἀπό τό νοῦ καί κυριαρχεῖ στόν μεταπτωτικό ἄνθρωπο». Συνεπῶς ἡ ὑπερίσχυση τοῦ λογικοῦ ἐπί τοῦ νοεροῦσυνιστᾶ σκοτασμό τοῦ νοῦ, ἀσθένεια καί παρά φύσιν κατάσταση τοῦ νοεροῦ καί πνευματικοῦ στοιχείου στόν ἄνθρωπο.
- Ὅσον ἀφορᾶ σέ χωρία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ περί καρδίας γράφτηκε πώς «δέν ἀποδεικνύουν κάποιο ὀντολογικό ὑπόβαθρο στήν ἰδιάζουσα σχέση τοῦ ὀργάνου τῆς καρδιᾶς μέ τήν ψυχή, οὔτε ἔχουμε κάποιες ἁγιογραφικές ἐνδείξεις ἐπ’ αὐτοῦ, οἱ δέ πατερικές ἀναφορές εἶναι ἐξειδικευμένες καί ἐλάχιστες».
Σαφῆ ἀπάντηση-καταπέλτη δίνει ὁ κατά πνεῦμα καί κόσμο σοφός μακαριστός π. Ἰωάννης Ρωμανίδης[19] πού εὔστοχα διακρίνει τή σχέση καρδίας, νοῦ καί ψυχῆς· «ὁ νοῦς», περιγράφει, «εἶναι ἐνέργεια τῆς ψυχῆς πού δέν ταυτίζεται μέ τή διάνοια, ἀλλά εἶναι μέσα στήν καρδιά. Στήν καρδιά εἶναι ὁ φυσιολογικός χῶρος τοῦ νοῦ…Δέν εἶναι ὁ μῦς τῆς καρδιᾶς πού προσεύχεται, ἀλλά προσεύχεται ἡ νοερά ἐνέργεια μέσα στό μῦ». Ἀλλά καί ὁ λογιώτατος καί πολυγραφώτατος Μητροπολίτης Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου κ. Ἱερόθεος προσθέτει[20] ὅτι «ἡ ὅλη ἀσκητική τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας βασίζεται στό νά χωρισθῆ ὁ νοῦς ἀπό τή λογική καί νά περιορισθῆ μέσα στό σῶμα, κυρίως στό χῶρο τῆς καρδιᾶς».
Ὅσον ἀφορᾶ στή σχέση καρδίας φυσικῆς καί πνευματικῆς, ὁ Μητροπολίτης Ναυπάκτου μᾶς δίνει τήν πραγματική εἰκόνα ἐμπλουτισμένη ἀπό πλούσιες πατερικές καί ἁγιογραφικές ἀναφορές (τῶν ἁγίων, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Μακαρίου Αἰγυπτίου, Μαξίμου Ὁμολογητοῦ, Νικοδήμου Ἁγιορείτου, Μεγάλου Βασιλείου, Ὁσίου Θαλασσίου, Διαδόχου Φωτικῆς καί χωρίων Ματθ. ιε’ 19, Ἰωα. ιγ’2, Γαλ. δ’ 6, Ρωμ. ε’ 5, Β’ Κορ. γ’ 2-3, Πραξ. ε’ 3). Γράφει πώς «ἡ καρδιά τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τό ἡγεμονικό ὄργανο, ὁ θρόνος τῆς Χάριτος. Ἐκεῖ βρίσκεται ὁ νοῦς καί ὅλοι οἱ λογισμοί τῆς ψυχῆς… Ἡ πνευματική καρδιά βρίσκεται μέσα στή σαρκική καρδιά σαν σέ ὄργανο…ὅταν ὁ νοῦς ἐπιστρέφει ἀπό τή διάχυσή του, τότε πρῶτον εὑρίσκει τήν φυσική καρδία καί στή συνέχεια εἰσέρχεται στήν πνευματική καρδία…»[21]
Ἀλλά καί οἱ σχετικές μέ τή σχέση ψυχῆς καί φυσικῆς καρδιᾶς πατερικές καί ἁγιογραφικές ἀναφορές εἶναι ἀρκετές καί ἀποδεικνύουν πώς ἡ ψυχή χρησιμοποιεῖὡς ὄργανο τήν καρδιά καί διευθύνει τό σῶμα. Τονίστηκε, ἄλλωστε, παραπάνω ὅτι ὁ νοῦς εἶναι ἐνέργεια τῆς ψυχῆς, ὅτι ἡ καρδιά εἶναι ὁ φυσιολογικός χῶρος τοῦ νοῦ καί ἀκόμη ὅτι προσεύχεται ἡ νοερά ἐνέργεια τῆς ψυχῆς μέσα στόν μῦ τῆς καρδιᾶς, στή βαθεία καρδία. Δέν ἀποδεικνύεται ὀντολογικό ὑπόβαθρο τῆς σχέσεως ψυχῆς καί σαρκικῆς καρδίας; Κι ἄν ἀκόμη δέν πείστηκαν κάποιοι, ἄς δοῦν μέ προσοχή τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Ἱωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ[22], ὅτι δηλαδή «μέρος τῆς ψυχῆς, τό ‘καθαρώτατον’, εἶναι ὁ νοῦς, τοῦ ὁποίου ἡ μέν οὐσία εὑρίσκεται στήν σαρκική καρδιά, χωρίς νά περικλείεται ἀπό αὐτήν σάν σέ ἀγγεῖο, οὔτε πολύ περισσότερο νά ταυτίζεται μέ αὐτήν, ἀλλά ἁπλῶς τήν χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο καί ὄχημα, ἡ ἐνέργειά του ὅμως στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο εὑρίσκεται στόν ἐγκέφαλο· στόν κατά φύσιν ἄνθρωπο πρέπει νά ἐπανέλθει ἡ ἐνέργεια τοῦ νοῦ στήν οὐσία της, στήν καρδιά, ὥστε νά παύσει ἡ διάχυση, νά ἑνοποιηθεῖ ὁ ἄνθρωπος, γιά νά μπορέσει νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό».
Κλείνοντας τήν εἰσήγηση αὐτή κρίνεται σκόπιμη μιά ἀναφορά στό πρόβλημα τῶν ἀντιφάσεων πού θίγει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς[23]: «Ἐκεῖνος πού ἔχει συλλέξει τό φρόνημά του ἀπό τήν κοσμική σοφία, κι ἄν ἀκόμα γίνει μέτοχος κάποιας ἀλήθειας, παρέχει τίς ἐπιβεβαιώσεις μέ λόγο μόνο, πού σύμφωνα μέ τό λόγιο, ἀντιμάχεται ἄλλο λόγο. Γι’ αὐτό κατέστη κριτής ἀβέβαιης σοφίας, μή συμφωνώντας πολλές φορές οὔτε μέ τόν ἑαυτό του ἤ καλύτερα ὑπερηφανευόμενος καί ἀγωνιζόμενος, ἐάν εἶναι δυνατόν, λέγοντας τά ἀντίθετα, νά πείθει καί ἄλλους γιά τό ἴδιο πρᾶγμα»!
Δύο παραδείγματα θά παρουσιαστοῦν -ἀπό πολλά πού ὑπάρχουν- γιά νά γίνει κατανοητή ἡ εἰκόνα πού δίνει ὁ Ἅγιος καί πού πλήρως ἐφαρμόζεται στήν περίπτωση αὐτή τῆς κοσμικῆς σοφίας, δηλαδή τοῦ «ἐ.θ.». Συγκεκριμένος κληρικός-θεολόγος καταγράφει σέ βιβλίο του ἀναφορά Καθηγητοῦ Θεολογικῆς Σχολῆς (ὡς θετική μάλιστα) σχετικά μέ τό θέμα, πού ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ὁ ἐγκεφαλικός θάνατος σημαίνει παύση τῆς ψυχικῆς ἐνέργειας…γιά τήν ἐκκλησιαστική ἀνθρωπολογία ταυτίζεται μέ τήν παύση τῆς ἐνεργοποιήσεώς της». Σέ κάποια ἄλλη δημοσίευσή του, ὅμως, ὁ ἴδιος καθηγητής[24] γράφει: «Ἡ ταύτιση τοῦ χωρισμοῦ τῆς ψυχῆς ἀπό τό σῶμα μέ τή μή ἀναστρέψιμη παύση τῆς λειτουργίας τοῦ ἐγκεφάλου, δηλαδή, ἡ ταύτιση τοῦ θανάτου, ὅπως αὐτός ὁρίζεται ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἀνθρωπολογία, μέ τόν ἐγκεφαλικό θάνατο εἶναι αὐθαίρετη»!!! Δηλαδή ὁ κ. Καθηγητής ἀντιμάχεται τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του. Δεύτερο παράδειγμα ὅπου τό ἕνα μέλος ἐκκλησιαστικῆς ἐπιτροπῆς ἀντιμάχεται τό ἄλλο, στίς δύο παρακάτω φράσεις. Ὁ ἕνας γράφει σέ βιβλίο του[25] πώς «τό πρῶτο χρέος τῆς Ἐκκλησίας εἶναι…νά καταδείξει τό πώς αὐτή ἡ ζωή βρίσκει τήν τέλεια ἔκφρασή της, ὅταν κανείς γίνεται «κλώμενος» καί «ἐκχυνόμενος» κατά τό πρότυπο τοῦ Κυρίου». Ὁ ἄλλος, ὅμως (μέλος τῆς ἰδίας Ἐπιτροπῆς) τόν ἀναιρεῖ καθώς διακηρύσσει πώς «ὁποιαδήποτε δωρεά σωματικοῦ ἱστοῦ ἤ ὀργάνου…θά ἦταν ἀθεολόγητο νά θεωρηθεῖ…ὡς ἀντιγραφική μίμηση τῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ»!!![26]
Σεβασμιώτατε, σκοπός τῆς εἰσηγήσεως αὐτῆς ἦταν νά δειχθεῖ, μέ τίς πενιχρές μου δυνάμεις καί κυρίως μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἡ καινοφανής θεωρία τοῦ«ἐ.θ.» προσβάλλει τόν ἄνθρωπο, ἀναιρεῖ τήν ἱερότητα τοῦ δυνάμει καί ἐνεργεία προσώπου καί δημιουργεῖ πολλά ἀνθρώπινα, ἠθικά, κοινωνικά, ἰατρικά καί θεολογικά διλήμματα.
Ἐλπίζω καί εὔχομαι νά ἐπανεξεταστεῖ καί ἀναθεωρηθεῖ τό θέμα αὐτό ἀπό τά ἁρμόδια ἐκκλησιαστικά ὄργανα καί νά ἀποτελέσει ἡ εὐλογημένη πρωτοβουλία Σας αὐτή, τήν ἀπαρχή ἑνός γόνιμου διαλόγου μεταξύ τῶν δύο πλευρῶν (τῶν θεολόγων τουλάχιστον)· ἑνός διαλόγου πού πολλάκις ἐξαγγέλθηκε ἀλλά οὐδέποτε πραγματοποιήθηκε μέ ὅρους εἰλικρίνειας, ἀγάπης, ἀποδοχῆς, ἐλευθερίας τῆς γνώμης καί σεβασμοῦ τῆς προσωπικότητος.

________________
Παραπομπές
[1]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.κ. Ἱεροθέου «Τό πρόσωπο στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση», Γ’ Ἔκδοση Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 1997, σελ. 78
[2]. Ἀρχιμ. Ἱεροθέου Βλάχου, «Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία – Πατερική θεραπευτική ἀγωγή », Β’ Ἔκδοση Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας), Ἔδεσσα 1987, σελ. 152-157
[3]. ὡς ἀνωτέρω
[4]. ὡς ἀνωτέρω «Τό πρόσωπο…» σελ. 93
[5]. ὡς ἀνωτέρω (Τό Πρόσωπο…) σελ. 89
[6]. ὡς ἀνωτέρω σελ. 90
[7]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ.κ. Ἱεροθέου «Ἡ θέση τῆς Ἐκκλησίας γιά τίς Μεταμοσχεύσεις», Ἔκδ. Κλάδου Ἐκδόσεων Ἐπικοινωνιακῆς καί Μορφωτικῆς Ὑπηρεσίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τεῦχος 4 «Ἐκκλησία καί Μεταμοσχεύσεις» Ἀθῆναι 2001, σελ. 337-366
[8]. Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου, «Ἐμπειρική Δογματική τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας- Κατά τίς προφορικές παραδόσεις τοῦ π. Ἰωάννου Ρωμανίδη» Τόμος Α’ Δόγμα-Ἠθική- Ἀποκάλυψη, Ἐκδ. Ἱ. Μ. Γενεθλίου τῆς Θεοτόκου (Πελαγίας) 2010, σελ. 153
[9]. ὡς ἀνωτέρω, σελ. 162
[10]. Χ. Σωτηρόπουλου, «Οἱ Νηπτικοί Πατέρες περί τῆς κατά Χριστόν τελειώσεως τοῦ ἀνθρώπου», Ἀθῆναι 1994, σελ. 177
[11]. Φιλοκαλία Δ’ 47
[12]. ὡς ἀνωτέρω (Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία), σελ. 171
[13]. Περιοδικό «Ἐπαγγελία», τεῦχος 11/2001, σελ. 3
[14]. ὡς ἀνωτέρω (Ι.Σ.Ε.Ε. τεῦχος 4, «Ἐκκλησία καί Μεταμοσχεύσεις», σελ. 25
[15]. Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσογαίας καί Λαυρεωτικῆς, «Ἀλλήλων Μέλη», σελ. 180-181
[16]. Περιοδικό «Θεοδρομία», «Μεταμοσχεύσεις καί Ἐγκεφαλικός Θάνατος-Θεολογική καί Ἰατρική Παρέμβαση» Ἀρχιμ. Λουκᾶς Τσιούτσικας, Πρεσβ. Στέφανος Στεφόπουλος, Μοναχός Δαμασκηνός Ἁγιορείτης τεῦχος ΣΤ’ 4 Ὀκτ-Δεκ. 2004, σελ. 526-533
[17]. ὡς ἀνωτέρω (Τό Πρόσωπο…) σελ. 216
[18]. ὡς ἀνωτέρω , σελ. 193, 195
[19]. ὡς ἀνωτέρω (Ἐμπειρική Δογματική…) , σελ. 156
[20]. ὡς ἀνωτέρω, σελ. 162
[21]. ὡς ἀνωτέρω (Ὀρθόδοξη Ψυχοθεραπεία…) σελ. 102, 152-157
[22]. ὡς ἀνωτέρω (Περιοδικό «Θεοδρομία»…τεῦχος ΣΤ’ 4…)
[23]. ΕΠΕ Ἔργα, τόμος 2, Λόγος 2,1,9, σελ. 233-235
[24]. Περιοδικό «Πεμπτουσία», τεῦχος 10 12/2002-3/2003, σελ. 102-109
[25]. ὡς ἀνωτέρω («Ἀλλήλων Μέλη»), σελ. 216
[26]. ὡς ἀνωτέρω (Περιοδικό «Πεμπτουσία»…)