Δευτέρα 5 Αυγούστου 2019

Ὅταν.. ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε...οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα)


"  Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ…), ἀπαγορευμένη προσθήκη τοῦ Παπισμοῦ στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα), καθώς και τρείς Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Παραμυθίας Παύλος και ο Ελευθερουπόλως Αμβρόσιος..."





Ο ΜΕΓΑΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΗΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΥΡΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ (ΜΕΡΟΣ Γ΄)
Εν Πειραιεί   5-6-2013
Πρωτοπρεσβ. π. Άγγελος Αγγελακόπουλοςεφημέριος Ι. Ν. Αγίας Παρασκευής Καλλιπόλεως Πειραιώς
ΣΤ) «Επίθεση αγάπης» και διγλωσσία του Βατικανού
Αυτή η ακατάσχετη αγαπολογία θα κυριαρχήσει στον «διάλογο» με τους Παπικούς. Η «επίθεση της αγάπης» είναι μία τακτική, που θα εφαρμόσει συστηματικά και το Βατικανό. Από τα μέσα του 20ου αιώνα το Βατικανό εγκαταλείπει φαινομενικά την παλαιά τακτική του για απαίτηση προσχωρήσεως στον Παπισμό των «αιρετικών ορθοδόξων».

Οι νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες δεν προσφέρονται πλέον για εχθρικές αντιπαραθέσεις και πολεμικό κλίμα και το Βατικανό σπεύδει να προσαρμοστεί παραλλάσσοντας την επικοινωνιακή του πολιτική. Ξεκινά, έτσι, την «επίθεση στα νώτα», κατά τον μακαριστό π. Ιωάννη Ρωμανίδη, επίδειξη φιλίας και αγάπης, οικουμενικά ανοίγματα και διάλογος, χωρίς καμμία ουσιαστική αλλαγή στους στόχους και τις μεθόδους.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι ταυτόχρονα με το «Διάταγμα περί Οικουμενισμού», πού τόσο έχει προπαγανδισθεί και από Παπικής και από Ορθοδόξου πλευράς, η Β΄ Βατικανή Σύνοδος εξέδωσε, επίσης, το αντίστοιχο «Διάταγμα για τις Ανατολικές Καθολικές Εκκλησίες», τίς ουνιτικές δηλαδή, τις οποίες αναγνωρίζει και προασπίζεται με κάθε επισημότητα.
Η επιμονή του Βατικανού στην Ουνία, την πιο επαίσχυντη δηλαδή μορφή προσηλυτισμού και πολεμικής κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αποκαλύπτει τόσο το αληθινό του πρόσωπο όσο και τον βαθμό της διγλωσσίας, με την οποία δεν παύει να συμπεριφέρεται έναντι των Ορθοδόξων.
Αποκαλύπτει, όμως, και την διγλωσσία των Ορθοδόξων οικουμενιστών, που εθελοτυφλούν μπροστά στην πραγματικότητα, που αντιλαμβάνονται επιλεκτικά τις διαθέσεις του Βατικανού, που εκλαμβάνουν κατά το δοκούν τις κινήσεις και τις αποφάσεις του. Τώρα κατανοεί κανείς πόσο προδοτική της πίστεως ενέργεια υπήρξε η επίσκεψη (10/13-10-2012) του Οικ. Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στο Βατικανό για να συμπροσευχηθεί, να εορτάσει και να ομιλήσει για τα 50 χρόνια συμπληρώσεως της Β΄ Βατικανής Συνόδου. Ουσιαστικά και τυπικά αποδέχεται πλήρως τα διατάγματα περί Οικουμενισμού, Ουνίας και διαθρησκευτικού συγκρητισμού.
Επειδή, όμως, κάποιοι αγνοούν σκοπίμως ίσως τις αποφάσεις της Β΄ Βατικάνειας Συνόδου και πόσο σημαντική υπήρξε αυτή για το μέλλον του Παπισμού αλλά και της παναίρεσης του Οικουμενισμού, μεταφέρουμε εδώ ένα μικρό μόνο απόσπασμα από το βιβλίο του αιδεσ. πρωτοπρεσβ. π. Θεοδώρου Ζήση «Διαθρησκειακές συναντήσεις, Άρνησις του Ευαγγελίου και προσβολή των Αγίων Μαρτύρων». Στο απόσπασμα αυτό μπορεί κανείς να αντιληφθεί πόσο μεγάλη ώθηση έδωσε η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού στη διαθρηκειακή «κατανόηση» ή καλύτερα στην πανθρησκειακή ενότητα και επομένως ποιο βαθύτερο νόημα μπορεί να έχει η τωρινή συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριάρχη στους εορτασμούς για τη Σύνοδο αυτή. Στο κεφάλαιο «έχουν οι θρησκείες τον ίδιο Θεό και κοινές ηθικές αξίες»; σημειώνει :
«Ας δούμε τώρα μία από τις θεμελιακές θέσεις, που προβάλλουν όσοι οργανώνουν, συμμετέχουν, και υποστηρίζουν τις διαθρησκειακές συναντήσεις και τους διαθρησκειακούς διάλογους. Σύμφωνα με αυτή, σε όλες τις θρησκείες υπάρχουν θετικά στοιχεία. Οι τρεις μάλιστα μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες, ο Χριστιανισμός, ο Ιουδαϊσμός και το Ισλάμ πιστεύουν στον ίδιο Θεό. Αυτό διακηρύσσεται urbi et orbi. Άρχισε να καλλιεργείται και να διδάσκεται από τη Β' Βατικάνειο Σύνοδο (1962-1965) (Γράφει η σύνοδος στη διακήρυξη Nostra Aetate, για τις σχέσεις της Εκκλησίας προς τις μη χριστιανικές κοινότητες: «Με εκτίμηση ατενίζει η Εκκλησία και τους Μουσουλμάνους, οι οποίοι λατρεύουν τον ένα και μοναδικό Θεό, τον ζώντα..., τον εύσπλαχνο και παντοδύναμο, τον δημιουργό ουρανού και γης, που μίλησε στους ανθρώπους. Αυτοί προσπαθούν να υποταχθούν μ’ όλη τους την ψυχή ακόμη και στις κρυμμένες Του βουλές, όπως είχε υποταχθεί στο Θεό και ο Αβραάμ, στον οποίο ευχαρίστως αναφέρεται η ισλαμική πίστη. Τον Ιησού, μολονότι δεν τον αναγνωρίζουν ως Θεό, τον σέβονται ως προφήτη, και τιμούν την μητέρα του Παρθένο Μαρία, την οποία και επικαλούνται κάποτε με ευλάβεια. Επίπλέον περιμένουν την ημέρα της κρίσης, για την οποία ο Θεός θα αναστήσει όλους τους ανθρώπους και θα τους ανταποδώσει. Γι’ αυτό αποδίδουν σημασία στη ηθική στάση ζωής και εκφράζουν το σεβασμό τους στο Θεό ιδιαίτερα με προσευχή, ελεημοσύνη και νηστεία»[1]), να προωθείται δε και να εφαρμόζεται από τον πάπα Ιωάννη Παύλο Β', ο οποίος ετόλμησε πριν από είκοσι έξι χρόνια, στην Ασίζη πάλι (1986), στην Α' εν Ασίζη πανθρησκειακή σύνοδο, να συγκαλέσει την πρώτη πανθρησκειακή συνάντηση, όπου συμπροσευχήθηκαν στον ίδιο ψεύτικο Θεό όλοι οι εκεί συμπαραστάντες ετερόθρησκοι και ετερόδοξοι. Το Βατικανό και τον πάπα ακολούθησαν στη συνέχεια το λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο «Εκκλησιών»[2] και δικοί μας εκκλησιαστικοί ηγέτες. Φθάσαμε στο σημείο να εκδίδουμε γραμματόσημα, πάνω στα οποία παρίστανται καθήμενοι, κατά τον τύπο της Αγίας Τριάδος στη φιλοξενία του Αβραάμ, ένας Χριστιανός κληρικός, ένας Εβραίος ραβίνος, και ένας Μουσουλμάνος χότζας, η νέα αυτή βλάσφημη πανθρησκειακή τριάδα, όπως επίσης και στο να προσφέρουμε ως δώρο σε κοινή καλαίσθητα εκτυπωμένη κασετίνα τα τρία «Ιερά» βιβλία, την εβραϊκή Βίβλο, το Ευαγγέλιο και το Κοράνιο. Αυτό αποτελεί μείξιν άμικτον, και κοινωνίαν του φωτός προς το σκότος. Γιατί όχι μόνον ως προς το Κοράνιο, άλλα και ως προς την εβραϊκή Βίβλο, αν αυτή ιδωθεί και ερμηνευθεί χωρίς Χριστό, υπό το φως όχι του Ευαγγελίου, αλλά της παραδόσεως των Γραμματέων και Φαρισαίων, που εσταύρωσαν τον Χριστό, ανήκει και αυτή στο σκότος, εφαρμόζονται και σ' αυτήν τα αυστηρά «ουαί», που είπε ο Χριστός προς τους Εβραίους νομοδιδασκάλους, οι οποίοι ενώ προς αυτούς πρώτα ήλθε το φως, εν τούτοις παρέμειναν στο σκοτάδι. «Εις τα ίδια ήλθε, και οι ίδιοι αυτόν ου παρέλαβαν... και το φως εν τη σκοτία φαίνει, και η σκοτία αυτό ου κατέλαβεν»[3].
 
Αυτή, λοιπόν, η διγλωσσία, από ορθοδόξου πλευράς, παρακολουθεί κατά έναν παράδοξο τρόπο, αλλά με συνέπεια, την ανάλογη του Βατικανού : αυστηρή ορθόδοξη στάση στο «εσωτερικό» και διαδοχικές υποχωρήσεις έναντι των Παπικών.
Θα πρέπει να γνωρίζουν οι Οικουμενιστές ότι για την Ορθόδοξη Εκκλησία δεν υπάρχουν πολλά μοντέλα και σχήματα επανενώσεως, ούτε ισχύει η ένωση τύπου Ουνίας (ουνιτική ένωση), που θέλει να επιβάλλει ο Παπισμός, σύμφωνα με την οποία κάθε «ομολογία» θα κρατήσει τα όποια δικά της εκκλησιαστικά ήθη και έθιμα, δεν θα αλλάξει τίποτα, μόνο που θα πρέπει να αναγνωρίσει το οικουμενικό πρωτείο εξουσίας του Πάπα και να τον μνημονεύει στα δίπτυχα και τις ακολουθίες. Για την Ορθόδοξη Εκκλησία υφίσταται μονάχα ένα και αποκλειστικό μοντέλο και σχήμα επανενώσεως των αιρετικών με την Καθολική Ορθόδοξο Εκκλησία, το οποίο δεν είναι άλλο από την μετάνοια των αιρετικών, την επίσημη αποκήρυξη των αιρέσεων και των πλανών τους, την δημόσια ομολογία της Ορθοδόξου πίστεως καθ’ολοκληρίαν και την επιστροφή τους στην Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Ορθόδοξο Εκκλησία.
Ζ) Η έναρξη του Θεολογικού Διαλόγου
Οι Οικουμενιστές παρασιωπούν τις μυστικές συμφωνίες Ρώμης-Φαναρίου για την επίτευξη της ενώσεως, παρά τις υπάρχουσες δογματικές διαφορές, όπως αυτές απεκαλύφθησαν εκ των υστέρων. Προς τον σκοπόν αυτόν εξεπονήθη ένα καλά μελετημένο σχέδιο του Βατικανού, το οποίο σταδιακά εφαρμόζεται σε στενή συνεργασία με τους Οικουμενιστές του Φαναρίου, μέχρις ότου πραγματοποιηθεί η τελεία ένωση Ορθοδοξίας και Παπισμού, η οποία θα είναι κατά τα πρότυπα των Ουνιτικών Εκκλησιών της Ανατολικής Ευρώπης. Το σχέδιο αυτό αποκαλύπτουν εκκλησιαστικές προσωπικότητες, που έλαβαν μέρος σε Διαχριστιανικούς Διαλόγους και ασχολήθηκαν εις βάθος με αυτούς. Ένας εξ αυτών ο μακαριστός καθηγητής Ιωάννης Καρμίρης παρατηρεί: «Ο Πάπας Παύλος ο ΣΤ΄ και οι περί αυτόν Ρωμαιοκαθολικοί θεολόγοι εξεπόνησαν εν καλώς μελετηθέν ευρύτατον πρόγραμμα ρωμαιοκεντρικού Οικουμενισμού, σύμφωνον προς την Λατινικήν Εκκλησιολογίαν»[4]. Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης επιβεβαιώνει την ίδια πραγματικότητα : Εκείνοι (οι Λατινόφρονες) «εσχεδίασαν και εχάλκευσαν με κρυφές συμφωνίες την ένωση, χωρίς να ενημερώνουν όλα τα μέλη της αντιπροσωπείας, για να μην υπάρχουν αντιδράσεις, όπως δεν ενημερώνεται σήμερα ο πιστός λαός και δεν αντιλαμβάνεται γι’ αυτό, ότι η ένωση γίνεται ήδη σταδιακά, έχει προχωρήσει ουσιαστικά με συμπροσευχές, συλλεί-τουργα και αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση, εις τρόπον ώστε το κοινό Ποτήριο, όταν έλθη επισήμως, να αποτελεί απλώς μία επισφράγιση και επικύρωση της γενομένης ήδη ενώσεως»[5]. Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Γεώργιος Μεταλληνός σε πλήρη συμφωνία με τους παραπάνω παρατηρεί: «Από τον Πατριάρχη Αθηναγόρα, πεπεισμένο κήρυκα αυτής της πορείας, με τις Πανορθόδοξες Διασκέψεις της Ρόδου (1961 και 1963) και μια σειρά προσωπικών του ενεργειών (όπως η περίφημη συνάντησή του με τον Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ στα Ιεροσόλυμα το 1964) και παρά τις αντιδράσεις κυρίως του Αθηνών Χρυσοστόμου Β΄, το καθορισμένο σε συνεργασία με το Βατικανό σχέδιο, προωθήθηκε και επεβλήθη, οδηγώντας στην κατάσταση των ημερών μας»[6]. Ο αγωνιστής και μαχητικός ιεράρχης αείμνηστος Μητροπολίτης Φλωρίνης κυρός Αυγουστίνος Καντιώτης επισημαίνει: «Η ένωσις, η ψευδοένωσις, έχει αποφασισθή. Έχει αποφασισθή εις μυστικά διαβούλια Ανατολής και Δύσεως, διαβούλια πολιτικής, οικονομικής και θρησκευτικής φύσεως, ων εγκέφαλος ο Πάπας! ...Συντελείται εις βάθος και έκταση προδοσία, την οποίαν δεν δυνάμεθα να φαντασθώμεν»[7]! Ο Μητροπολίτης Περιστερίου κ. Χρυσόστομος επισημαίνει ότι «οι αδελφοί Ρωμαιοκαθολικοί εμμέσως ή αμέσως αφήνουσι να εννοηθεί, ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία δύναται να ενωθεί μετά της Ρωμαιοκαθολικής δι’ ενός είδους ενώσεως ομοίου ή παραλλήλου προς εκείνο το οποίον υφίσταται μεταξύ αυτής και των εκκλησιαστικών ομάδων των Ουνιτών»[8].
Εάν λάβουμε υπ’ όψιν μας τα όσα ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας απεκάλυψε τον Αύγουστο του 1971: «το ’65 εσηκώσαμεν το σχίσμα, εις την Ρώμην και εδώ, με αντιπροσώπους μας εκεί και αντιπροσώπους εκείθεν εδώ…»[9], αλλά και την πλήρη ευθυγράμμιση των διαδόχων του, Δημητρίου και Βαρθολομαίου, με την γραμμή, που αυτός εχάραξε, συμπεραίνουμε ότι, τουλάχιστον για το Φανάρι, σχίσμα πλέον δεν υφίσταται και η ένωση των Εκκλησιών ήδη έγινε, αλλά δεν είναι ακόμη ‘τελεία’»[10]. Τελεία ένωση θα γίνει όταν θα φθάσουμε πλέον στο κοινό Ποτήριο. Πρώτο βήμα προς την ένωση αυτή υπήρξε η άρση των αναθεμάτων μεταξύ Ρώμης και Φαναρίου το Δεκέμβριο του 1965. Επακολούθησε η πλήρης αμοιβαία εκκλησιαστική αναγνώριση Ορθοδοξίας και Παπισμού ως «Αδελφών Εκκλησιών» το 1993 στο Balamand. Εκείνο τώρα που απομένει είναι η αποδοχή αυτής της συμφωνηθείσης ενώσεως από τον πιστό λαό του Θεού, εφ’ όσον επιλυθεί το ακανθώδες θέμα του Πρωτείου.
Η καθιέρωση του «Διαλόγου της Αγάπης», μιας μακράς δηλαδή περιόδου από το 1965 έως το 1980, που προηγήθηκε του Θεολογικού Διαλόγου, εντάσσεται μέσα στο άριστα μελετημένο σχέδιο που εκπονήθηκε από τους αρχιτέκτονες της ενώσεως Πάπα Παύλο τον ΣΤ΄ και τον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα κατά την συνάντησή τους στα Ιεροσόλυμα, τον Δεκέμβριο του 1964. Ο «Διάλογος της Αγάπης αποσκοπούσε στην κατάλληλη ψυχολογική προετοιμασία με την δημιουργία κλίματος καλών σχέσεων και φιλίας. Επινοήθηκε ακόμη η παροχή οικονομικών ενισχύσεων προς τους Ορθοδόξους, με υπερτονισμό της αγάπης και παραμερισμό της σημασίας των δογματικών αληθειών της πίστεως… ώστε να αποδυναμωθεί κάθε διάθεση μαρτυρίας και ομολογίας. Επινοήθηκαν επίσης οι ανταλλαγές επισκέψεων των προκαθημένων Ρώμης και Φαναρίου, οι επιστροφές αγίων λειψάνων από την πλευρά του Βατικανού ως ένδειξη φιλίας προς τους Ορθοδόξους, οι συμπροσευχές και κοινές διακηρύξεις περί ‘αδελφών Εκκλησιών’, για την δημιουργία ψεύτικων εντυπώσεων και τετελεσμένων γεγονότων»[11].
Μεθοδεύτηκε η έναρξη του θεολογικού διαλόγου, όχι από τα διαιρούντα αλλά από τα ενούντα, κάτι ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, ενώ παράλληλα καλλιεργήθηκε το πνεύμα της «αμοιβαίας αναγνωρίσεως» για την δημιουργία ψευδαισθήσεων ενότητος και ταυτότητος πίστεως. Το πνεύμα αυτό μόλις διακρίνεται στα πρώτα κείμενα της Μικτής Επιτροπής, για να φανεί πλέον ξεκάθαρα και με κάθε επισημότητα στο κοινό κείμενο της Ζ΄ Συνελεύσεως του Balamand. Με το κείμενο αυτό Παπικοί και «Ορθόδοξοι» Οικουμενιστές, κάνοντας ένα θεαματικό άλμα και παρακάμπτοντας πλήθος αιρετικών διδασκαλιών του Παπισμού, φθάνουν ξαφνικά στο σημείο να αναγνωρίσουν αλλήλους ως πλήρεις και αληθείς «αδελφές Εκκλησίες», με έγκυρα μυστήρια, με ταυτότητα πίστεως, με αποστολική διαδοχή και διά τούτο «από κοινού υπευθύνους διά την τήρησιν της Εκκλησίας του Θεού εν τη πιστότητι προς την θείαν οικονομίαν, ιδιαίτατα ως προς την ενότητα» (παράγρ. 13 και 14), πράγμα που συνιστά πραγματική προδοσία της Ορθοδόξου πίστεως.[12]
Αυτή η τακτική των ορθοδόξων οικουμενιστών διατρέχει, από το ξεκίνημα ακόμη, όλη την πορεία του Θεολογικού Διαλόγου με τους Ρωμαιοκαθολικούς, που αρχίζει επισήμως από το 1980.
Από τις αρχές ακόμη της δεκαετίας του 1960 είχαν ξεκινήσει οι διεργασίες για την προετοιμασία και την έναρξη αυτού του διαλόγου. Στην φάση εκείνη επελέγη ως προσφορότερος ο «διάλογος της αγάπης», για να προλειάνει το έδαφος στην επίσημη προσέγγιση Ορθοδόξων και Παπικών. Η μέθοδος, άλλωστε, της «ψυχολογικής προετοιμασίας», που προαναφέραμε, δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ.
Το 1961 ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας συγκαλεί στην Ρόδο την Πρώτη Πανορθόδοξη Διάσκεψη και θέτει μεταξύ των θεμάτων της και την έναρξη του επίσημου θεολογικού διαλόγου με τους Παπικούς. Η Διάσκεψη προτείνει την «καλλιέργειαν σχέσεων εν τω πνεύματι της κατά Χριστόν αγάπης, λαμβανομένων ιδία υπ’ όψιν των υπό της πατριαρχικής εγκυκλίου του 1920 προβλεπομένων σημείων»[13].  Αυτό, όμως, που τονίζεται είναι ότι δεν θα πρέπει να παραβλέπονται οι βασικές διαφορές στην πίστη και την διοίκηση. Επίσης, με κατηγορηματικό τρόπο δηλωνόταν η ανάγκη τερματισμού της θλιβερής τακτικής του προσηλυτισμού και της Ουνίας.
Η επιμονή του Βατικανού στην Ουνία ήταν και ο λόγος που η Α΄ Πανορθόδοξη Διάσκεψη αποφάσισε να μην αποστείλει παρατηρητές στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο, που θα ξεκινούσε λίγα χρόνια αργότερα τις εργασίες της.
Η) Η ανατροπή των πανορθοδόξων αποφάσεων
Οι πανορθόδοξες αυτές αποφάσεις έμελλε, πολύ σύντομα, να ανατραπούν με πρωτοβουλία του Φαναρίου και του Βατικανού. Χωρίς την παραμικρή αλλαγή της στάσεως του Βατικανού στο ζήτημα της Ουνίας, που ήταν και η αιτία για την απόφαση να μην αποσταλούν ορθόδοξοι παρατηρητές στην Β΄ Βατικανή Σύνοδο, το Οικουμενικό Πατριαρχείο επιδιώκει παρά ταύτα την αποστολή παρατηρητών στο Βατικανό και την επίσημη έναρξη του θεολογικού διαλόγου μεταξύ Ορθοδόξων και Παπικών.
Συγκαλεί για τον σκοπό αυτό εσπευσμένα (στις αρχές Σεπτεμβρίου 1963) την δεύτερη Πανορθόδοξη Διάσκεψη της Ρόδου και μάλιστα σε διάστημα λίγων μόνο ημερών, χωρίς την ελάχιστη προετοιμασία, χωρίς την προηγούμενη επιλογή της θεματολογίας και παραβιάζοντας κάθε σχετική κανονική διαδικασία.
Εκτός από τις παραπάνω αντικανονικές ενέργειες, ο Πατριάρχης κυρός Αθηναγόρας προέβη και σε άλλες βλάσφημες δηλώσεις :
- «Ὅλοι οἱ Χριστιανοί πιστεύουν στό ἴδιο βάπτισμα διά τοῦ ὁποίου ὅλοι ἔχουν γίνει μέλη τοῦ  Σώματός του, τῆς Ἐκκλησίας»[14].
-  « Ἀπατώμ εθα   καί  ἁμαρτάνομεν  (ἔλεγε),  ἐάν    νομίζωμεν,  ὅτι   ἡ  Ὀρθόδοξος  πίστις  κατῆλθεν  ἐξοὐρανοῦ  καί  ὅτι  τά  ἄλλα  δόγματα  εἶναι  ἀνάξια.  Τριακόσια  ἑκατομμύρια  ἀνθρώπων  ἐξέλεξαν  τόν Μουσουλμανισμόν  διά  νά  φθάσουν  εἰς  τον  Θεόν  των  καί  ἄλλαι  ἑκατοντάδες  ἑκατομμυρίων  εἶναι  Διαμαρτυρόμενοι,  Καθολικοί,  Βουδισταί.  Σκοπός  κάθε  θρη σκείας  εἶναι  νά  βελτιώσῃ  τόν ἄνθρωπον»[15].
 
- «Εἰς την κίνησιν  πρός  τήν  ἕνωσιν,  δέν  πρόκειται  ἡ  μία  Ἐκκλησία  νά  βαδίσῃ  πρός  τήν  ἄλλην, ἀλλ ’ ὅλαι  ὁμοῦ  νά   ἐπανιδρύσωμεν  τήν   Μίαν,   Ἁγίαν,   Καθολικήν    καί     Ἀποστολικήν     Ἐκκλησίαν,      ἐν            συνυπάρξει                       εἰς        τήν      Ἀνατολήν     καί       τήν     Δύσιν,        ὅπως        ἐζῶμεν      μέχρι  τοῦ  1054,  παρά  καί  τάς   τότε   ὑφισταμένας    Θεολογικάς      διαφοράς »[16].
 
- «Ὁ  α ἰ ώ ν  τ ο ῦ  δ ό γ μ α τ ο ς  π α ρ ῆ λ θ ε»[17].
 
- «Καλούμεθα ν’ ἀπαλλαγῶμεν τοῦ  π λ έ γ μ α τ ο ς  τ ῆ ς  π ο λ ε μ ι κ ῆ ς  κ α ί  τ ῆ ς  ἀ ν τ ι ρ ρ ή σ ε ω ς   ἐ ν  τ ῇ  Θ ε ο λ ο γ ί ᾳ κ α ί  ν ά  ἐ φ ο δ ι ά σ ω μ ε  α ὐ τ ή ν  δ ι ά  τ ο ῦ  π ν ε ύ μ α τ ο ς   τ ῆ ς  ζ η τ ή σ ε ω ς  κ α ί  τ ῆ ς  δ ι α τ υ π ώ σ ε ω ς  τ ῆ ς  ἀ λ η θ ε ί α ς  ἐν τ ῇ    ἀ γ ά π ῃ  καί τῇ ὑπομονῇ. Ὁ Χριστιανισμός ἔχει ἀνάγκη σήμερον μ ι ᾶ ς  Θ ε ο λ ο γ ί α ς  τ ῆ ς  κ α τ α λ λ α γ ῆ ς»[18].
 
Ο μακαριστός πανοσιολογιώτατος αρχιμανδρίτης π. Μάρκος Μανώλης καταθέτει τα εξής : «Δυστυχῶς, ὑπῆρχε πολύ τό μεμπτό καί ἀπαγορευτικό, τό ἴδιο τό πρόσωπο τοῦ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα, ὁ ὁποῖος ἤδη ὡς Ἀρχιεπίσκοπος Ἀμερικῆς καί μάλιστα ὡς Κωνσταντινουπόλεως εἶχε παραβῆ καί «ὑβρίσει» τούς Ἱ. Κανόνες, τά Ἱ. Δόγματα καί τίς Ἱ. Παραδόσεις τῆς Ἁγίας Ὀρθοδοξίας μας! Καί αὐτά, ὄχι μόνο μέ δηλώσεις του, ἀλλά καί μέ συγκεκριμένες παραβατικές ἐνέργειές του. Τά εἶχε σχεδόν ἰσοπεδώσει ὅλα, πορευόμενος «ἀγαλλομένῳ ποδί» (=χοροπηδώντας!), ὡς ἀρχιοικουμενιστής, καί μάλιστα φιλοπαπικός καί φιλενωτικός μέ τόν Παπισμό καί τόν Προτεσταντισμό!
Ἐκτός ὅμως ἀπό τά οἰκουμενιστικά καί αἱρετικά του δρώμενα στην Ἀμερική, ἀλλά καί στήν Κωνσταντινούπολη (ἀπό τό 1948 ἕως τό 1965), τό 1965 μονομερῶς, μόνος του, ἐρήμην τῶν λοιπῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν, ἔκαμε τή λεγομένη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων» τῆς Ὀρθοδοξίας κατά τοῦ Παπισμοῦ, χωρὶς ὁ Παπισμὸς νὰ ἀλλάξει καὶ διορθώσει τίποτε ἀπὸ τὸν ἑσμὸ καὶ ὁρμαθὸ τῶν αἱρέσεών του. Ἐνῶ μνημονεύοντας τον Πάπα Παῦλο Α´ ἔκαμε μαζί του καί κοινή-«ἀδελφική» συνάντηση στα Ἱεροσόλυμα, γιά πρώτη φορά μετά τό Σχίσμα τοῦ 1054! Ἀλλά καί μόνο γιά τά πρίν ἀπό τήν ἀντικανονικότατη «ἄρση τῶν Ἀναθεμάτων…» τοῦ 1965 καί τή συνάντησή του μέ τόν Πάπα, ὁ ὄντως Ὀρθόδοξος Ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Β´ (Χατζησταύρου) εἶχε δηλώσει καί ἔγραψε στά «Πεπραγμένα» του (τόμ. Β´…, Ἀθῆναι 1964, σ. 197): «Ὁ Ἀθηναγόρας Α´ οὐδέν πρεσβεύει, εἰς οὐδέν πιστεύει, εἰ μή μόνῳ ἑαυτῷ δουλεύει καί τήν ἀπαθανάτισιν τοῦ ὀνόματός του ἐπιδιώκει, ἔστω, κατά Ἡρόστρατον, διά τῆς καταστροφῆς τῆς Ἐκκλησίας»[19]!
Ὅταν μάλιστα ὁ Ἀθηναγόρας τό 1970 ἀποδέχθηκε ἀκόμη καί τό αἱρετικότατο Φιλιόκβε (Filioque= καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ…), ἀπαγορευμένη προσθήκη τοῦ Παπισμοῦ στό ἱερό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὡς δῆθεν «θεολογούμενο», δήλωση γιά τήν ὁποία οἱ περισσότερες Ἱ. Μονές τοῦ Ἁγίου Ὄρους διέκοψαν τό «μνημόσυνό» του (μάλιστα καί ὁ μακαρ. Γέροντας Παΐσιος στήν Ἱ. Μ. Σταυρονικήτα), καθώς και τρείς Ιεράρχες της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Φλωρίνης Αυγουστίνος Καντιώτης, ο Παραμυθίας Παύλος και ο Ελευθερουπόλως Αμβρόσιος, ὁ μακαρ. π. Μᾶρκος Μανώλης ἔδινε μάχες διά μέσου τοῦ «Ὀρθοδόξου Τύπου». Ἐγνώριζε, ἀποδοκίμαζε καί ἐκαυτηρίαζε τά προηγούμενα ἀθηναγορικά… ἀπόβλητα»[20].
Ο ομότιμος καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, αιδεσιμολογιώτατος πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης επισημαίνει : «Ὁ πατριάρχης Ἀθηναγόρας ἀναγνωρίζει πρωτεῖο στόν Πάπα Παῦλο τόν Β΄, χωρίς μετάνοια καί ἀποκήρυξη τῶν πλανῶν… Τόν κατατάσσει εὐθύς μετά τόν ὁμώνυμό του ἀπόστολο Παῦλο καί ὡς ἕνα ἀπό τους μεγαλύτερους πάπες τῆς ἱστορίας. Ἡ αἵρεση τοῦ Filioque γιά τόν Ἀθηναγόρα δέν ἀποτελεῖ ἐμπόδιο γιά την ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν. Ἡ ἀντιρρητική θεολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων δεν χρειάζεται στούς καιρούς μας.  Ἐπί λέξει εἶπε: «Τί μελάνι χύθηκε καί τι μῖσος γιά τό Filioque! Ἦλθεν ἡ ἀγάπη καί ὅλα ὑποχωροῦν στό πέρασμά της» .
Δύο ἀπό τούς πιό στενούς καί πιο ἀγαπητούς συνεργάτες του εἶπαν φοβερά πράγματα, καί ἀπορεῖ κανείς πώς οὔτε ἡ σύνοδος τοῦ Φαναρίου οὔτε καμμία ἄλλη ὀρθόδοξος σύνοδος ἀσχολήθηκε μέ αὐτούς. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Θυατείρων καί Μ. Βρεττανίας Ἀθηναγόρας (Κοκκινάκης) χαρακτήρισε τούς ἱερούς κανόνες τῶν Ἁγίων Πατέρων ὡς «ἀνθρώπινα ἐντάλματα καί σχήματα ἀνοησιῶν καί μίσους». Ὁ ἴδιος εἶπε: «Ποῖον τό κριτήριον διά τοῦ ὁποίου θά ἀποδειχθῆ ἡ διεκδικουμένη ἀποκλειστικότης τῆς ἀληθείας; Ὅ,τι και νά λέγωμεν, τό γεγονός παραμένει ὅτι ὡς διηρημένη ἡ Ἐκκλησία δεν εἶναι δυνατόν νά εἶναι ὑγιής, ἀλλά πληγωμένη, καί τό μέρος οὐδέποτε εἶναι δυνατόν νά διεκδικήση ἐν ἀληθείᾳ τό ὅλον. Μήτε ὁ πλοῦτος μήτε ἡ ἐπαναλαμβανομένη λόγοις καί ἐπιχειρήμασι ἀκεραιότης τῆς διδασκαλίας, μήτε τά σχήματα τῆς παραδοσιακῆς συντηρητικότητος ὠφελοῦν, μήτε καί ἐνδυναμώνουν τούς ἰσχυρισμούς τούς διεκδικοῦντας τήν ἀποκλειστικότητα. Γνωρίζω τήν διδασκαλίαν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ καί τάς θέσεις τῶν νεωτέρων θεολόγων τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά ταῦτα εἶναι βουλαί καί ἐπίνοιαι ἀνθρώπων»[21].
Τέλος, αλγεινὴ ἐντύπωση μᾶς κάνει ἕνα βίντεο, πού κυκλοφορεῖ εὐρέως στὸ διαδίκτυο καὶ τὸ ὁποῖο δείχνει τὸ μακαριστὸ Πατριάρχη Ἀθηναγόρα νὰ κάνει ἐπανειλημμένως τὸ σταυρὸ του ἀκολουθώντας ἀνάστροφη πορεία, δηλ. ἀπὸ ἀριστερὰ πρὸς τὰ δεξιά, ὅμοια μὲ τὸν τρόπο ποὺ κάνουν τὸν σταυρὸ τους οἱ Παπικοί. Ἂν γινόταν μία φορὰ ἢ δύο θὰ μποροῦσε νὰ θεωρηθεῖ σύμπτωση, ὅμως ὅταν γίνεται κατ᾽ ἐπανάληψη καί μάλιστα ἀπό τήν κεφαλή τῆς Ὀρθοδοξίας μόνο σύμπτωση δὲν μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθεῖ[22].
Αυτή είναι η πλήρης αλήθεια για τον «Μεγάλο», κατά τους Οικουμενιστές, Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον δήθεν «πιστό τηρητή της ορθοδόξου πίστεως και παραδόσεως», τον δήθεν «αδικημένο και συκοφαντημένο συνειδητά». Ας σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι, επειδή είναι άρρηκτη η σχέση μεταξύ Σιωνισμού - Τεκτονισμού -Μασονίας και Οικουμενισμού, σαν τη σχέση μητέρας και παιδιού, όσοι πατριάρχες, αρχιεπίσκοποι ή επίσκοποι ονομάζονται και προβάλλονται από τους Οικουμενιστές ως δήθεν «Μεγάλοι», κατά κανόνα είναι τέκτονες, μασόνοι, κανόνας ο οποίος βεβαίως εφαρμόζεται και στον Πατριάρχη κυρό Αθηναγόρα, αλλά και σ’αυτούς που τον εξυμνούν.


[1] Διατάγματα Β' Συνόδου Βατικανού, τεύχος 7, έκδ. «Γραφείου Καλού Τύπου», Αθήνα, σσ. 43-44.
[2] Γ. ΛΑΙΜΟΠΟΥΛΟΣ, Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών και διαθρησκειακός Διάλογος. Ενημερωτικό σημείωμα, με ιδιαίτερη αναφορά στις σχέσεις με το Ισλάμ, «Καθ' Οδόν» 1992, Σεπτέμβριος - Δεκέμβριος, τεύχος 3, σσ. 43-57.
[3] Ιω. 1,5 και 1,11
[4]ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΡΜΙΡΗΣ, Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός, τ. ΙΙ, Αθήναι 1965, σ. 170. 
[5] Θεοδρομία (Σεπτέμβριος 2006) 460.
[6] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, Οι διάλογοι χωρίς προσωπείον,  σ. 1.
[7] Σπίθα (Μάϊος-Ιούνιος 1980).
[8]ΜΗΤΡ. ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ - ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΖΑΦΕΙΡΗΣ, «Ορθοδοξία και Ρωμαιοκαθολικισμός. Ο αρξάμενος Θεολογικός διάλογος. Γεγονότα και σκέψεις», Θεολογία 53 (1982) 77.
[9] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ, ένθ’ανωτ., σ. 4
[10] Κατά την Λατινική Εκκλησιολογία υπάρχουν διάφοροι βαθμοί ενώσεως των ετεροδόξων με την Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.
[11] ΑΡΧΙΜ. ΠΑΥΛΟΣ ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η Ορθοδοξία μπροστά στη θύελλα του συγχρόνου Προτεσταντικού και Παπικού Οικουμενισμού, Πειραιάς 2011,                
  σ. 88.
[12] Ό.π. σ. 88-89.
[13] ΕΥ. ΒΑΡΕΛΛΑΣ, Διορθόδοξοι…, σ. 205.
[14] ATHENAGORAS KOKKINAKIS, The Thyateira Confession, London, The Faith Press 1975, σ. 62 καί ΠΡΕΣΒ. ΠΕΤΡΟΣ HEERS, «Τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος καί ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας˙ ἡ ἰδέα τῆς «Βαπτισματικῆς Ἑνότητας» καί ἡ ἀποδοχή της ἀπό τούς Ὀρθοδόξους Οἰκουμενιστές», Ἐν Συνειδήσει˙ Οἰκουμενισμός˙ ἱστορική καί κριτική προσέγγιση, ἔκδ. Ι.Μ.Μεγ.Μετεώρου, Ἅγια Μετέωρα, Ἰούνιος 2009, σ. 116).
[15] Ἐκ δηλώσεών του, Ὀρθόδοξος Τύπος (φ . 94, Δεκέμβριος 1968)
[16] Ἐκ τοῦ μηνύματός του ἐπί τῇ ἑορτῇ τῶν Χρισ  τ ο υ  γ  έ  ν  ν  ω  ν    τ ο ῦ    1 9 6 7,     Ἀ π ό  τ ή ν  π ο ρ ε ί α ν  τ ῆ ς  ἀ γ ά π ης, σ. 87 .
[17] Δ  ή  λ  ω  σ  ί  ς    τ ο υ ,   Ἀ κ ρ ό π ο λ ι ς, 29-6-1963.
[18] Ἐξ ὁμιλίας του εἰς την θεολογικήν Σχολήν Βελιγραδίου 12-7-1967, Ἔ θ ν ο ς (13-10-1967)
[19] Περισσότερα βλέπε ἐφημερίδα «Ἐκκλησιαστικός Ἀγών» (τῆς Ἀδελφ. «ὁ Σταυρός»–Ζωοδ. Πηγῆς 44), φ. 48, Μάϊος 1970, σ. 3–4), μέ τίτλο: «Ὁμιλεῖ ὁ Ἀθηναγόρας. Αἱ κατά καιρούς Δηλώσεις, τά Μηνύματα καί αἱ ἐνέργειαι αὐτοῦ». (Πρόκειται για συλλογή σχετικῶν ἀναφορῶν ἀπό τά βιβλία τοῦ μακαρ. π. Σπυρ. Σ. Μπιλάλη, «Ὀρθοδοξία καί Παπισμός» τόμ. Α´ καί Β´, Ἀθῆναι 1969, Ἐκδόσεις «Ὀρθ. Τύπου». Ἔκτοτε ἔχουν πολλά γραφῆ, τά ὁποῖα «ὁ ζητῶν εὑρίσκει», Ματθ. 7, 8).
[20] «Αιρετικός ο Αθηναγόρας εβροντοφώνησεν ο μακαριστός π. Μάρκος Μανώλης πριν 42 χρόνια», Ορθόδοξος Τύπος (30-3-2012) 1,7.
[21] ΠΡΩΤΟΠΡΕΣΒ. ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΖΗΣΗΣ, «Γένεση και εξέλιξη της πατρομαχικής μεταπατερικότητας», Θεοδρομία ΙΔ1 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2012) 43-44.
[22] Ορθόδοξος Παρατηρητής, Ορθόδοξος Τύπος (20-7-2012) 4, http://aktines.blogspot.gr/2012/07/blog-post_7738.html