"Λόγοι εις τους μακαρισμούς - Β΄ λόγος"
«Πιστεύω ότι θα δω τ' αγαθά του Κυρίου στη γη των ζώντων» (Ψαλμ. 26,13).
Η γη των ζώντων
1. Όσοι ανεβαίνουν προς τα ψηλότερα χρησιμοποιώντας κάποια σκάλα, αφού ανεβούν το πρώτο σκαλοπάτι, πατούν σ' αυτό και ανέρχονται στο παραπάνω, και πάλι το δεύτερο προωθεί τον ανερχόμενο στο τρίτο κι αυτό πάλι στο επόμενο κι αυτό στο μετά απ' αυτό. Έτσι ο ανερχόμενος από εκεί που βρίσκεται, ανεβαίνοντας συνεχώς προς το παραπάνω, φθάνει στο ανώτατο σημείο της ανάβασης.
Σε τι αποβλέπω κάνοντας τούτο εδώ το προοίμιο; Νομίζω πως η σειρά των μακαρισμών είναι βαλμένη σαν τα σκαλοπάτια και με τον καθένα από αυτούς κάνει εύκολη την ανάβαση με τη βοήθεια του λόγου.
Γιατί, εκείνον που ανέβηκε με τη διάνοια τον πρώτο μακαρισμό, τον περιμένει ο επόμενος, από κάποια αναπόφευκτη συνέπεια των νοημάτων, έστω κι αν φαίνεται παράδοξος ο λόγος στην πρώτη ματιά.
Γιατί ίσως ισχυρισθεί ο ακροατής το εξής: Είναι δυνατόν, όπως στη σειρά των σκαλοπατιών, μετά από τη βασιλεία των ουρανών, να έρχεται η κληρονομιά της γης; Αλλά αν έπρεπε να ακολουθήσει ο λόγος τη φυσική σειρά των πραγμάτων, μήπως ήταν συνεπέστερο να προηγηθεί η γη από τον ουρανό, γιατί από εδώ θα γίνει για μας η ανάβαση σε κείνον; Κι όμως αν μπορούσαμε να αναπτερωθούμε κάπως με το λόγο και να σταθούμε πάνω από την επιφάνεια του ουράνιου θόλου, θα βρίσκαμε εκεί την υπερουράνια γη, που απόκειται για να την κληρονομήσουν όσοι ζήσουν ενάρετο βίο.
Κι έτσι δε φαίνεται να είναι λανθασμένη η σειρά που ακολουθούν οι μακαρισμοί, όταν ο Θεός στις υποσχέσεις που κάνει για μας, προτάσσει τους ουρανούς και κατόπιν θέτει τη γη. Γιατί αυτό που φαίνεται με τα σωματικά αισθητήρια, συγγενεύει όλο με τον εαυτό του. Ακόμη κι αυτό που φαίνεται υψηλό ως προς την τοπική διάσταση, παρά ταύτα βρίσκεται κάτω από τη νοερή ουσία, το Θεό, που είναι αδύνατο να υπερβεί ο λογισμός, αν δεν ξεπεράσει πρωτύτερα με το λόγο αυτά, που συλλαμβάνουν τα αισθητήρια.
Μην απορείς δε καθόλου, αν ονομάζεται η ανώτατη κατάληξη με την προσωνυμία της γης. Γιατί ο Κύριος που για μας κατέβηκε για το λόγο αυτό, κατεβαίνει στο χαμηλό επίπεδο της δικής μας ακοής, επειδή εμείς δεν είμαστε ικανοί να ανυψωθούμε προς Αυτόν.
Και γι' αυτό αποκαλύπτει τα ιερά μυστήρια με τις γνωστές σε μας λέξεις και ονομασίες, χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις που χρησιμοποιούν καθημερινά οι άνθρωποι (Λουκά 8, 9-10). Άλλωστε και με την υπόσχεση που έδωσε πριν από τούτη, βασιλείαν ονόμασε την απερίγραπτη εκείνη μακαριότητα στους ουρανούς.
Επομένως με το λόγο φανέρωσε κάτι παρόμοιο με αυτό που κλείνει μέσα της η επίγεια βασιλεία; Στέμματα δηλ. που αστράφτουν από τις λάμψεις των πολύτιμων λίθων και ανθοκεντημένες πορφύρες, που αφήνουν μιαν ευχάριστη ανταύγεια για τα άπληστα μάτια, και προπύλαια και παραπετάσματα και θρόνους υψηλούς και παρατάξεις στρατιωτών που στέκονται γύρω κρατώντας δόρατα, και όσα άλλα κοντά σ' αυτά διεκτραγωδούν γύρω από την υπόθεση αυτή, εκείνοι που επαυξάνουν την αλαζονεία της εξουσίας με αυτά; (Ασφαλώς όχι).
Αλλά επειδή το όνομα της βασιλείας είναι μεγάλο και από τα πιο ζηλευτά ανάμεσα στα ανθρώπινα πράγματα, γι' αυτό, χρησιμοποιεί το όνομα για να δηλώσει τα αγαθά που βρίσκονται πολύ ψηλά. Κι αν υπήρχε κάτι άλλο ανώτερο από τη βασιλεία ανάμεσα στους ανθρώπους, ασφαλώς με το όνομα εκείνο κυρίως θα αναπτέρωνε την ψυχή του ακροατή, για να επιθυμήσει την ανέκφραστη μακαριότητα. Γιατί δεν είναι δυνατό να αποκαλυφθούν στους ανθρώπους με δικές τους ονομασίες τα αγαθά εκείνα, που ξεπερνούν την αίσθηση και τη γνώση του ανθρώπου.
Γιατί, όπως λέγει ο Απόστολος (Α' Κορ. 2, 9), «ούτε οφθαλμός είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε καρδιά ανθρώπου επιθύμησε». Αλλά για να μη διαφύγει τελείως από τη σκέψη η μακαριότητα που ελπίζουμε, ακούμε, ανάλογα με τη δεκτικότητα της ταπεινής μας φύσης, όσα δεν μπορούν να εκφωνηθούν.
Η συνωνυμία της γης, λοιπόν, ας μην τραβάει τη σκέψη σου μετά από τους ουρανούς και πάλι στη γη. Αλλά, αν ανυψώθηκες με τον προηγούμενο μακαρισμό προς τον Κύριο και ανέβηκες στο όχημα της ουράνιας ελπίδας, εκείνη τη γη σε θέλω να πολυσκέφτεσαι, την οποία δεν την κληρονομούν όλοι, αλλά όσοι θεωρούνται άξιοι της επαγγελίας εκείνης, με κριτήριο την πραότητα που έδειξαν στη ζωή.
Νομίζω πως και ο Δαβίδ, για τον οποίο η Αγία Γραφή βεβαιώνει ότι ήταν ο πιο πράος κι ανεξίκακος απ' όλους τους συγχρόνους του, με την έμπνευση του αγίου Πνεύματος πρώτα σκέφθηκε και με την πίστη κατάκτησε αυτό που έλπιζε, γι' αυτό και είπε: «Πιστεύω ότι θα δω τ' αγαθά του Κυρίου στη γη των ζώντων» (Ψαλμ. 26,13).
Και δεν νομίζω πως θα απέδιδε ο Προφήτης το όνομα ζώντων στη γη αυτή που βλαστάνει όλα τα θνητά, και πάλι διαλύει μέσα της καθετί που γεννήθηκε απ' αυτήν. Αλλά αναγνωρίζει ως γη ζώντων εκείνην που δεν πάτησε ο θάνατος και στην οποία δρόμος αμαρτωλών δεν ανοίχθηκε και δεν δέχθηκε πάνω της ίχνος κακίας, αυτήν που δεν την όργωσε με το αλέτρι της πονηρίας ο σποριάς των ζιζανίων κι η οποία είναι άγονη σ' αγκάθια και σε τριβόλους.
Σ' αυτήν υπάρχει το νερό που ξεκουράζει, ο χλοερός τόπος κι η πηγή που χωρίζεται στα τέσσαρα (Γεν. 2,10) και τ' αμπέλι που καλλιεργεί ο των όλων Θεός (Ιωάν. 15,1) κι όσα αλλά με παρομοιώσεις ακούμε απ' τη θεόπνευστη διδασκαλία των Γραφών. Αν αντιληφθήκαμε το νόημα της υψηλής γης που φαίνεται πιο πάνω από τους ουρανούς, στην οποία είναι κτισμένη μαζί και η πόλη του βασιλιά, για την οποία λέγονται τα ένδοξα, καθώς λέγει ο Προφήτης (Ψαλμ. 86, 3), είναι επόμενο να μην παραξενευόμαστε από τη σειρά που ακολουθούν οι μακαρισμοί.
Νομίζω πως θα ήταν αφύσικο, να προοριζόταν τούτη η γη ως ευλογία στις ελπίδες εκείνων, που θα αρπαχτούν στα σύννεφα, καθώς λέγει ο Απόστολος (Α' Θεσ. 4, 16), για να συναντήσουν τον Κύριο στον αέρα και να μείνουν έτσι για πάντα μαζί με τον Κύριο. Ποιά ανάγκη υπάρχει πλέον της κάτω γης για κείνους, που η ζωή τους είναι μετέωρη με τις ελπίδες; Γιατί θα αρπαχτούμε στα σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα κι έτσι θα βρισκόμαστε διαρκώς μαζί με τον Κύριο.
2. Ας δούμε όμως, για ποιά αρετή προορίζεται ως βραβείο η κληρονομιά της γης εκείνης; Γιατί ισχυρίζεται ότι είναι «Μακάριοι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». Τι είναι η πραότητα; Και ως προς τι μακαρίζει την πραότητα ο Κύριος; Γιατί μου φαίνεται ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ως αρετή εξίσου όλα, όσα μπορεί να γίνονται με πραότητα, εκτός και αν υποδηλώνεται με τη λέξη αυτή μόνο η ηρεμία κι η βραδύτητα.
Γιατί ούτε ανάμεσα στους δρομείς είναι καλύτερος ο πράος από το βιαστικό, ούτε ο δυσκίνητος στην πυγμαχία παίρνει το στεφάνι, παλεύοντας με τον αντίπαλο. Αλλά ακόμη κι αν αγωνιζόμαστε για το βραβείο της θεϊκής κλήσης, ο απ. Παύλος μας συμβουλεύει να αυξάνουμε την ταχύτητα, λέγοντας: «Έτσι να τρέχετε βιαστικά για να κερδίσετε» (Α' Κορ. 9, 24).
Επειδή κι ο ίδιος πάντοτε με γοργότερο βήμα έτρεχε προς τα εμπρός, ξεχνώντας όσα άφηνε πίσω του. Κι όταν αγωνιζόταν ήταν ευκίνητος, γιατί διέβλεπε την επίθεση του εχθρού. Και γύρω από τη βάση ήταν ασφαλισμένος και στα χέρια οπλισμένος καλά και δεν άδειαζε το όπλο που κρατούσε στα χέρια στο κενό και στο ανύπαρκτο, αλλά χτυπούσε στα κυριότερα σημεία τον εχθρό και του κατέφερε τα πλήγματα πάνω στο ίδιο του το σώμα.
Θέλεις να μάθεις τις πυγμαχικές ικανότητες του Παύλου; Δες τα τραύματα του εχθρού, δες τις πληγές στο πρόσωπο του αντιπάλου, δες τα σημάδια του νικημένου. Ασφαλώς δε θα αγνοείς τον εχθρό που τον πολεμούσε με τη σάρκα. Αυτήν, δηλ. τη σάρκα του, την πλήγωνε με πυγμές, την ξέσχιζε με τα νύχια της εγκράτειας, νέκρωνε τα μέλη της με την πείνα και τη δίψα και το κρύο και τη γύμνωση.
Σ' αυτήν χαράσσει τα σημάδια του Κυρίου, την καταβάλλει με το τρέξιμο, αφήνοντάς την πίσω του, για να μη θολώνονται τα μάτια όταν ο εχθρός τρέχει μπροστά. Αν, λοιπόν, ο απ. Παύλος ήταν ευκίνητος και γρήγορος στους αγώνες και ο Δαβίδ (Ψαλμ. 17, 37 κ. έ.) μεγάλωνε τα βήματά του τρέχοντας εναντίον των εχθρών, και ο Νυμφίος στο Άσμα των Ασμάτων (κεφ. 2, 8-9) παρομοιάζεται με ζαρκάδι για την ευκινησία του, που πηδάει όρη και βουνά, (και αλλά πολλά παρόμοια μπορεί να πει κανείς, ανάμεσα στα οποία η ταχύτητα ως προς την κίνηση θεωρείται προτιμότερη από την πραότητα)· πώς εδώ ο Κύριος μακαρίζει την πραότητα σαν απόδειξη κάποιου κατορθώματος; Γιατί λέγει: «Μακάριοι είναι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». Εκείνη βέβαια τη γη που είναι γόνιμη και εύφορη για καλούς καρπούς, που τρέφει το ξύλο της ζωής, που ποτίζεται από τα πολλά νερά των πηγών των πνευματικών χαρισμάτων, στην οποία καλλιεργείται η αληθινή άμπελος της οποίας γεωργός, καθώς ακούμε (Ιωάν. 15, 1), είναι ο Πατέρας του Κυρίου.
3. Αλλά φαίνεται πως ο Κύριος διδάσκει το εξής: ότι είναι μεγάλη η ευκολία προς το κακό κι ότι εύκολα ρέπει προς το χειρότερο η ανθρώπινη φύση. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα βαριά σώματα που παραμένουν τελείως ακίνητα προς τα άνω, ενώ αν τα κυλίσεις από την κορυφή ενός ψηλού βουνού προς την πλαγιά, φέρονται προς τα κάτω με τόση βοή, επειδή το βάρος τους επαυξάνει την κίνηση και η ταχύτητα γίνεται υπερβολικά μεγάλη.
Επειδή, λοιπόν, το απότομο στο κακό είναι πράγμα δυσάρεστο, οπωσδήποτε μακάριο θα ήταν εκείνο που εννοούμε από την αντίθετη πλευρά. Κι αυτό είναι η πραότητα, δηλ. η αργή και δυσκίνητη συνήθεια για τις απότομες κινήσεις της φύσης.
Όπως ακριβώς η φωτιά κινείται με ευκολία, πάντοτε προς τα πάνω φυσικά, ενώ είναι ακίνητη προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι κι η αρετή ενώ είναι γρήγορη προς τα πάνω και τα ψηλότερα και δε μειώνει ποτέ την ταχύτητα, όμως είναι δεμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Επειδή, λοιπόν, πλεονάζει μέσα στη φύση μας η ταχύτητα προς τα κακά, καλώς μακαρίζεται η ηρεμία ως προς αυτά. Γιατί η ησυχία ως προς αυτά είναι απόδειξη της κίνησης προς τα πάνω. Θα ήταν όμως καλύτερα ν' αποσαφηνίσω το λόγο με τα ίδια τα παραδείγματα της ζωής. Η ροπή της διάθεσης του καθενός είναι διπλή.
Κι απαιτεί να πάει προς αυτό που νομίζει· από εδώ, προς τη σωφροσύνη, από κει προς την ακολασία. Αυτό που λέμε ξεχωριστά για κάθε είδος αρετής και κακίας, αυτό ας το εννοούμε και γενικότερα. Γιατί διχάζεται εξάπαντος ο ανθρώπινος χαρακτήρας προς τις αντίθετες τάσεις, και διαιρείται ο θυμός προς την αντίθετη επιείκεια, η περηφάνια προς τη μετριοφροσύνη, ο φθόνος προς την εύνοια, η δυσμένεια προς τα συναισθήματα της αγάπης και της ειρήνης.
Επειδή, λοιπόν, η ανθρώπινη ζωή είναι βουτηγμένη στην ύλη, γύρω δε από τα υλικά βρίσκονται τα πάθη και κάθε πάθος έχει σφοδρή και ακατανίκητη την ορμή για την εκπλήρωση της επιθυμίας, (γιατί η ύλη είναι βαριά και φέρεται προς τα κάτω), γι' αυτό ο Κύριος μακαρίζει όχι όσους ζουν χωρίς να έχουν πάθη πάνω τους, (γιατί είναι αδύνατο, να επιτευχθεί ο εντελώς άυλος και απαθής βίος μέσα στην υλική ζωή), αλλά μακαρίζει το εφικτό όριο της αρετής μέσα στην εν σαρκί ζωή, κι εννοεί την πραότητα.
Και ισχυρίζεται πως είναι αρκετή η πραότητα για τη μακαριότητα. Δε νομοθετεί την ολοκληρωτική απάθεια για τον άνθρωπο. Γιατί δε δείχνει δίκαιο νομοθέτη η επιβολή νόμων τέτοιων, που το βάρος τους είναι ασήκωτο για τη φύση. Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με το να μεταφέρει κάποιος τα ένυδρα ζώα στην εναέρια ζωή, ή, το αντίθετο, μέσα στο νερό, όσα ζουν στον αέρα. Αλλά ο νόμος πρέπει να είναι ανάλογος με την ατομική και τη φυσική δύναμη.
Γι' αυτό και ο μακαρισμός επιβάλλει τη μετριοφροσύνη και την πραότητα, όχι την πλήρη απάθεια. Γιατί αυτή, η πλήρης απάθεια, βρίσκεται έξω από τα όρια της φύσης, ενώ η πραότητα κατορθώνεται με την αρετή. Av ο μακαρισμός καθόριζε την αταραξία της επιθυμίας, η ευλογία αυτή θα ήταν ανώφελη κι άχρηση για τη ζωή.
Γιατί ποιος θα μπορούσε να φτάσει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που είναι ζυμωμένος με σάρκα και αίμα; Εδώ όμως ισχυρίζεται πως είναι αξιοκατάκριτος όχι όποιος επιθυμεί κάτι συμπτωματικά, αλλά εκείνος που εκ προμελέτης σέρνει πάνω του το πάθος.
Γιατί το να γεννηθεί μέσα σου συμπτωματικά μια τέτοια επιθυμία κάποτε, πολλές φορές το προκαλεί αθέλητα η ανάμικτη με την ανθρώπινη φύση αδυναμία. Το να μην παρασυρθείς όμως από την ορμή του πάθους, σαν από άλλο χείμαρρο, αλλά να αντισταθείς σαν άνδρας σ' αυτή την επιθυμία και με τις σκέψεις να αποκρούσεις το πάθος, αυτό είναι έργο της αρετής.
4. Μακάριοι, λοιπόν, δεν είναι οι ευερέθιστοι από τα εμπαθή σκιρτήματα της ψυχής, αλλά όσοι έχουν στολισθεί με το λογικό. Σ' αυτούς ο λογισμός, σαν άλλο χαλινάρι, ανακόπτει τις ορμές και δεν αφήνει την ψυχή να εκτρέπεται προς την αταξία.
Μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί καλύτερα το λόγο για τον οποίο η πραότητα είναι μακάρια, αν τη συγκρίνει με το πάθος του θυμού. Συνήθως ένας λόγος ή μια πράξη ή μιά σκέψη από τις πιο δυσάρεστες, αναζωογονούν το πάθος και κάνουν το αίμα να βράζει στην καρδιά και ξεσηκώνουν την ψυχή για ν' αμυνθεί.
Κι όπως ακριβώς αναφέρουν οι μύθοι, ότι με τη χρήση κάποιου φαρμάκου αλλοιώνονται τα φυσικά χαρακτηριστικά σε μορφές άλογων ζώων, έτσι μπορεί να δεις ξαφνικά τον άνθρωπο να γίνεται γουρούνι, ή σκυλί, ή πάρδαλη, ή κάποιο άλλο παρόμοιο θηρίο, εξαιτίας του θυμού.
Κατακόκκινο μάτι, μαλλιά σηκωμένα και ακατάστατα, φωνή άγρια που γίνεται ακόμη πιο άγρια με τα λόγια, γλώσσα ναρκωμένη από το πάθος που δεν υπακούει στις εσωτερικές παρορμήσεις, χείλη παγωμένα, που δεν κάνουν ευδιάκριτη την ομιλία και ούτε συγκρατούν στο στόμα τον υγρό αφρό που γεννάει το πάθος, αλλά τον φτύνουν κατά τρόπον αηδιαστικό καθώς μιλούν.
Τέτοια τα χέρια, τέτοια τα πόδια, τέτοια όλη η κατάσταση του σώματος, αφού καθένα από τα μέλη βοηθάει στην έξαψη του πάθους. Αν, λοιπόν, ο θυμώδης είναι όπως τον περιγράψαμε, ο δε άλλος που αποβλέπει στον μακαρισμό, κατεβάζει τον πυρετό, γαληνεύοντας το βλέμμα και ηρεμώντας τη φωνή, με τις σκέψεις, και σαν άλλος γιατρός θεραπεύει με επιδεξιότητα εκείνον που ασχημονεί μανιασμένος, μήπως και συ κάνοντας τη σύγκριση τούτου με κείνον, δε θα παραδεχτείς πως εκείνος είναι αξιολύπητος και άξιος αποστροφής, ενώ ο πράος είναι μακάριος, που δεν αλλοίωσε κι αυτός την ευπρέπεια προς την κακία του άλλου;
5. Και ότι ο Κύριος αποβλέπει κυρίως στο πάθος του θυμού, με όσα λέγει γίνεται φανερό από το γεγονός ότι αμέσως μετά την ταπεινοφροσύνη νομοθετεί για μας την πραότητα. Γιατί φαίνεται πως η μια αρετή συγγενεύει με την άλλη, και το ταπεινό φρόνημα, σαν άλλη μάνα, είναι αυτό που γεννάει τον πράο χαρακτήρα.
Γιατί αν αποβάλεις την περηφάνια από το χαρακτήρα, δε βρίσκει τόπο για ν' αναπτυχθεί μέσα σου το πάθος του θυμού. Γιατί αιτία της αρρώστιας αυτής, για όσους οργίζονται, είναι η αυθάδεια κι η περιφρόνηση.
Αλλά η περιφρόνηση δε θίγει εκείνον, που έχει διαπαιδαγωγήσει τον εαυτό του στην ταπεινοφροσύνη. Γιατί, αν κάποιος είχε καθαρό το νου του από την ανθρώπινη ψευτιά, θα μπορούσε να ιδεί την ασημότητα της φύσης που έλαβε σαν κλήρο να φέρει πάνω του, από που ξεκινάει η υπόσταση που πήρε και σε ποιό τέρμα κατευθύνεται η σύντομη και θνητή αυτή εδώ ζωή.
Θα μπορούσε ακόμη να δει και τη βρωμιά τη ζυμωμένη με τη σάρκα, και τη φτώχεια της φύσης, επειδή δεν είναι αυτάρκης η ίδια για τη συντήρησή της, αν δεν συμπληρώσει τις ελλείψεις με τη δυναμική υπεροχή των αλόγων ζώων.
Κοντά σ' αυτά, πρέπει να προσθέσουμε και τις λύπες και τα πένθη και τις δοκιμασίες και τις πολύμορφες και παντοειδείς ασθένειες, στις οποίες υπόκειται η ανθρώπινη ζωή. Κι απ' αυτές κανείς δεν είναι από τη φύση απαλλαγμένος κι ελεύθερος.
Βλέποντας αυτά προσεκτικά με καθαρισμένο το μάτι της ψυχής, δε θα αγανακτούσε εύκολα από τις παραλείψεις, σχετικά με την απόδοση τιμών. Αντίθετα μάλιστα, θα θεωρούσε ψευτιά την τιμή, που του αποδίδει ο άλλος για κάτι, επειδή δεν υπάρχει για μας μέσα στη φύση κάτι παρόμοιο, που να μπορεί να έχει σχέση με το πολύτιμο, παρά μόνο η ψυχή, της οποίας η τιμή δεν έγκειται σ' αυτά που επιζητούν oι άνθρωποι σ' αυτό τον κόσμο.
Γιατί το να περηφανεύεσαι για τον πλούτο, ή να καμαρώνεις για την καταγωγή σου, ή να αποβλέπεις στη δόξα, ή το να νομίζεις πως είσαι ανώτερος από τους άλλους, πράγματα με τα οποία συμπληρώνονται οι ανθρώπινες αξίες, είναι αφαίρεση της ψυχικής αξίας και καταλήγουν στη ντροπή.
Γιατί ο λογικός άνθρωπος δε θα προτιμούσε για κάτι τέτοιο να κατασπιλώνει την καθαρότητα της ψυχής. Το να σκέπτεσαι όμως έτσι, ότι δηλ. η τιμή δε βρίσκεται στα πράγματα του κόσμου, δεν είναι τίποτε άλλο, από το να βρίσκεσαι σε κατάσταση βαθιάς ταπεινοφροσύνης, που όταν την πετύχεις με κανένα τρόπο δεν μπορεί να μπεί στην ψυχή σου ο θυμός.
Κι όταν ο θυμός απουσιάζει, πετυχαίνεται η ήρεμη και ήσυχη ζωή, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η πραότητα, της οποίας το τέλος είναι η μακαριότητα κι η κληρονομία της γης των ουρανών, εν Χριστώ Ιησού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα κι η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.
Μην απορείς δε καθόλου, αν ονομάζεται η ανώτατη κατάληξη με την προσωνυμία της γης. Γιατί ο Κύριος που για μας κατέβηκε για το λόγο αυτό, κατεβαίνει στο χαμηλό επίπεδο της δικής μας ακοής, επειδή εμείς δεν είμαστε ικανοί να ανυψωθούμε προς Αυτόν.
Και γι' αυτό αποκαλύπτει τα ιερά μυστήρια με τις γνωστές σε μας λέξεις και ονομασίες, χρησιμοποιώντας αυτές τις λέξεις που χρησιμοποιούν καθημερινά οι άνθρωποι (Λουκά 8, 9-10). Άλλωστε και με την υπόσχεση που έδωσε πριν από τούτη, βασιλείαν ονόμασε την απερίγραπτη εκείνη μακαριότητα στους ουρανούς.
Επομένως με το λόγο φανέρωσε κάτι παρόμοιο με αυτό που κλείνει μέσα της η επίγεια βασιλεία; Στέμματα δηλ. που αστράφτουν από τις λάμψεις των πολύτιμων λίθων και ανθοκεντημένες πορφύρες, που αφήνουν μιαν ευχάριστη ανταύγεια για τα άπληστα μάτια, και προπύλαια και παραπετάσματα και θρόνους υψηλούς και παρατάξεις στρατιωτών που στέκονται γύρω κρατώντας δόρατα, και όσα άλλα κοντά σ' αυτά διεκτραγωδούν γύρω από την υπόθεση αυτή, εκείνοι που επαυξάνουν την αλαζονεία της εξουσίας με αυτά; (Ασφαλώς όχι).
Αλλά επειδή το όνομα της βασιλείας είναι μεγάλο και από τα πιο ζηλευτά ανάμεσα στα ανθρώπινα πράγματα, γι' αυτό, χρησιμοποιεί το όνομα για να δηλώσει τα αγαθά που βρίσκονται πολύ ψηλά. Κι αν υπήρχε κάτι άλλο ανώτερο από τη βασιλεία ανάμεσα στους ανθρώπους, ασφαλώς με το όνομα εκείνο κυρίως θα αναπτέρωνε την ψυχή του ακροατή, για να επιθυμήσει την ανέκφραστη μακαριότητα. Γιατί δεν είναι δυνατό να αποκαλυφθούν στους ανθρώπους με δικές τους ονομασίες τα αγαθά εκείνα, που ξεπερνούν την αίσθηση και τη γνώση του ανθρώπου.
Γιατί, όπως λέγει ο Απόστολος (Α' Κορ. 2, 9), «ούτε οφθαλμός είδε, ούτε αυτί άκουσε, ούτε καρδιά ανθρώπου επιθύμησε». Αλλά για να μη διαφύγει τελείως από τη σκέψη η μακαριότητα που ελπίζουμε, ακούμε, ανάλογα με τη δεκτικότητα της ταπεινής μας φύσης, όσα δεν μπορούν να εκφωνηθούν.
Η συνωνυμία της γης, λοιπόν, ας μην τραβάει τη σκέψη σου μετά από τους ουρανούς και πάλι στη γη. Αλλά, αν ανυψώθηκες με τον προηγούμενο μακαρισμό προς τον Κύριο και ανέβηκες στο όχημα της ουράνιας ελπίδας, εκείνη τη γη σε θέλω να πολυσκέφτεσαι, την οποία δεν την κληρονομούν όλοι, αλλά όσοι θεωρούνται άξιοι της επαγγελίας εκείνης, με κριτήριο την πραότητα που έδειξαν στη ζωή.
Νομίζω πως και ο Δαβίδ, για τον οποίο η Αγία Γραφή βεβαιώνει ότι ήταν ο πιο πράος κι ανεξίκακος απ' όλους τους συγχρόνους του, με την έμπνευση του αγίου Πνεύματος πρώτα σκέφθηκε και με την πίστη κατάκτησε αυτό που έλπιζε, γι' αυτό και είπε: «Πιστεύω ότι θα δω τ' αγαθά του Κυρίου στη γη των ζώντων» (Ψαλμ. 26,13).
Και δεν νομίζω πως θα απέδιδε ο Προφήτης το όνομα ζώντων στη γη αυτή που βλαστάνει όλα τα θνητά, και πάλι διαλύει μέσα της καθετί που γεννήθηκε απ' αυτήν. Αλλά αναγνωρίζει ως γη ζώντων εκείνην που δεν πάτησε ο θάνατος και στην οποία δρόμος αμαρτωλών δεν ανοίχθηκε και δεν δέχθηκε πάνω της ίχνος κακίας, αυτήν που δεν την όργωσε με το αλέτρι της πονηρίας ο σποριάς των ζιζανίων κι η οποία είναι άγονη σ' αγκάθια και σε τριβόλους.
Σ' αυτήν υπάρχει το νερό που ξεκουράζει, ο χλοερός τόπος κι η πηγή που χωρίζεται στα τέσσαρα (Γεν. 2,10) και τ' αμπέλι που καλλιεργεί ο των όλων Θεός (Ιωάν. 15,1) κι όσα αλλά με παρομοιώσεις ακούμε απ' τη θεόπνευστη διδασκαλία των Γραφών. Αν αντιληφθήκαμε το νόημα της υψηλής γης που φαίνεται πιο πάνω από τους ουρανούς, στην οποία είναι κτισμένη μαζί και η πόλη του βασιλιά, για την οποία λέγονται τα ένδοξα, καθώς λέγει ο Προφήτης (Ψαλμ. 86, 3), είναι επόμενο να μην παραξενευόμαστε από τη σειρά που ακολουθούν οι μακαρισμοί.
Νομίζω πως θα ήταν αφύσικο, να προοριζόταν τούτη η γη ως ευλογία στις ελπίδες εκείνων, που θα αρπαχτούν στα σύννεφα, καθώς λέγει ο Απόστολος (Α' Θεσ. 4, 16), για να συναντήσουν τον Κύριο στον αέρα και να μείνουν έτσι για πάντα μαζί με τον Κύριο. Ποιά ανάγκη υπάρχει πλέον της κάτω γης για κείνους, που η ζωή τους είναι μετέωρη με τις ελπίδες; Γιατί θα αρπαχτούμε στα σύννεφα για να συναντήσουμε τον Κύριο στον αέρα κι έτσι θα βρισκόμαστε διαρκώς μαζί με τον Κύριο.
«Τι το πράον»
2. Ας δούμε όμως, για ποιά αρετή προορίζεται ως βραβείο η κληρονομιά της γης εκείνης; Γιατί ισχυρίζεται ότι είναι «Μακάριοι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». Τι είναι η πραότητα; Και ως προς τι μακαρίζει την πραότητα ο Κύριος; Γιατί μου φαίνεται ότι δεν πρέπει να θεωρούμε ως αρετή εξίσου όλα, όσα μπορεί να γίνονται με πραότητα, εκτός και αν υποδηλώνεται με τη λέξη αυτή μόνο η ηρεμία κι η βραδύτητα.
Γιατί ούτε ανάμεσα στους δρομείς είναι καλύτερος ο πράος από το βιαστικό, ούτε ο δυσκίνητος στην πυγμαχία παίρνει το στεφάνι, παλεύοντας με τον αντίπαλο. Αλλά ακόμη κι αν αγωνιζόμαστε για το βραβείο της θεϊκής κλήσης, ο απ. Παύλος μας συμβουλεύει να αυξάνουμε την ταχύτητα, λέγοντας: «Έτσι να τρέχετε βιαστικά για να κερδίσετε» (Α' Κορ. 9, 24).
Επειδή κι ο ίδιος πάντοτε με γοργότερο βήμα έτρεχε προς τα εμπρός, ξεχνώντας όσα άφηνε πίσω του. Κι όταν αγωνιζόταν ήταν ευκίνητος, γιατί διέβλεπε την επίθεση του εχθρού. Και γύρω από τη βάση ήταν ασφαλισμένος και στα χέρια οπλισμένος καλά και δεν άδειαζε το όπλο που κρατούσε στα χέρια στο κενό και στο ανύπαρκτο, αλλά χτυπούσε στα κυριότερα σημεία τον εχθρό και του κατέφερε τα πλήγματα πάνω στο ίδιο του το σώμα.
Θέλεις να μάθεις τις πυγμαχικές ικανότητες του Παύλου; Δες τα τραύματα του εχθρού, δες τις πληγές στο πρόσωπο του αντιπάλου, δες τα σημάδια του νικημένου. Ασφαλώς δε θα αγνοείς τον εχθρό που τον πολεμούσε με τη σάρκα. Αυτήν, δηλ. τη σάρκα του, την πλήγωνε με πυγμές, την ξέσχιζε με τα νύχια της εγκράτειας, νέκρωνε τα μέλη της με την πείνα και τη δίψα και το κρύο και τη γύμνωση.
Σ' αυτήν χαράσσει τα σημάδια του Κυρίου, την καταβάλλει με το τρέξιμο, αφήνοντάς την πίσω του, για να μη θολώνονται τα μάτια όταν ο εχθρός τρέχει μπροστά. Αν, λοιπόν, ο απ. Παύλος ήταν ευκίνητος και γρήγορος στους αγώνες και ο Δαβίδ (Ψαλμ. 17, 37 κ. έ.) μεγάλωνε τα βήματά του τρέχοντας εναντίον των εχθρών, και ο Νυμφίος στο Άσμα των Ασμάτων (κεφ. 2, 8-9) παρομοιάζεται με ζαρκάδι για την ευκινησία του, που πηδάει όρη και βουνά, (και αλλά πολλά παρόμοια μπορεί να πει κανείς, ανάμεσα στα οποία η ταχύτητα ως προς την κίνηση θεωρείται προτιμότερη από την πραότητα)· πώς εδώ ο Κύριος μακαρίζει την πραότητα σαν απόδειξη κάποιου κατορθώματος; Γιατί λέγει: «Μακάριοι είναι οι πραείς, γιατί αυτοί θα κληρονομήσουν τη γη». Εκείνη βέβαια τη γη που είναι γόνιμη και εύφορη για καλούς καρπούς, που τρέφει το ξύλο της ζωής, που ποτίζεται από τα πολλά νερά των πηγών των πνευματικών χαρισμάτων, στην οποία καλλιεργείται η αληθινή άμπελος της οποίας γεωργός, καθώς ακούμε (Ιωάν. 15, 1), είναι ο Πατέρας του Κυρίου.
Νομοθετεί «τον ενδεχόμενον της αρετής όρον»
3. Αλλά φαίνεται πως ο Κύριος διδάσκει το εξής: ότι είναι μεγάλη η ευκολία προς το κακό κι ότι εύκολα ρέπει προς το χειρότερο η ανθρώπινη φύση. Όπως ακριβώς συμβαίνει με τα βαριά σώματα που παραμένουν τελείως ακίνητα προς τα άνω, ενώ αν τα κυλίσεις από την κορυφή ενός ψηλού βουνού προς την πλαγιά, φέρονται προς τα κάτω με τόση βοή, επειδή το βάρος τους επαυξάνει την κίνηση και η ταχύτητα γίνεται υπερβολικά μεγάλη.
Επειδή, λοιπόν, το απότομο στο κακό είναι πράγμα δυσάρεστο, οπωσδήποτε μακάριο θα ήταν εκείνο που εννοούμε από την αντίθετη πλευρά. Κι αυτό είναι η πραότητα, δηλ. η αργή και δυσκίνητη συνήθεια για τις απότομες κινήσεις της φύσης.
Όπως ακριβώς η φωτιά κινείται με ευκολία, πάντοτε προς τα πάνω φυσικά, ενώ είναι ακίνητη προς την αντίθετη κατεύθυνση, έτσι κι η αρετή ενώ είναι γρήγορη προς τα πάνω και τα ψηλότερα και δε μειώνει ποτέ την ταχύτητα, όμως είναι δεμένη προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Επειδή, λοιπόν, πλεονάζει μέσα στη φύση μας η ταχύτητα προς τα κακά, καλώς μακαρίζεται η ηρεμία ως προς αυτά. Γιατί η ησυχία ως προς αυτά είναι απόδειξη της κίνησης προς τα πάνω. Θα ήταν όμως καλύτερα ν' αποσαφηνίσω το λόγο με τα ίδια τα παραδείγματα της ζωής. Η ροπή της διάθεσης του καθενός είναι διπλή.
Κι απαιτεί να πάει προς αυτό που νομίζει· από εδώ, προς τη σωφροσύνη, από κει προς την ακολασία. Αυτό που λέμε ξεχωριστά για κάθε είδος αρετής και κακίας, αυτό ας το εννοούμε και γενικότερα. Γιατί διχάζεται εξάπαντος ο ανθρώπινος χαρακτήρας προς τις αντίθετες τάσεις, και διαιρείται ο θυμός προς την αντίθετη επιείκεια, η περηφάνια προς τη μετριοφροσύνη, ο φθόνος προς την εύνοια, η δυσμένεια προς τα συναισθήματα της αγάπης και της ειρήνης.
Επειδή, λοιπόν, η ανθρώπινη ζωή είναι βουτηγμένη στην ύλη, γύρω δε από τα υλικά βρίσκονται τα πάθη και κάθε πάθος έχει σφοδρή και ακατανίκητη την ορμή για την εκπλήρωση της επιθυμίας, (γιατί η ύλη είναι βαριά και φέρεται προς τα κάτω), γι' αυτό ο Κύριος μακαρίζει όχι όσους ζουν χωρίς να έχουν πάθη πάνω τους, (γιατί είναι αδύνατο, να επιτευχθεί ο εντελώς άυλος και απαθής βίος μέσα στην υλική ζωή), αλλά μακαρίζει το εφικτό όριο της αρετής μέσα στην εν σαρκί ζωή, κι εννοεί την πραότητα.
Και ισχυρίζεται πως είναι αρκετή η πραότητα για τη μακαριότητα. Δε νομοθετεί την ολοκληρωτική απάθεια για τον άνθρωπο. Γιατί δε δείχνει δίκαιο νομοθέτη η επιβολή νόμων τέτοιων, που το βάρος τους είναι ασήκωτο για τη φύση. Κάτι τέτοιο θα έμοιαζε με το να μεταφέρει κάποιος τα ένυδρα ζώα στην εναέρια ζωή, ή, το αντίθετο, μέσα στο νερό, όσα ζουν στον αέρα. Αλλά ο νόμος πρέπει να είναι ανάλογος με την ατομική και τη φυσική δύναμη.
Γι' αυτό και ο μακαρισμός επιβάλλει τη μετριοφροσύνη και την πραότητα, όχι την πλήρη απάθεια. Γιατί αυτή, η πλήρης απάθεια, βρίσκεται έξω από τα όρια της φύσης, ενώ η πραότητα κατορθώνεται με την αρετή. Av ο μακαρισμός καθόριζε την αταραξία της επιθυμίας, η ευλογία αυτή θα ήταν ανώφελη κι άχρηση για τη ζωή.
Γιατί ποιος θα μπορούσε να φτάσει κάτι τέτοιο, τη στιγμή που είναι ζυμωμένος με σάρκα και αίμα; Εδώ όμως ισχυρίζεται πως είναι αξιοκατάκριτος όχι όποιος επιθυμεί κάτι συμπτωματικά, αλλά εκείνος που εκ προμελέτης σέρνει πάνω του το πάθος.
Γιατί το να γεννηθεί μέσα σου συμπτωματικά μια τέτοια επιθυμία κάποτε, πολλές φορές το προκαλεί αθέλητα η ανάμικτη με την ανθρώπινη φύση αδυναμία. Το να μην παρασυρθείς όμως από την ορμή του πάθους, σαν από άλλο χείμαρρο, αλλά να αντισταθείς σαν άνδρας σ' αυτή την επιθυμία και με τις σκέψεις να αποκρούσεις το πάθος, αυτό είναι έργο της αρετής.
Θυμός: το βδελυκτό κι ελεεινό πάθος
4. Μακάριοι, λοιπόν, δεν είναι οι ευερέθιστοι από τα εμπαθή σκιρτήματα της ψυχής, αλλά όσοι έχουν στολισθεί με το λογικό. Σ' αυτούς ο λογισμός, σαν άλλο χαλινάρι, ανακόπτει τις ορμές και δεν αφήνει την ψυχή να εκτρέπεται προς την αταξία.
Μπορεί κανείς ν' αντιληφθεί καλύτερα το λόγο για τον οποίο η πραότητα είναι μακάρια, αν τη συγκρίνει με το πάθος του θυμού. Συνήθως ένας λόγος ή μια πράξη ή μιά σκέψη από τις πιο δυσάρεστες, αναζωογονούν το πάθος και κάνουν το αίμα να βράζει στην καρδιά και ξεσηκώνουν την ψυχή για ν' αμυνθεί.
Κι όπως ακριβώς αναφέρουν οι μύθοι, ότι με τη χρήση κάποιου φαρμάκου αλλοιώνονται τα φυσικά χαρακτηριστικά σε μορφές άλογων ζώων, έτσι μπορεί να δεις ξαφνικά τον άνθρωπο να γίνεται γουρούνι, ή σκυλί, ή πάρδαλη, ή κάποιο άλλο παρόμοιο θηρίο, εξαιτίας του θυμού.
Κατακόκκινο μάτι, μαλλιά σηκωμένα και ακατάστατα, φωνή άγρια που γίνεται ακόμη πιο άγρια με τα λόγια, γλώσσα ναρκωμένη από το πάθος που δεν υπακούει στις εσωτερικές παρορμήσεις, χείλη παγωμένα, που δεν κάνουν ευδιάκριτη την ομιλία και ούτε συγκρατούν στο στόμα τον υγρό αφρό που γεννάει το πάθος, αλλά τον φτύνουν κατά τρόπον αηδιαστικό καθώς μιλούν.
Τέτοια τα χέρια, τέτοια τα πόδια, τέτοια όλη η κατάσταση του σώματος, αφού καθένα από τα μέλη βοηθάει στην έξαψη του πάθους. Αν, λοιπόν, ο θυμώδης είναι όπως τον περιγράψαμε, ο δε άλλος που αποβλέπει στον μακαρισμό, κατεβάζει τον πυρετό, γαληνεύοντας το βλέμμα και ηρεμώντας τη φωνή, με τις σκέψεις, και σαν άλλος γιατρός θεραπεύει με επιδεξιότητα εκείνον που ασχημονεί μανιασμένος, μήπως και συ κάνοντας τη σύγκριση τούτου με κείνον, δε θα παραδεχτείς πως εκείνος είναι αξιολύπητος και άξιος αποστροφής, ενώ ο πράος είναι μακάριος, που δεν αλλοίωσε κι αυτός την ευπρέπεια προς την κακία του άλλου;
Η κόρη κι η μάνα
5. Και ότι ο Κύριος αποβλέπει κυρίως στο πάθος του θυμού, με όσα λέγει γίνεται φανερό από το γεγονός ότι αμέσως μετά την ταπεινοφροσύνη νομοθετεί για μας την πραότητα. Γιατί φαίνεται πως η μια αρετή συγγενεύει με την άλλη, και το ταπεινό φρόνημα, σαν άλλη μάνα, είναι αυτό που γεννάει τον πράο χαρακτήρα.
Γιατί αν αποβάλεις την περηφάνια από το χαρακτήρα, δε βρίσκει τόπο για ν' αναπτυχθεί μέσα σου το πάθος του θυμού. Γιατί αιτία της αρρώστιας αυτής, για όσους οργίζονται, είναι η αυθάδεια κι η περιφρόνηση.
Αλλά η περιφρόνηση δε θίγει εκείνον, που έχει διαπαιδαγωγήσει τον εαυτό του στην ταπεινοφροσύνη. Γιατί, αν κάποιος είχε καθαρό το νου του από την ανθρώπινη ψευτιά, θα μπορούσε να ιδεί την ασημότητα της φύσης που έλαβε σαν κλήρο να φέρει πάνω του, από που ξεκινάει η υπόσταση που πήρε και σε ποιό τέρμα κατευθύνεται η σύντομη και θνητή αυτή εδώ ζωή.
Θα μπορούσε ακόμη να δει και τη βρωμιά τη ζυμωμένη με τη σάρκα, και τη φτώχεια της φύσης, επειδή δεν είναι αυτάρκης η ίδια για τη συντήρησή της, αν δεν συμπληρώσει τις ελλείψεις με τη δυναμική υπεροχή των αλόγων ζώων.
Κοντά σ' αυτά, πρέπει να προσθέσουμε και τις λύπες και τα πένθη και τις δοκιμασίες και τις πολύμορφες και παντοειδείς ασθένειες, στις οποίες υπόκειται η ανθρώπινη ζωή. Κι απ' αυτές κανείς δεν είναι από τη φύση απαλλαγμένος κι ελεύθερος.
Βλέποντας αυτά προσεκτικά με καθαρισμένο το μάτι της ψυχής, δε θα αγανακτούσε εύκολα από τις παραλείψεις, σχετικά με την απόδοση τιμών. Αντίθετα μάλιστα, θα θεωρούσε ψευτιά την τιμή, που του αποδίδει ο άλλος για κάτι, επειδή δεν υπάρχει για μας μέσα στη φύση κάτι παρόμοιο, που να μπορεί να έχει σχέση με το πολύτιμο, παρά μόνο η ψυχή, της οποίας η τιμή δεν έγκειται σ' αυτά που επιζητούν oι άνθρωποι σ' αυτό τον κόσμο.
Γιατί το να περηφανεύεσαι για τον πλούτο, ή να καμαρώνεις για την καταγωγή σου, ή να αποβλέπεις στη δόξα, ή το να νομίζεις πως είσαι ανώτερος από τους άλλους, πράγματα με τα οποία συμπληρώνονται οι ανθρώπινες αξίες, είναι αφαίρεση της ψυχικής αξίας και καταλήγουν στη ντροπή.
Γιατί ο λογικός άνθρωπος δε θα προτιμούσε για κάτι τέτοιο να κατασπιλώνει την καθαρότητα της ψυχής. Το να σκέπτεσαι όμως έτσι, ότι δηλ. η τιμή δε βρίσκεται στα πράγματα του κόσμου, δεν είναι τίποτε άλλο, από το να βρίσκεσαι σε κατάσταση βαθιάς ταπεινοφροσύνης, που όταν την πετύχεις με κανένα τρόπο δεν μπορεί να μπεί στην ψυχή σου ο θυμός.
Κι όταν ο θυμός απουσιάζει, πετυχαίνεται η ήρεμη και ήσυχη ζωή, που δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η πραότητα, της οποίας το τέλος είναι η μακαριότητα κι η κληρονομία της γης των ουρανών, εν Χριστώ Ιησού. Σ' Αυτόν ανήκει η δόξα κι η εξουσία στους αιώνες των αιώνων. Αμήν.