Τα κεφάλαια 1-50 θα τα βρείτε εδώ
51. Την απόφαση του θανάτου της ψυχής την έβαλε στο δρόμο της εκτελέσεως η παράβαση, σύμφωνα με τη δικαιοσύνη του Δημιουργού· αφού δηλαδή τον εγκατέλειψαν οι πρωτόπλαστοι, τους άφησε δίχως να τους εξαναγκάσει, γιατί τους είχε κάνει αυτεξούσιους. Η απόφαση λοιπόν εκείνη ανακοινώθηκε φιλάνθρωπα από το Θεό εκ των προτέρων(Γέν. 2, 17), για τους λόγους που αναπτύξαμε. Ανέστειλε όμως και ανέβαλε τότε την απόφαση του σωματικού θανάτου· και όταν τελικά τη γνωστοποίησε, από βάθος σοφίας και υπερβολή φιλανθρωπίας, επιφύλαξε την πραγματοποίησή της για το μέλλον. Γιατί δεν είπε στον Αδάμ «επίστρεψε στη γη», αλλά «είσαι γη και στη γη θα επιστρέψεις»(Γεν. 3, 19). Απ’ αυτό βγαίνει για κείνους που ακούνε με σύνεση, ότι ο Θεός δε δημιούργησε θάνατο(Σ. Σολ. 1, 13) ούτε ψυχής, ούτε σώματος. Γιατί ούτε πρωτύτερα είπε προστακτικά «πεθάνετε όταν φάτε», αλλά είπε «θα πεθάνετε όταν φάτε»· ούτε τώρα είπε, «επίστρεψε στη γη», αλλά «θα επιστρέψεις», προαναγγέλλοντας και αφήνοντας και μη εμποδίζοντας, με δικαιοσύνη, εκείνο που θα γινόταν.

52. Έμελλε λοιπόν να συμβεί στους προπάτορες εκείνους ο θάνατος, όπως περιμένει κι εμάς που ζούμε ακόμη. Θνητό έγινε το σώμα μας. Κι αυτό είναι, για να πω έτσι, ένας μακρός θάνατος, ή μάλλον μύριοι θάνατοι, που διαδέχεται ο ένας τον άλλον, μέχρις ότου τελικά φτάσομε στον ένα και τελευταίο και μακραίωνα θάνατο. Γινόμαστε δηλαδή μέσα στη φθορά, κι ενώ γινόμαστε, φθειρόμαστε, μέχρις ότου πάψομε και να γινόμαστε και να φθειρόμαστε. Και δεν είμαστε πράγματι ποτέ οι ίδιοι, κι ας φαινόμαστε ότι είμαστε ίδιοι σ’ εκείνους που δεν προσέχουν. Όπως η φωτιά, όταν αρπάξει ένα λεπτό καλάμι από την άκρη, είναι διαφορετική τη μιά φορά και την άλλη κι έχει μέτρο της διάρκειάς της το μήκος του καλαμιού, έτσι κι εμείς, που όμοια μεταβαλλόμαστε, έχομε μέτρο ο καθένας το διάστημα του βίου του.
53. Για να μην αγνοούμε ολότελα την υπερβολή της φιλανθρωπίας και το βάθος της σοφίας του Θεού, θα πούμε για ποιους λόγους, ενώ ανέβαλε το τέλος του θανάτου, παρέτεινε ακόμη όχι λίγο τη ζωή του ανθρώπου. Έδειξε πρώτα ότι τιμωρεί με ευσπλαχνία, ή μάλλον ότι αμελεί τη δίκαιη τιμωρία, για να μην απελπιστούμε τελείως. Έδωσε επίσης καιρό για μετάνοια και θεάρεστη ζωή από την αρχή. Παρηγόρησε με τις διαδοχικές γεννήσεις τη λύπη του θανάτου. Αύξησε το γένος με τους απογόνους, ώστε αρχικά ο αριθμός των γεννήσεων να υπερβαίνει κατά πολύ τον αριθμό των θανάτων. Στη θέση ενός Αδάμ, που με το κάλλος του αισθητού φυτού έγινε αξιολύπητος και φτωχός, ανέδειξε πολλούς που από τα αισθητά απέκτησαν τον μακάριο πλούτο της θεογνωσίας, της αρετής, της γνώσεως και της θεϊκής ευμένειας. Μάρτυρες είναι ο Σήθ, ο Ενώς, ο Ενώχ, ο Νώε, ο Μελχισεδέκ, ο Αβραάμ και όσοι σύγχρονοί τους ή παλιότεροι ή μεταγενέστεροι αναδείχθηκαν ισάξιοι ή παρόμοιοι μ’ αυτούς. Από αυτούς όμως τους τόσους και τόσο μεγάλους, κανείς δεν έζησε τελείως αναμάρτητα, ώστε να μπορέσει να ισοφαρίσει την ήττα εκείνη των προπατόρων και να θεραπεύσει το τραύμα της ρίζας του ανθρώπινου γένους και να επαρκέσει για τον αγιασμό, την ευλογία και την επιστροφή στη ζωή όλων των μεταγενεστέρων· κι αυτό ο Θεός το προγνώριζε. Γι’ αυτό κι έκανε σε κάθε εποχή εκλογή και των γενών και των φυλών, απ’ όπου θα βλάσταινε η πολυύμνητη εκείνη ράβδος(Αρ. 17, 23) (η Παρθένος Μαρία), από την οποία θα έβγαινε το άνθος, με το οποίο έμελλε να πραγματοποιήσει όλου του κόσμου τη σωτηρία.
54. Ω βάθος πλούτου, σοφίας και φιλανθρωπίας του Θεού(Ρωμ. 11, 33)! Αν δεν υπήρχε θάνατος και αν το ανθρώπινο γένος δεν ήταν τώρα θνητό και πριν από το θάνατο —γιατί είναι από ρίζα θνητή—, δεν θα αποκτούσαμε στην πράξη (μέσω του Χριστού) την απαρχή της αθανασίας μας, δε θα είχαμε ανακληθεί στον ουρανό, δε θα είχε ενθρονιστεί η ανθρώπινη φύση στα δεξιά της θείας Μεγαλοσύνης στους ουρανούς(Εβρ. 8, 1), πιο πάνω από κάθε αγγελική αρχή και εξουσία. Έτσι ξέρει ο Θεός να μετατρέπει από φιλανθρωπία στο καλύτερο τα ολισθήματα της αυτεξούσιας παρεκτροπής μας, με τη σοφία και τη δύναμή Του.
55. Πολλοί κατηγορούν τον Αδάμ, πόσο εύκολα πείσθηκε στη συμβουλή του πονηρού και αθέτησε τη θεϊκή εντολή και προξένησε έτσι σ’ εμάς το θάνατο. Αλλά δεν είναι το ίδιο να θελήσει κανείς, χωρίς να ξέρει, να γευθεί ένα φαρμακερό χόρτο, με το να θέλει να τρώει από αυτό ενώ έμαθε από τη δοκιμή ότι είναι θανάσιμο. Εκείνος που παίρνει το δηλητήριο ενώ έχει πείρα, κι έτσι φέρνει ελεεινά το θάνατο στον εαυτό του, είναι περισσότερο αξιοκατηγόρητος από εκείνον που κάνει και παθαίνει τούτο επειδή δεν ξέρει. Γι’ αυτό και ο καθένας από μάς, είναι περισσότερο από τον Αδάμ άξιος κατηγορίας και καταδίκης. Μήπως όμως πείτε ότι δεν είναι σ’ εμάς εκείνο το δένδρο; Και ότι του Θεού η εντολή δεν αφορά σ’ εμάς, απαγορεύοντάς μας να φάμε απ’ αυτό; Αυτό το ίδιο ακριβώς το δένδρο ίσως δεν είναι σ’ εμάς. Αλλά η εντολή του Θεού είναι και τώρα παρούσα σ’ εμάς. Και εκείνους που υπακούνε σ’ αυτήν και ζουν σύμφωνα με αυτήν, τους ελευθερώνει από την ευθύνη και των δικών τους αμαρτημάτων και από την προγονική κατάρα και καταδίκη. Εκείνοι όμως που και τώρα την παραβαίνουν και αντί γι’ αυτή προτιμούν την εισήγηση και συμβουλή του πονηρού, είναι αδύνατο να μην ξεπέσουν από εκείνη τη ζωή και τη διαγωγή του Παραδείσου και να μη ριχτούν στη γέεννα του αιωνίου πυρός που απείλησε ο Θεός.
56. Ποιά είναι λοιπόν τώρα η εντολή του Θεού που αφορά σ’ εμάς; Η μετάνοια. Και η ανακεφαλαίωση αυτής είναι να μην εγγίζομε πλέον τα απαγορευμένα. Αφού λοιπόν εκδιωχθήκαμε από τον τόπο εκείνο της θεϊκής τρυφής και αποκλειστήκαμε δίκαια από τον Παράδεισο και γκρεμιστήκαμε σ’ αυτό το βάραθρο και καταδικαστήκαμε να συγκατοικούμε και να ζούμε μαζί με τα άλογα ζώα και χάσαμε πιά κάθε ελπίδα —όσο εξαρτάται από μας— να επιστρέψομε στόν Παράδεισο, Αυτός ο ίδιος που επέβαλε τότε τη δίκαιη τιμωρία, ή μάλλον που επέτρεψε δίκαια να μας έρθει, τώρα από υπερβολή αγαθότητας, από πολλή ευσπλαχνία, για χάρη μας κατέβηκε μέχρι εμάς. Και αφού ευδόκησε να γίνει όπως εμείς άνθρωπος, αλλά χωρίς αμαρτία, για να ξαναδιδάξει και να σώσει ως όμοιος τον όμοιο, μας έδωσε την σωτήρια συμβουλή και εντολή της μετάνοιας, λέγοντάς μας: «Μετανοείτε, γιατί έφτασε η βασιλεία των ουρανών»(Ματθ. 4, 17). Πριν από την ενανθρώπηση του Λόγου του Θεού, όσο απέχει ο ουρανός από τη γη, τόσο απείχε από μάς η βασιλεία των ουρανών. Αφού όμως ο Βασιλιάς των ουρανών ήρθε και ευδόκησε να ενωθεί με μας, έφτασε σ’ όλους μας η βασιλεία των ουρανών.
57. Αφού είναι πιά κοντά μας η βασιλεία των ουρανών, με την συγκατάβαση του Θεού Λόγου προς εμάς, ας μην απομακρυνθούμε εμείς απ’ αυτήν, ζώντας αμετανόητοι. Ας αποφύγομε μάλλον την αθλιότητα εκείνων που ζουν στο σκοτάδι κάτω από τη σκιά του θανάτου(Λουκ. 1, 79). Ας αποκτήσομε τα έργα της μετανοίας, φρόνημα ταπεινό, κατάνυξη και πνευματικό πένθος, καρδιά γεμάτη πραότητα και να διψά τη δικαιοσύνη, να οικειοποιείται την καθαρότητα, να είναι ειρηνική και ειρηνοποιός, να υπομένει τα δεινά, να ευχαριστείται με τους για χάρη της αλήθειας και της δικαιοσύνης διωγμούς, ζημίες, ύβρεις, συκοφαντίες και παθήματα. Γιατί η βασιλεία των ουρανών, ή μάλλον ο Βασιλιάς των ουρανών —ω ανέκφραστη μεγάλη δωρεά!— είναι μέσα μας(Λουκ. 17, 21). Σ’ Αυτόν οφείλομε να προσκολλόμαστε πάντοτε με τα έργα της μετάνοιας, αγαπώντας με όλη μας τη δύναμη Αυτόν που τόσο μας αγάπησε.
58. Την αγάπη προς το Θεό τη συνιστούν η απουσία των παθών και η αφθονία των αρετών. Το μίσος προς τα πονηρά, από το οποίο προκύπτει η απουσία των παθών, αντεισάγει τον πόθο και την απόκτηση των αγαθών. Εκείνος που είναι εραστής και κάτοχος των αγαθών, πώς να μην αγαπά ξεχωριστά τον αυτάγαθο Κύριο, τον μόνο χορηγό και φύλακα κάθε αγαθού, μέσα στόν Οποίο μένει με έξοχο τρόπο ο ίδιος και τον Οποίο έχει μέσα του με την αγάπη, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου: «Όποιος μένει στην αγάπη, μένει μέσα στο Θεό και ο Θεός μέσα σ’ αυτόν»(Α΄ Ιω. 4, 16). Μπορεί κανείς να δει ότι όχι μόνον η αγάπη προς το Θεό γεννιέται από τις αρετές, αλλά και ότι οι αρετές γεννιούνται από την αγάπη. Γι’ αυτό και ο Κύριος στο Ευαγγέλιο, άλλοτε λέει: «Όποιος κρατάει τις εντολές μου και τις τηρεί, αυτός είναι που με αγαπά»(Ιω. 14, 21), και άλλοτε: «Όποιος με αγαπά, θα τηρήσει τις εντολές μου»(Ιω. 14, 23). Αλλά ούτε τα έργα των αρετών είναι αξιέπαινα και ωφέλιμα σ’ εκείνους που τα εκτελούν χωρίς αγάπη, ούτε πάλι κι η αγάπη χωρίς τα έργα. Το πρώτο το φανερώνει με πολλά ο Παύλος, γράφοντας προς τους Κορινθίους: «Αν κάνω αυτά και αυτά, αλλά δεν έχω αγάπη, δεν ωφελούμαι καθόλου»(Α΄ Κορ. 13, 3)· το δεύτερο πάλι, ο εξαιρετικά αγαπημένος από το Χριστό μαθητής, λέγοντας: «Να μην αγαπάμε με λόγια, μήτε με τη γλώσσα, αλλά έμπρακτα κι αληθινά»(Α΄ Ιω. 3, 18).
59. Ο υπέρτατος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας της αυτοαλήθειας, δηλαδή του μονογενούς Υιού. Έχει και Πνεύμα της αλήθειας, το Πνεύμα το Άγιο, καθώς προδήλωσε ο λόγος της αλήθειας. Εκείνοι λοιπόν που τον προσκυνούν και τον πιστεύουν με το Πνεύμα και τον Υιό και επειδή δέχονται την ενέργεια του Πνεύματος και του Υιού —γιατί λέει ο Απόστολος: «Είναι το Πνεύμα, με το οποίο προσκυνούμε και προσευχόμαστε»(Ρωμ. 8, 26)· και: «Κανείς δεν έρχεται προς τον Πατέρα, παρά μέσω εμού»(Ιω. 14, 6), λέει ο Μονογενής Υιός του Θεού—, εκείνοι λοιπόν που προσκυνούν έτσι τον υπέρτατο Πατέρα με το Πνεύμα και την Αλήθεια (τον Υιό), αυτοί είναι οι αληθινοί προσκυνητές Του(Ιω. 4, 23).
60. Ο Θεός είναι Πνεύμα και όσοι τον προσκυνούν, πρέπει να τον προσκυνούν με το Πνεύμα και την Αλήθεια(Ιω. 4, 24), δηλαδή να εννοούν ασωμάτως τον Ασώματο. Γιατί έτσι πράγματι θα τον δουν παντού με το Πνεύμα και την Αλήθεια Του. Ο Θεός ως πνεύμα είναι ασώματος, και κάτι ασώματο δε βρίσκεται σε έναν ορισμένο τόπο, ούτε περικλείεται σε τοπικά όρια. Επομένως όποιος λέει ότι σε ορισμένο τόπο του ούρανού ή της γής πρέπει να προσκυνείται ο Θεός, δε λέει αλήθεια, ούτε η προσκύνησή του είναι αληθινή. Γιατί ο Θεός, ως ασώματος δεν είναι πουθενά, ως Θεός όμως είναι παντού —επειδή αν υπάρχει βουνό ή τόπος ή κτίση, όπου να μην υπάρχει ο Θεός, τότε φτάνομε στο να περιορίζεται κάπου. Είναι λοιπόν παντού, γιατί είναι απεριόριστος. Πώς λοιπόν είναι παντού; Ως περιεχόμενος όχι από μέρος, αλλά από το παν; Όχι βέβαια. Γιατί τότε θα είναι πάλι σώμα. Άρα, επειδή συνέχει και περιέχει το παν, Αυτός είναι μέσα στον εαυτό Του, παντού και πέρα από το παν, και προσκυνείται από τους αληθινούς προσκυνητές Του με το Πνεύμα και την Αλήθεια Του(Ιω. 4, 23).
61. Ο Άγγελος και η ψυχή, επειδή είναι ασώματα, δεν είναι σε ορισμένο τόπο, δεν είναι όμως και παντού. Γιατί δε συνέχουν το παν, αλλά και αυτά έχουν ανάγκη από Αυτόν που τα συνέχει. Άρα και αυτά βρίσκονται μέσα σ’ Εκείνον που συνέχει και περιέχει το παν και οριοθετούνται κατάλληλα από Αυτόν. Η ψυχή τώρα, που συνέχει το σώμα για το οποίο δημιουργήθηκε, είναι παντού στο σώμα, όχι όμως σαν σε τόπο, ούτε ως περιεχόμενη σ’ αυτό, αλλά επειδή συνέχει και περιέχει και ζωοποιεί το σώμα, έχοντας και σ’ αυτό το θέμα το «κατ’ εικόνα Θεού».
62. Ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα Θεού περισσότερο απ’ ότι οι Άγγελοι, όχι μόνο γιατί έχει μέσα του συνεκτική και ζωοποιό δύναμη, αλλά και γιατί έχει τη δύναμη να άρχει. Γιατί υπάρχει στη φύση της ψυχής μας από τη μιά το ηγεμονικό και αρχηγικό (ο νους), κι από την άλλη το φύσει δουλικό και υπήκοο, δηλαδή η θέληση, η όρεξη, η αίσθηση, και γενικά όσα δημιουργήθηκαν από το Θεό μαζί με το νου για να τον συνοδεύουν. Αν κι εμείς, από αμαρτωλή διάθεση, αφηνιάζομε σε μερικά όχι μόνο εναντίον του Παντοκράτορα Θεού, αλλά και εναντίον του έμφυτου σε μας αυτοκράτορα (νου). Ο Θεός λοιπόν, επειδή μας έδωσε τη δύναμη να άρχομε, μας έδωσε και την εξουσία όλης της γης(Γεν. 1, 28). Οι Άγγελοι δεν έχουν ενωμένο και σώμα, για να είναι υποταγμένο στο νου. Όσοι τώρα άγγελοι έχουν πέσει, έχουν τη νοερή θέληση πάντοτε πονηρή, ενώ οι αγαθοί, συνεχώς αγαθή, ώστε να μην έχει ανάγκη από κυβερνήτη. Την επίγεια εξουσία, ο μεν πονηρός δεν την είχε, αλλά την άρπαξε, κι απ’ αυτό γίνεται φανερό οτι δε δημιουργήθηκε άρχων της γης· οι δε αγαθοί Άγγελοι διατάχθηκαν από τον Παντοκράτορα να επιτηρούν τα σχετικά με αυτήν μετά τη δική μας έκπτωση και την εξαιτίας της καθαίρεση από την αξία μας, αν κι όχι ολοκληρωτικά, από φιλανθρωπία του Θεού. Γιατί, όπως γράφει ο Μωυσής στην Ωδή του(Δευτ. 32, 8), ο Θεός καθόρισε τις περιοχές των Αγγέλων όταν διαμέριζε τα έθνη. Ο διαμερισμός αυτός έγινε μετά τον Κάιν και τον Σήθ. Κι οι απόγονοι του Κάιν ονομάστηκαν άνθρωποι, ενώ οι απόγονοι του Σήθ, υιοί Θεού. Εγώ νομίζω ότι ο Θεός διαμέρισε έτσι από τότε τις ονομασίες αυτές, αναγγέλλοντας εκ των προτέρων το γένος, από το οποίο έμελλε να σαρκωθεί ο Μονογενής Υιός Του.
63. Μπορεί ακόμη να πει κανείς ότι, μαζί με πολλά άλλα, και το τριαδικό της γνώσεώς μας δείχνει ότι εμείς περισσότερο παρά οι Άγγελοι είμαστε κατ’ εικόνα του Θεού· όχι μόνο επειδή είναι τριαδικό, αλλά και γιατί συμπεριλαμβάνει όλα τα είδη της γνώσεως. Μόνο εμείς δηλαδή απ’ όλα τα κτίσματα, κοντά στο νοερό και το λογικό, έχομε και το αισθητικό. Αυτό, ενωμένο εκ φύσεως με το λογικό, εφεύρε το απεριόριστο πλήθος των τεχνών και επιστημών και γνώσεων. Να καλλιεργεί τη γη, να κτίζει και να παράγει πράγματα που δεν υπήρχαν —όχι βέβαια από το μηδέν, γιατί αυτό μόνο ο Θεός το μπορεί. Γιατί δε γίνεται σχεδόν τίποτε, ούτε καταστρέφεται από όσα κάνει ο Θεός· μόνο το καθένα, μετά από δική μας επέμβαση με κάτι άλλο, έρχεται σ’ άλλη μορφή. Επιπλέον, μόνο στους ανθρώπους έδωσε ο Θεός το να γίνεται ο αόρατος λόγος του νου αισθητός με την ακοή, διαδιδόμενος με τον αέρα, αλλά ακόμη και να καταγράφεται σωματικά και να βλέπεται μέσω του σώματος. Με αυτό ο Θεός μάς οδηγεί προς την πίστη στην κατά σάρκα έλευση και φανέρωση του υπέρτατου Λόγου. Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν υπάρχει στους Αγγέλους.
64. Αλλά αν κι έχομε το «κατ’ εικόνα» περισσότερο από τους Αγγέλους μέχρι τώρα, υστερούμε ωστόσο πολύ ως προς το «καθ’ oμοίωσιν του Θεού»(Γεν. 1, 26), και μάλιστα τώρα, από τους αγαθούς Αγγέλους. Και για να αφήσω κατά μέρος τώρα τα άλλα, η τελείωση του να είμαστε καθ’ ομοίωσιν του Θεού γίνεται από την εκ Θεού θεία έλλαμψη. Αυτή τη στερούνται οι πονηροί άγγελοι, γι’ αυτό κι είναι βυθισμένοι στο σκοτάδι, ενώ την έχουν πλούσια οι θείοι νόες, γι’ αυτό και ονομάζονται δεύτερα φώτα και απορροές (ξεχειλίσματα) του Πρώτου Φωτός· αυτά νομίζω κανείς δεν τα αγνοεί απ’ όσους μελετούν τις θεόπνευστες Γραφές με επιμέλεια και φρόνηση. Απ’ αυτό, οι αγαθοί Άγγελοι έχουν και τη γνώση των αισθητών. Δεν τα αντιλαμβάνονται βέβαια με τη φυσική δύναμη των αισθήσεων, αλλά τα γνωρίζουν με θεοειδή δύναμη, από την οποία κανένα από τα οπωσδήποτε παρόντα ή παρελθόντα ή μέλλοντα δεν μπορεί να κρυφτεί.
65. Εκείνοι που μετέχουν σ’ αυτή την έλλαμψη, την έχουν σε ένα βαθμό, κι ανάλογα με το βαθμό αυτό έχουν και τη γνώση των όντων. Ότι και οι Άγγελοι μετέχουν σ’ αυτή την έλλαμψη και ότι είναι άκτιστη και ότι δεν ταυτίζεται με τη θεία ουσία, το γνωρίζουν όλοι όσοι μελετούν με επιμέλεια τους θεόσοφους Αποστόλους και Θεολόγους. Όσοι όμως φρονούν τ’ αντίθετα, βλασφημούν σχετικά μ’ αυτή και διατείνονται ότι είναι ή κτίσμα ή ουσία του Θεού· κι όταν τη θεωρούν κτίσμα, δεν παραδέχονται ότι αυτή είναι φως των Αγγέλων. Γι’ αυτό ας ανατρέξομε στόν θεοφάντορα Αρεοπαγίτη, ο οποίος με λίγα λόγια ξεκαθαρίζει και τα τρία αυτά. Αυτός λέει ότι οι θείοι νόες κινούνται κυκλικά και ενώνονται με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του καλού και αγαθού. Ότι ως θείους νόες εννοεί τους αγαθούς Αγγέλους, είναι σ’ όλους φανερό. Αναφέροντας τις ελλάμψεις αυτές στον πληθυντικό αριθμό, τις διέστειλε από την ουσία του Θεού, γιατί αυτή είναι μία και ολότελα αδιαίρετη. Κι αφού τις ονόμασε άναρχες και ατελεύτητες, τί άλλο, παρά ως άκτιστες μας τις παρουσίασε;
66. Από αυτή τη θεία έλλαμψη και λαμπρότητα, βλέποντας τη φύση μας γυμνωμένη με την παράβαση, ο Λόγος του Θεού, τη συμπόνεσε για την ασχημοσύνη της, και αφού την πήρε επάνω Του από τη μεγάλη Του ευσπλαχνία, την έδειξε πάλι πάνω στο Θαβώρ ντυμένη λαμπρότερα στους τρεις εκλεκτούς μαθητές Του(Ματθ. 17, 1-2). Παρουσίασε δηλαδή τι ήμαστε κάποτε και ποιοι θα είμαστε δι’ Αυτού στόν μέλλοντα αιώνα, αν προτιμήσομε εδώ να ζήσομε κατά το θέλημά Του, όπως λέει και ο χρυσός στη γλώσσα Ιωάννης.
67. Σ’ αυτή τη θεία έλλαμψη και λαμπρότητα μετείχε και ο Αδάμ πριν από την παράβαση, σαν να φορούσε πράγματι στολή δόξας. Κι έτσι δεν ήταν γυμνός, αλλά ήταν ασύγκριτα πιο στολισμένος κι από εκείνους που τώρα φορούν τα στέμματα τα στολισμένα με πολύ χρυσό και λαμπερά πετράδια. Αυτή τη θεία έλλαμψη και χάρη ο Μέγας Παύλος την αποκαλεί ουράνια κατοικία μας, λέγοντας: «Γι’ αυτό στενάζομε, ποθώντας να ντυθούμε την ουράνια κατοικία μας· κι αν τη φορέσομε, δε θα βρεθούμε γυμνοί»(Β΄ Κορ. 5, 2-3). Τον αρραβώνα αυτής της θείας ελλάμψεως και του ενδύματός της, έλαβε ο Παύλος από το Θεό, όταν πήγαινε από την Ιερουσαλήμ στη Δαμασκό(Πράξ. 9, 3-4). Και για να πω σύμφωνα με τον Γρηγόριο, τον όνομα και πράγμα Θεολόγο, πριν καθαρθεί από τους διωγμούς ήρθε σ’ επαφή με τον Διωκόμενο, ή μάλλον με μιά μικρή ακτίνα του μεγάλου Φωτός.
68. Η θεία Υπερουσιότητα ποτέ δεν ονομάζεται στον πληθυντικό. Όχι όμως και η θεία και άκτιστη χάρη και ενέργεια του Θεού, που διαιρείται αδιαιρέτως, όπως η ακτίνα του ηλίου, η οποία και θερμαίνει και φωτίζει και ζωοποιεί και δίνει αύξηση και μεταδίδει στους φωτιζόμενους την λαμπρότητά της και φαίνεται στα μάτια όσων βλέπουν. Όμοια λοιπόν με την ηλιακή ακτίνα —αν και είναι αμυδρή αυτή η εικόνα—, και η θεία ενέργεια του Θεού, δεν ονομάζεται μόνο μία, αλλά και πολλές από τους Θεολόγους. Για παράδειγμα, ο Μέγας Βασίλειος λέει τα εξής: «Ποιες είναι οι ενέργειες του Πνεύματος; Ανέκφραστες σε μέγεθος, αναρίθμητες σε πλήθος. Γιατί πώς θα νοήσομε τα πέραν των αιώνων; Ποιες ήσαν οι ενέργειές Του πριν από τη νοητή κτίση; Πριν λοιπόν από τη νοητή κτίση και πέραν των αιώνων (γιατί και οι αιώνες είναι νοητά κτίσματα), κανείς δεν είπε ποτέ κτιστό, ούτε σκέφτηκε. Άκτιστες λοιπόν είναι οι δυνάμεις και οι ενέργειες του θείου Πνεύματος, αν και αναφέρονται πολλές από τους Θεολόγους, και διαστέλλονται αμερίστως από τη μία και εντελώς αμέριστη ουσία του Πνεύματος».
69. Η άκτιστη ενέργεια του Θεού, η οποία μερίζεται αμερίστως, αναφέρεται και στον πληθυντικό από τους Θεολόγους, όπως πιό πάνω φάνηκε καθαρά από τον Μέγα Βασίλειο. Αφού λοιπόν και η θεία και θεοποιός έλλαμψη και χάρη δεν είναι ουσία, αλλά ενέργεια του Θεού, γι’ αυτό δεν παρουσιάζεται μόνο χρονικά, αλλά και σε πλήθος μορφών, καθώς χορηγείται στον καθένα ανάλογα με την κατάστασή του. Και ανάλογα με την καταλληλότητα αυτών που τη δέχονται, μεταδίδει σ’ αυτούς περισσότερο ή λιγότερο τη θεοποιό λαμπρότητα.
70. Αυτές οι ενέργειες είναι επτά κατά τον προφήτη Ησαΐα. Και στα εβραϊκά ο αριθμός επτά σημαίνει «πολλά». Λέει δηλαδή: «Από τη ρίζα του Ιεσσαί θα βλαστήσει μία ράβδος κι από αυτή θα βγει ένα άνθος, πάνω στο οποίο θα επαναπαυτούν επτά πνεύματα»· τα πνεύματα της σοφίας, της συνέσεως, της γνώσεως, της ευσεβείας, της βουλής, της ισχύος, του φόβου»(Ησ. 11, 1-3). Αυτά τα επτά πνεύματα, όσοι έχουν αιρετικές πεποιθήσεις, διατείνονται στον παραλογισμό τους πως είναι κτιστά. Αυτούς και μ’ εκείνα που προσθέσαμε στους εκτενείς αντιρρητικούς προς αυτούς λόγους μας, τους ελέγξαμε για πάντα. Αλλά και ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, αναφερόμενος στις θείες αυτές ενέργειες του Πνεύματος, λέει ότι ο Ησαΐας αρέσκεται τις ενέργειες του Πνεύματος να τις ονομάζει πνεύματα. Αλλά κι ο ίδιος ο Ησαΐας, ο πιο μεγαλόφωνος από τους Προφήτες, δεν έδειξε μόνο καθαρά, με τον αριθμό επτά, τη διαφορά των θείων αυτών ενεργειών προς τη θεία ουσία, αλλά και φανέρωσε ότι αυτές είναι άκτιστες, με το να χρησιμοποιήσει το ρήμα «θα επαναπαυτούν». Το ρήμα αυτό δηλώνει υπεροχικό αξίωμα. Εκείνα λοιπόν που επαναπαύονται πάνω στο σώμα που ο Κύριος προσέλαβε από την ανθρώπινη φύση, πώς είναι δυνατό να είναι κτίσματα;
71. Ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός έβγαζε τα δαιμόνια «με δάκτυλο Θεού» κατά το Λουκά(Λουκ. 11, 20), και «με πνεύμα Θεού» κατά το Ματθαίο(Ματθ. 12, 28). Δάκτυλος Θεού, λέει ο Μέγας Βασίλειος, είναι μία από τις ενέργειες του Πνεύματος. Αν λοιπόν η μία απ’ αυτές τις ενέργειες είναι το Άγιο πνεύμα, είναι οπωσδήποτε και οι άλλες, όπως ο ίδιος μας δίδαξε και τούτο. Αυτό όμως δε σημαίνει ότι πρόκειται για πολλούς θεούς ή πολλά Πνεύματα. Αυτά είναι προβολές και φανερώσεις και ενέργειες φυσικές του ενός Πνεύματος και σε κάθε μία είναι Ένα εκείνο που ενεργεί. Οι κακόδοξοι, λέγοντας ότι αυτά είναι κτίσματα, υποβιβάζουν επταπλάσια σε κτίσμα το πνεύμα του Θεού. Αλλά ας ντραπούν επταπλάσια. Γιατί ο Προφήτης που είπε γι’ αυτά, ότι είναι επτά οφθαλμοί του Κυρίου που επιβλέπουν σ’ όλη τη γη (Ζαχ. 4, 10), κι ο Ιωάννης που γράφει στην Αποκάλυψη: «Η χάρη και η ειρήνη σ’ εσάς από το Θεό και από τα επτά πνεύματα που είναι ενώπιον του θρόνου του Θεού και από τον Ιησού Χριστό» , φανερώνουν καθαρά στους πιστούς ότι αυτα είναι το Άγιο πνεύμα.
72. Ο Θεός και Πατέρας, προαναγγέλλοντας μέσω του προφήτη Μιχαία την κατά σάρκα γέννηση του Μονογενούς και θέλοντας μαζί να δείξει ότι η θεότητα του Υιού είναι άναρχη, είπε: «Και αι έξοδοι αυτού απ’ αρχής εξ ημερών αιώνος»(Μιχ. 5, 1). Οι έξοδοι, όπως εξήγησαν οι Πατέρες, σημαίνουν τις ενέργειες της Θεότητας. Αυτές είναι δυνάμεις και ενέργειες του Πατέρα και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, τις οποίες ανακηρύττουν κτιστές, εκείνοι που ασπάζονται και υποστηρίζουν με πάθος τις απόψεις των κακοδόξων. Αλλ’ ας βάλουν μυαλό έστω και αργά και ας εννοήσουν, ποιος είναι Αυτός που υπάρχει «απ’ αρχής»; Ποιος είναι Αυτός, προς τον οποίο λέει ο Δαβίδ: «Υπάρχεις Εσύ από τον αιώνα —που σημαίνει το ίδιο με το «εξ ημερών αιώνος — κι ως τον αιώνα». Κι ας εξετάσουν με σύνεση, αν θέλουν, ότι ο Θεός που είπε μέσω του Προφήτη ότι αυτές οι «έξοδοι» είναι «απ’ αρχής», δεν είπε διόλου ότι έγιναν ή κατασκευάστηκαν ή δημιουργήθηκαν. Και ο Μέγας Βασίλειος, ο οποίος θεολογεί με πνεύμα Θεού, δεν είπε ότι έγιναν, αλλά ότι υπήρχαν οι ενέργειες του Πνεύματος πριν από τη νοητή κτίση και πέρα από τους αιώνες. Μόνο λοιπόν ο Θεός είναι προαιώνια ενεργής και παντοδύναμος, επειδή έχει και προαιώνιες δυνάμεις και ενέργειες.
73. Ισχυρίζονται επίσης, σε φανερή αντίθεση με τους Αγίους, οι αρχηγοί της αντίθετης γνώμης, ότι το άκτιστο είναι ένα, η θεία φύση. Ό,τι διαφέρει κάπως από αυτήν, είναι οπωσδήποτε κτιστό. Και έτσι κάνουν κτίσμα και τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο πνεύμα. Γιατί και των Τριών η ενέργεια είναι μία και η αυτή· και όποιου η ενέργεια είναι κτιστή, δεν είναι ο ίδιος άκτιστος. Γι’ αυτό, κτίσμα δεν είναι η ενέργεια του Θεού —άπαγε—, αλλά το αποτέλεσμα που προκύπτει από αυτή. Γι’ αυτό και ο θεσπέσιος Δαμασκηνός δίδαξε ότι οι διάφορες ενέργειες της θείας φύσεως είναι ουσιώδεις, δηλαδή φυσικές κινήσεις της. Κι αφού το να ποιεί είναι ιδίωμα της θείας ενέργειας —είπε ο ιερός Κύριλλος— πώς αυτή είναι ποίημα; Εκτός αν είναι ενέργημα άλλης ενέργειας, και εκείνη πάλι άλλης, και προχωρούμε έτσι στο άπειρο, αναζητώντας και κηρύττοντας αδιάκοπα την άκτιστη ενέργεια.
74. Η θεία ουσία και η θεία ενέργεια είναι αχώριστα παρούσες παντού και η θεία ενέργεια είναι χωρητή και σ’ εμάς τους κτιστούς, γιατί, κατά τους Θεολόγους, μερίζεται αμερίστως, ενώ η θεία ουσία μένει κατ’ αυτούς τελείως αμέριστη. Γι’ αυτό και ο Χρυσόστομος, αφού είπε ότι «η ρανίδα της χάρης γέμισε τα πάντα με τη γνώση· με αυτήν γίνονταν τα θαύματα, συγχωρούνταν τα αμαρτήματα» κι έδειξε έτσι ότι η ρανίδα της χάρης είναι άκτιστη, σπεύδει κατόπιν να δείξει ότι είναι ενέργεια κι όχι ουσία· να δείξει ακόμη και τη διαφορά της θείας ενέργειας από τη θεία ουσία και την υπόσταση του Πνεύματος, και προσθέτει: «Αναφέρομαι στο μέρος της ενέργειας». Ο Παράκλητος βέβαια δε μερίζεται. Άρα λοιπόν είναι χωρητή στον καθένα μας η θεία χάρη και η ενέργεια, γιατί αυτή μερίζεται αμερίστως. Η ουσία όμως του Θεού, αφού είναι τελείως αμέριστη από τη φύση της, πώς μπορεί να είναι χωρητή σε οποιοδήποτε κτίσμα;
75. Τρία είναι αυτά που έχει ο Θεός: η ουσία, η ενέργεια και η τριάδα των θείων Υποστάσεων. Ας δούμε την περίπτωση όσων αξιώθηκαν να ενωθούν με το Θεό ώστε να είναι ένα πνεύμα μαζί Του, σύμφωνα με το λόγο του Μεγάλου Παύλου: «Όποιος ενώνεται με τον Κύριο, είναι ένα πνεύμα μ’ Αυτόν»(Α΄ Κορ. 6, 17). Επειδή λοιπόν πιο πάνω αποδείχθηκε ότι οι άξιοι δεν ενώνονται κατά την ουσία με το Θεό, κι επειδή όλοι οι Θεολόγοι μαρτυρούν ότι ο Θεός είναι αμέθεκτος κατά την ουσία Του, κι επειδή η υποστατική ένωση του ανθρώπου με το Θεό έγινε αποκλειστικά στον Θεάνθρωπο Λόγο, απομένει ότι όσοι αξιώθηκαν να ενωθούν με το Θεό, ενώνονται κατά την ενέργεια, και ότι το πνεύμα, σύμφωνα με το οποίο γίνεται ένα με το Θεό όποιος ενώνεται με Αυτόν, είναι και ονομάζεται η άκτιστη ενέργεια του Πνεύματος, και όχι η ουσία του Θεού, κι ας δυσαρεστούνται οι αντίθετοι. Αφού και ο Θεός, στην προφητεία του Ιωήλ(Ιωήλ 3, 1· Πράξ. 2, 17), δεν είπε «θα εκχύσω το πνεύμα μου», αλλά «θα εκχύσω από το πνεύμα μου σ’ όσους πιστεύουν».
76. Με νεύμα του Θεού κινούνταν και ο Μωυσής και ο Δαβίδ και όσοι με την αποβολή των σαρκικών ιδιωμάτων έγιναν δεκτικοί της θείας ενέργειας και ζωντανές εικόνες του Χριστού. Ή μάλλον έγιναν το ίδιο με το Χριστό κι όχι ένα απλό απεικόνισμα. Και η καθαρότητα του Χριστού και των Αγίων είναι μία. Όπως ψάλλει κι ο ένθεος Ψαλμωδός: «Η λαμπρότητα του Θεού είναι επάνω μας»(Ψαλμ. 89, 17). Γιατί, κατά τον Μέγα Βασίλειο, οι πνευματοφόρες ψυχές που δέχθηκαν την έλλαμψη του Πνεύματος, και οι ίδιες γίνονται πνευματικές, και σε άλλους μεταδίδουν τη χάρη. Από αυτό προέρχεται η πρόγνωση των μελλόντων, η γνώση των μυστηρίων, η κατανόηση των κρυπτών, τα ποικίλα χαρίσματα, η ουράνια πολιτεία, ο χορός μαζί με τους Αγγέλους, η ατελείωτη ευφροσύνη, η ένθεη διαμονή, η ομοίωση με το Θεό, και τέλος η θέωση, που είναι το ακρότατο που μπορεί να επιθυμήσει κανείς.
77. Σ’ αυτή τη χάρη και τη λαμπρότητα και την ένωση με το Θεό, οι Άγγελοι πλεονεκτούν από τους ανθρώπους. Γι’ αυτό και είναι δεύτερες λαμπρότητες, λειτουργοί της άνω Λαμπρότητας. Ακόμη οι νοερές δυνάμεις και τα λειτουργικά πνεύματα είναι φώτα δεύτερα, απαυγάσματα του Πρώτου Φωτός, και πρώτη φωτεινή φύση μετά την Πρώτη, γιατί φωτίζονται από εκεί. Ο Άγγελος είναι δεύτερο φως, απορροή ή μέθεξη του πρώτου Φωτός. Με την κυκλική τους κίνηση, οι θείοι νόες ενώνονται με τις άναρχες και ατελεύτητες ελλάμψεις του καλού και αγαθού. Γιατί για τους αιωνίους, φως είναι ο ίδιος ο Θεός και τίποτ’ άλλο. Και ό,τι είναι για τα αισθητά ο ήλιος, αυτό είναι για τα νοητά ο Θεός. Αυτός είναι το πρώτο και υπέρτατο φως που φωτίζει όλη τη λογική φύση. Και όπως λέει ο Χρυσόστομος, αν ακούσεις τον Προφήτη να λέει «Είδα τον Κύριο να κάθεται σε θρόνο»(Ησ. 6, 1), μη νομίσεις ότι είδε την ουσία του Θεού, αλλά μία εικόνα Του συγκαταβατική· κι αυτήν, πιό αμυδρά απ’ ο,τι τη βλέπουν οι ουράνιες Δυνάμεις.
78. Κάθε φύση είναι πολύ μακριά και τελείως ξένη από τη θεία φύση. Γιατί αν ο Θεός είναι φύση, τα άλλα δεν είναι φύση. Κι αν τα άλλα, είναι το καθένα φύση, Εκείνος δεν είναι φύση. Όπως επίσης δεν είναι ούτε ον, αν τα άλλα είναι όντα. Αν πάλι Εκείνος είναι Ων, τα άλλα δεν είναι όντα. Αυτό θα δεις να ισχύει και για τη σοφία και την αγαθότητα και γενικά για όλα τα γύρω από το Θεό ή σχετικά με το Θεό λεγόμενα, όταν θεολογήσεις ορθά και σύμφωνα με τους Αγίους. Τώρα, είναι και λέγεται φύση όλων των όντων ο Θεός, γιατί όλα τον μετέχουν, και από τη μέθεξη αυτή υπάρχουν. Δεν εννοώ βέβαια μέθεξη της ουσίας Του —άπαγε—, αλλά της ενέργειάς Του. Έτσι λοιπόν ο Θεός είναι η οντότητα των όντων, και είδος (μορφή) στα είδη, ως αρχικό είδος, και σοφία για όσους αποκτούν σοφία, και γενικά είναι τα πάντα για όλα. Χωρίς βέβαια να είναι φύση, γιατί είναι πάνω από κάθε φύση· χωρίς να είναι ον, γιατί είναι πάνω από όλα τα όντα· χωρίς να είναι ούτε να έχει είδος (μορφή), γιατί είναι πάνω από κάθε είδος. Πώς λοιπόν εμείς θα πλησιάσομε το Θεό; Άραγε πλησιάζοντας τη φύση Του; Αλλά κανένα κτίσμα δεν έχει ούτε θα έχει κοινωνία ή εγγύτητα προς την υπέρτατη φύση. Αν λοιπόν κανείς πλησίασε το Θεό, οπωσδήποτε πλησίασε την ενέργειά Του. Με ποιο τρόπο; Μετέχοντας σ’ αυτήν με τρόπο φυσικό; Αλλ’ αυτό είναι κοινό σε όλα τα κτίσματα. Επομένως πλησιάζει κανείς ή απομακρύνεται από το Θεό όχι με τα φυσικά του προσόντα, αλλά με όσα κάνει με την προαίρεσή του. Και η προαίρεση είναι ιδίωμα μόνο των λογικών όντων. Αυτά λοιπόν μονάχα από όλα τα άλλα απομακρύνονται ή πλησιάζουν το Θεό· πλησιάζουν με την αρετή ή απομακρύνονται με την κακία. Αυτά μονάχα λοιπόν είναι δεκτικά αθλιότητας ή μακαριότητας. Εμείς όμως ας σπεύσομε να επιτύχομε τη μακαριότητα.
79. Τα διάφορα κτίσματα συγκρινόμενα μεταξύ τους, άλλα λέγονται οικεία του Θεού κατά τη φύση και άλλα ξένα. Οικείες του Θεού είναι οι νοερές φύσεις που μόνο με το νου μπορούν να γίνουν αντιληπτές. Τελείως ξένες είναι οι φύσεις που βρίσκονται στην περιοχή των αισθήσεων. Και ακόμη παραπέρα από αυτές είναι οι εντελώς άψυχες και ακίνητες. Σε σύγκριση λοιπόν μεταξύ τους τα κτίσματα λέγονται οικεία κατά τη φύση με το Θεό ή ξένα. Αυτά όμως καθαυτά κατά τη φύση είναι όλα ξένα προς το Θεό. Γιατί είναι αδύνατο να πούμε πόσο μακριά είναι η νοερή φύση από το Θεό, ή πόσο απέχει η αίσθηση και τα αισθητά από τα νοερά. Αφού λοιπόν είμαστε κατά τη φύση μας τόσο μακριά από το Θεό, αλοίμονο σ’ εμάς αν δεν τον πλησιάσομε με αγαθή προαίρεση και με καλά έργα και τρόπους.
80. Η ένθεη και κοινή γλώσσα των ιερών Θεολόγων, ο θεοφόρος Δαμασκηνός, λέει στο δεύτερο από τα θεολογικά του κεφάλαια: «Εκείνος που θέλει να μιλάει ή να ακούει περί Θεού, πρέπει να γνωρίζει σαφώς ότι τα της θεολογίας και της θείας Οικονομίας δεν είναι ούτε όλα άρρητα, ούτε όλα ρητά· ούτε βέβαια όλα γνωστά, ούτε όλα άγνωστα. Γνωρίζομε ότι είναι πάνω από κάθε λόγο ακόμα και όσα από τα θεία επιτρέπουν την έκφρασή τους με το λόγο, γιατί κι αυτών το νόημα υπερβαίνει το λόγο. Δεν είναι έξω από το λόγο από έλλειψη, αλλά είναι έξω από το λόγο το δικό μας, αυτόν που ενοικεί μέσα μας και αυτόν που εμείς οι ίδιοι κάνομε ν’ ακούνε οι άλλοι. Γιατί ούτε ο ένας, ο προφορικός λόγος, μπορεί να τα εξηγήσει και να τα παραστήσει, ούτε ο άλλος, ο ενδιάθετος, μπορεί πολυπραγμονώντας να τα φτάσει μόνος του. Δεν πρέπει λοιπόν να επιτρέπομε στους εαυτούς μας να λέμε τίποτε περί Θεού, αλλά να στρεφόμαστε στη διδασκαλία των Αγίων που μιλούν για τα πνευματικά με το φωτισμό του Πνεύματος —και ειδικά όταν μας ζητούν λόγο οι αντίπαλοι».
81. Λέγεται ότι στην είσοδο της σχολής του Πλάτωνα υπήρχε η επιγραφή «Μηδείς εισίτω αγεωμέτρητος» (κανείς αγεωμέτρητος να μην εισέρχεται). Τελείως αγεωμέτρητος είναι εκείνος που δεν μπορεί να διανοείται και να διαλέγεται για τα αχώριστα ως χωρισμένα. Γιατί είναι αδύνατο να υπάρχει πέρας χωρίς αυτό που περατώνεται. Και όλη σχεδόν η υπόθεση της Γεωμετρίας είναι περί των περάτων, τα οποία κάποτε και χωρίς τα περατούμενα ορίζονται και προβάλλονται, με το να χωρίζει ο νους τα αχώριστα (το σχήμα από την ύλη). Εκείνος τώρα που δεν έμαθε ακόμη να χωρίζει με το νου το σώμα από τα σχετικά με το σώμα, πώς θ’ ακούσει για τη φύση καθεαυτή, η οποία δεν είναι μόνο αχώριστη από τα φυσικά, υπάρχοντας μέσα σ’ αυτά, αλλά ούτε και μπορεί να υπάρξει χωρίς αυτά; Πώς θ’ ακούσει για τα καθολικά ως καθολικά, που είναι μέσα στα μερικά και αποχωρίζονται από αυτά μόνο με το νου και το λόγο, που νοούνται πριν από τα πολλά και χωρίς τα πολλά δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια; Πώς θ’ ακούσει για τα νοητά και νοερά; Πώς θ’ ακούσει να λέμε ότι ο καθένας μας έχει και νου και διανοήματα και ότι ο καθένας μας είναι ο νους των διανοημάτων του; Πώς θ’ ακούσει και δε θα μας περιγελάσει και δε θα μας διακόψει κατηγορώντας μας πως λέμε ότι ο κάθε άνθρωπος έχει δύο και πολλούς νόες; Κι εκείνος που δεν μπορεί να ακούει ή να μιλάει γι’ αυτά τα αδιαίρετα ως διαιρεμένα, πώς θα μπορέσει να πει ή να διδαχτεί κάτι τέτοιο περί Θεού; Για το Θεό ισχύουν και λέγονται πολλές ενώσεις και διακρίσεις (διαιρέσεις) κατά τους Θεολόγους. Αλλά οι ενώσεις είναι επικρατέστερες από τις διακρίσεις και προηγούνται· ούτε τις καταργούν, ούτε εμποδίζονται διόλου απ’ αυτές. Οι αντίθετοι λοιπόν, δε δέχονται, ούτε μπορούν να μάθουν την αδιαίρετη διαίρεση στο Θεό και τη διαιρεμένη ένωση, που ακούνε να λέμε σύμφωνα με τους Αγίους, ότι δηλαδή ο Θεός κατά ένα μέρος είναι ακατάληπτος και κατά ένα μέρος καταληπτός, αλλά είναι Ένας· είναι ακατάληπτος κατά την ουσία Του, καταληπτός από τα έργα Του, κατά τις θείες Του ενέργειες, δηλαδή την προαιώνια για μας θέλησή Του, την προαιώνια πρόνοιά Του για μας, την προαιώνια για μας σοφία Του και, για να πω σύμφωνα με τον άγιο Μάξιμο, την άπειρη δύναμη και σοφία και αγαθότητά Του. Κι επειδή εμείς είπαμε ότι αυτά ισχύουν κατ’ ανάγκην, τ’ άκουσαν οι αντίθετοι και οι έπειτα όμοιοί τους και μας κατηγορούν ότι δεχόμαστε πολλούς θεούς και πολλά άκτιστα και ότι κάνομε το Θεό σύνθετο. Γιατί αγνοούν ότι ο Θεός διαιρείται αδιαίρετα και ενώνεται διαιρεμένα, και παρά ταύτα ούτε πολλαπλασιασμό υφίσταται, ούτε σύνθεση.
82. Ο Μέγας Παύλος, το στόμα του Χριστού, το σκεύος της εκλογής(Πράξ. 9, 15), το πιο περιφανές όχημα του θείου ονόματος, λέει: «Τα αόρατα του Θεού, δηλαδή η αιώνια δύναμή Του και η θειότητά Του, βλέπονται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα από τότε που έγινε ο κόσμος»(Ρωμ. 1, 20). Άρα λοιπόν η ουσία του Θεού βλέπεται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα; Καθόλου βέβαια. Αυτό είναι παραφροσύνη των κακοδόξων και πιο πριν παράκρουση του Ευνομίου. Γιατί κι αυτός πριν από αυτούς, αλλά όμοια μ’ αυτούς, γράφει στους λόγους του ότι από τα δημιουργήματα τίποτε άλλο δε νοείται, παρά αυτή η ουσία του Θεού. Ο Απόστολος Παύλος όμως, κάθε άλλο, παρά αυτό διδάσκει. Αφού δηλαδή δίδαξε προηγουμένως ότι «το γνωστό του Θεού είναι φανερό»(Ρωμ. 1, 19) και αφού έδειξε ότι υπάρχει και κάτι άλλο παραπάνω από αυτό το γνωστό του Θεού, το οποίο ο Ίδιος φανέρωσε σ’ όλους όσους έχουν νου, κατόπιν πρόσθεσε: «γιατί τα αόρατα Αυτού βλέπονται από το νου μέσα από τα δημιουργήματα από τότε που έγινε ο κόσμος»(Ρωμ. 1, 20). Και τί είναι το «γνωστό του Θεού», θα μάθεις ως εξής. Οι θεοφόροι Πατέρες εξηγούν και λένε ότι ο Θεός έχει κάτι άγνωστο, που είναι η ουσία Του, και κάτι γνωστό, που είναι τα σχετικά με την ουσία, δηλαδή η αγαθότητα, η σοφία, η δύναμη, η θειότητα, δηλαδή η μεγαλειότητα, τα οποία ο Παύλος είπε αόρατα, αλλά νοούμενα μέσα από τα δημιουργήματα. Κι αυτά που νοούνται σχετικά με την ουσία του Θεού μέσα από τα δημιουργήματα, πώς μπορεί να είναι κτίσματα; Επομένως η ενέργεια του Θεού, η οποία νοείται μέσα από τα κτίσματά Του, και άκτιστη είναι, και δεν είναι ουσία. Γιατί, όπως είδαμε, δεν αναφέρεται μόνο στον ενικό, αλλά και στον πληθυντικό.
83. Τα δημιουργήματα φανερώνουν τη σοφία, την τέχνη και τη δύναμη του Θεού, όχι όμως και την ουσία Του, λέει ο Μέγας Βασίλειος, αντιλέγοντας στον Ευνόμιο, που ισχυριζόταν ότι από τα κτίσματα φανερώνεται η ουσία του Θεού. Άρα λοιπόν και άκτιστη είναι η ενέργεια που φανερώνεται από τα κτίσματα του Θεού, και δεν είναι ουσία. Κι εκείνοι που πρεσβεύουν ότι δε διαφέρει σε τίποτε η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, είναι καθαρά Ευνομιανοί.
84. Ορθά λοιπόν λέει στους αντιρρητικούς του λόγους ο Γρηγόριος Νύσσης, αδελφός του Μ. Βασιλείου και κατά τη σάρκα και κατά τα φρονήματα, ότι αφού κατανοήσομε το κάλλος και το μέγεθος των θαυμάτων της φύσεως, απ’ αυτά και άλλα όμοια αντλούμε διάφορα νοήματα περί του Θεού και εκφράζομε καθένα από τα νοήματα αυτά με ιδιαίτερο όνομα. Ανάλογα δηλαδή με το μέγεθος και την ομορφιά των κτισμάτων νοείται ο Γενεσιουργός τους(Σ. Σολ. 13, 5). Τον ονομάζομε Δημιουργό, επειδή είναι ο Ποιητής τους· Δυνατό, γιατί είχε τη δύναμη να κάνει ουσία τη θέλησή Του· και Δίκαιο, ως αδέκαστο Κριτή. Αλλά και την λέξη Θεός την πήραμε από την εποπτική Του ενέργεια (από το ρήμα θεώμαι). Ώστε κι από αυτή τη λέξη διδαχτήκαμε μιά επιμέρους ενέργεια της θείας φύσεως, αλλά την ουσία του Θεού δεν την κατανοήσαμε.
85. Ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, ο πιο έξοχος θεολόγος μετά τους θεσπέσιους Αποστόλους, αφού διευκρίνησε τη διάκριση του Θεού κατά τις Υποστάσεις, λέει: «Θεία διάκριση είναι και η αγαθοπρεπής πρόοδος της θείας ενώσεως που υπέρτατα ενωμένη πληθύνει και πολλαπλασιάζει τον εαυτό της από αγαθότητα». Πιό κάτω προσθέτει: «Θεία διάκριση λέμε τις αγαθοπρεπείς προόδους της Θεαρχίας. Δωρίζοντας δηλαδή σ’ όλα τα όντα και σκορπίζοντας πάνω σ’ αυτά τις μετουσίες όλων των αγαθών, διακρίνεται μένοντας ενωμένη και πληθύνεται ενικά και πολλαπλασιάζεται χωρίς να παύει να είναι Ένα». Κι ακόμη πιό κάτω λέει: «Αυτές τις κοινές και ενωμένες διακρίσεις της όλης θεότητας, δηλαδή τις αγαθοπρεπείς προόδους, εμείς θα προσπαθήσομε κατά το δυνατό να υμνήσομε». Με αυτά ο Άγιος Διονύσιος δείχνει καθαρά ότι εκτός από την υποστατική διάκριση στο Θεό, υπάρχει και άλλη. Αυτή την παράλληλη με την υποστατική διάκριση, την ονομάζει διάκριση θεότητας. Γιατί η διάκριση κατά τις Υποστάσεις, δεν είναι διάκριση θεότητας. Και λέει ότι κατά τις θείες προόδους και ενέργειες, ο Θεός πληθύνεται και πολλαπλασιάζεται, και την ίδια πρόοδο τη λέει πως είναι και πρόοδοι. Στην υποστατική όμως διάκριση, το θείον δεν πολλαπλασιάζεται —άπαγε—, ούτε ως Θεός χωρίζεται· γιατί ο Θεός μας είναι Τριάδα, αλλά όχι τριπλός. Δείχνει επίσης ότι αυτές οι πρόοδοι και ενέργειες είναι άχτιστες, γιατί και θείες τις ονομάζει και διακρίσεις της όλης θεότητας λέει ότι είναι, και λέει ότι η ίδια η Θεαρχία κατά τις θείες αυτές προόδους και ενέργειες, πληθύνει και πολλαπλασιάζει τον εαυτό Της, χωρίς να προσλαμβάνει κάτι απ’ έξω —άπαγε. Αλλά και υπόσχεται τέλος ότι θα υμνήσει αυτές τις προόδους. Προσθέτει όμως, «κατά το δυνατόν», δείχνοντας ότι αυτές ξεπερνούν κάθε ύμνηση —μ’ όλο που ο ίδιος είναι ο εξοχότερος των θείων Υμνωδών.
86. Ο ίδιος θεοφάντωρ Διονύσιος, αφού είπε πιό πάνω ότι η αγαθοπρεπής πρόοδος είναι θεία διάκριση, προσθέτει: «Οι άσχετες (ακατάσχετες) μεταδόσεις είναι ενωμένες κατά τη θεία διάκριση». Μεταδόσεις εδώ με μιά λέξη λέει όλες τις προόδους και ενέργειες του Θεού. Πρόσθεσε ότι είναι «άσχετες» για να μη νομίσει κανείς ότι αυτές είναι τα αποτελέσματα, όπως για παράδειγμα η ουσία καθενός όντος ή η αισθητή ζωή στα ζώντα ή ο λόγος και ο νους που υπάρχει μέσα στα λογικά και νοερά όντα. Γιατί πώς είναι δυνατό να είναι αυτά «άσχετα» μέσα στο Θεό, αν βέβαια είναι κτιστά; Και πώς οι «άσχετες» πρόοδοι και μεταδόσεις είναι κτίσματα, αφού η «άσχετη» μετάδοση υπάρχει φυσικώς μέσα στον μεταδίδοντα, όπως βλέπομε να συμβαίνει με το φως;
87. Προχωρώντας ο Μέγας Διονύσιος, υμνεί αυτές τις προόδους και ενέργειες του Θεού και με άλλα θεοπρεπή ονόματα και τις ονομάζει «μετοχές» και «αυτομετοχές» και δείχνει σε πολλά μέρη των λόγων του ότι αυτές είναι υπέρ τα όντα, και λέει ότι είναι παραδείγματα των όντων που προϋπάρχουν στο Θεό με υπερούσια ένωση. Πώς λοιπόν αυτά μπορεί να είναι κτίσματα; Παρακάτω συμπληρώνει, διδάσκοντας τί είναι τα «παραδείγματα» αυτά: «Παραδείγματα λέμε ότι είναι οι προϋπάρχοντες ενιαία μέσα στο Θεό ουσιοποιοί λόγοι των όντων, τους οποίους η θεολογία ονομάζει προορισμούς και θεία και αγαθά θελήματα, που ξεχωρίζουν και δημιουργούν τα όντα. Σύμφωνα με αυτούς ο Υπερούσιος Θεός καθόρισε από πριν και δημιούργησε όλα τα όντα». Πώς είναι δυνατό λοιπόν οι προορισμοί και τα θεία θελήματα που δημιουργούν τα όντα, να είναι κτιστά; Και πώς δεν είναι φανερό ότι υποβιβάζουν βάναυσα την πρόνοια του Θεού σε κτίσμα εκείνοι που θεωρούν κτιστές αυτές τις προόδους και ενέργειες του Θεού; Γιατί τα θεία θελήματα και οι θείες αυτές μετοχές και δωρεές της θείας Αγαθότητας, της αιτίας των πάντων, είναι η ουσιοποιός και η ζωοποιός και η σοφοποιός και γενικά η δημιουργική και συνεκτική των κτιστών όντων ενέργεια.
88. Η μετοχή λοιπόν της Αυτοϋπάρξεως δε μετέχει σε τίποτε με κανένα τρόπο, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος. Οι άλλες όμως μετοχές, ως μετοχές και αρχές των όντων, δε μετέχουν ολότελα σε τίποτε, όπως για παράδειγμα, ούτε η πρόνοια μετέχει στην πρόνοια, ούτε η ζωή στη ζωή· επειδή όμως έχουν ύπαρξη, λέγονται ότι μετέχουν στην Αυτοΰπαρξη, γιατί χωρίς Αυτήν ούτε υπάρχουν, ούτε μετέχονται, όπως για παράδειγμα, η πρόγνωση δε θα υπήρχε ούτε θα μετεχόταν χωρίς τη γνώση. Γι’ αυτό αυτές, ως αυτομετοχές, δεν είναι διόλου κτιστές. Άρα, και κατά τον άγιο Μάξιμο, δεν έλαβαν ποτέ αρχή, αλλά θεωρούνται ως ουσιώδη γνωρίσματα του Θεού και δεν υπάρχει χρόνος που δεν υπήρχαν. Οι αντίθετοι όμως, την Αυτοζωή, την Αυτοαγαθότητα και τα όμοια, ασεβώς τα νομίζουν κτιστά επειδή μετέχουν στην κοινή επωνυμία των όντων, και δε βλέπουν ότι, αν και λέγονται όντα, εντούτοις είναι υπέρ τα όντα, όπως λέει ο Μέγας Διονύσιος. Εύκολα λοιπόν εκείνοι που γι’ αυτό το λόγο βάζουν τις αυτομετοχές στην ίδια τάξη με τα κτίσματα, θα νόμιζαν και το Άγιο πνεύμα κτιστό, επειδή λέει ο Μέγας Βασίλειος ότι μετέχει Αυτό στα θεοπρεπή ονόματα.
89. Αν κανείς πει ότι μόνο η Αυτοΰπαρξη είναι μετοχή, γιατί μόνο Αυτή δε μετέχει αλλά μετέχεται, καθώς οι άλλες μετοχές μετέχουν σ’ Αυτή, ας γνωρίζει ότι δε σκέφτεται συνετά για τις άλλες μετοχές. Γιατί τα ζώντα ή τα άγια ή τα αγαθά, δεν λέγονται ότι ζουν κατά μέθεξη και αγιάζονται και γίνονται αγαθά μόνον επειδή απλώς ζουν και μετέχουν στην Αυτοΰπαρξη, αλλά επειδή μετέχουν στην Αυτοζωή και την Αυτοαγιότητα και την Αυτοαγαθότητα. Και η Αυτοαγαθότητα, ή και τα άλλα παρόμοια, δε γίνεται Αυτοζωή με τη μέθεξη άλλης αυτοζωής. Γι’ αυτό και ως Αυτοζωή ανήκει στα μετεχόμενα και όχι στα μετέχοντα. Εκείνο λοιπόν που δε μετέχει στη ζωή αλλά αυτό μετέχεται και ζωοποιεί όσα ζούνε, πώς μπορεί να ειναι κτίσμα; Τα ίδια και για τις άλλες μετοχές.
90. Ας μιλήσει τώρα μαζί μας και ο ιερός Μάξιμος, που σε σχόλιά του γράφει ότι οι πρόοδοι αυτές του Θεού είναι η πρόνοια που δημιούργησε τα όντα: «Και είναι κοινές στην τρισυπόστατη Μονάδα οι δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες, δηλαδή οι ουσιοποιήσεις, οι ζωοποιήσεις, οι σοφοποιήσεις». Λέγοντας λοιπόν ότι αυτές είναι πολλές και διακεκριμένες, έδειξε ότι αυτές δεν είναι η ουσία του Θεού, γιατί αυτή είναι μία και εντελώς αδιαίρετη. Λέγοντας επίσης ότι είναι κοινές στην τρισυπόστατη Μονάδα, μας έδειξε ότι δεν πρόκειται για τον Υιό ή το Άγιο πνεύμα, γιατί ούτε ο Υιός ούτε το πνεύμα είναι κοινή ενέργεια των τριών Υποστάσεων. Τέλος, λέγοντάς τις όχι μόνο πρόνοιες και αγαθότητες, αλλά και δημιουργικές, έδειξε ότι είναι άκτιστες. Διαφορετικά, θα είναι δημιουργημένο το δημιουργικό από κάποιο άλλο δημιουργικό, κι αυτό πάλι από άλλο· κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να νοηθεί πώς συμβαίνει επ’ άπειρον, επομένως οδηγούμαστε στα έσχατα της ατοπίας. Οι πρόοδοι λοιπόν και οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες και καμιά τους δεν είναι ουσία, ούτε υπόσταση.
91. Ο Δημιουργός και Κυβερνήτης του παντός, μέσα στην ασύλληπτη υπερβολή της αγαθότητάς Του, έδωσε στο παν πολύμορφη υπόσταση και θέλησε, άλλα από τα όντα να έχουν μόνο το είναι και άλλα, εκτός από το είναι, να έχουν και ζωή· από αυτά πάλι, άλλα να έχουν νοερή ζωή κι άλλα μόνο αισθητή, ενώ μερικά να έχουν μικτή ζωή από τις δύο. Θέλησε ακόμη, όσα έλαβαν από Αυτόν ζωή λογική και νοερή, με την προς Αυτόν θεληματική κλίση να επιτυγχάνουν την ένωση μαζί Του και έτσι να ζουν θεϊκά και υπερφυσικά, έχοντας αξιωθεί τη θεοποιό Του χάρη και ενέργεια. Γιατί η θέληση του Θεού είναι γένεση για τα όντα, που είτε δημιουργούνται από το μηδέν, είτε βελτιώνονται, κι αυτό με διάφορους τρόπους. Γι’ αυτή τη διαφορά του θείου θελήματος ως προς τα όντα, η μία εκείνη πρόνοια και αγαθότητα, ή για να πούμε το ίδιο, η προς τα κατώτερα φροντίδα του Θεού από αγαθότητα, είναι και λέγεται από τους θεόσοφους Θεολόγους πολλές πρόνοιες και αγαθότητες, που μερίζονται αμερίστως και διαφοροποιούνται στα μεριστά (τα όντα). Έτσι, η μία από αυτές ονομάζεται προγνωστική δύναμη του Θεού, η άλλη δημιουργική και συνεκτική. Από αυτές πάλι, κατά τον Μέγα Διονύσιο, άλλες ονομάζονται ουσιοποιητικές, άλλες ζωοποιητικές και άλλες σοφοποιητικές. Η κάθε μία απ’ αυτές είναι κοινή στον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα· και στην κάθε μία για χάρη μας αγαθή και θεία θέληση, ο Πατέρας, ο Υιός και το Άγιο πνεύμα είναι η ουσιοποιητική και ζωοποιητική και σοφοποιητική ενέργεια και δύναμη. Αυτές ο ίδιος τις ονόμασε ακατάσχετες και αμείωτες μεταδόσεις, εξαίροντάς τις πάνω απ’ όλα μαζί τα κτιστά και διδάσκοντας ότι ενυπάρχουν φυσικά σ’ Αυτόν που τις μεταδίδει.
92. Όπως ο ήλιος που μεταδίδει χωρίς να μειώνεται θερμότητα και φως, τα έχει αυτά ως έμφυτες και ουσιώδεις ενέργειες, έτσι και οι θείες μεταδόσεις, ενυπάρχοντας αμείωτα σ’ Αυτόν που τις μεταδίδει, είναι φυσικές και ουσιώδεις ενέργειες Του. Επομένως είναι και άκτιστες. Κι όπως όταν ο ήλιος δύσει κι εγκαταλείψει τους ανθρώπους, δε μένει ίχνος ηλιακού φωτός πάνω στη γη, ενώ όταν φωτίζει, είναι αδύνατον, το μάτι που απολαμβάνει το φως του να μην ενώνεται με αυτό και μέσω αυτού με τον ήλιο που αναβλύζει το φως· κι όπως η θερμότητα του ηλίου που τόσα κάνει, συντελώντας στη γένεση και την αύξηση των αισθητών και στην πολυειδή διαφορά των χυμών και των ποιοτήτων, δεν τα εγκαταλείπει κι ας μην έχει συνάφεια με τον ήλιο μέσω της ακτίνας, με τον ίδιο τρόπο, με αμυδρή εικόνα από τα αισθητά, μόνον εκείνα που έρχονται σ’ επαφή με το υπερφυσικό και θεϊκότατο φως μετέχουν γνήσια στη θεοποιό χάρη και με αυτήν ενώνονται με το Θεό. Όλα τα άλλα είναι αποτελέσματα της δημιουργικής θείας ενέργειας και εμφανίστηκαν κατά χάρη, δηλαδή δωρεάν, από την ανυπαρξία, όχι όμως και στολισμένα από τη χάρη, η οποία είναι το όνομα της λαμπρότητας του Θεού.
93. Αυτή η λαμπρότητα και η θεοποιός ενέργεια του Θεού, που όσοι μετέχουν σ’ αυτή θεώνονται, είναι μιά θεία χάρη, αλλά όχι η φύση του Θεού. Όχι επειδή απουσιάζει από όσους έχουν τη χάρη, όπως φλυαρούν συκοφαντικά οι αντίθετοι —γιατί η φύση του Θεού είναι παντού—, αλλά επειδή δε μετέχεται, αφού, όπως προαποδείξαμε, δεν υπάρχει κανένα κτίσμα που θα μπορούσε να γίνει μέτοχο Αυτής. Και η θεία ενέργεια και χάρη του Πνεύματος, ενώ είναι παντού παρούσα και αχώριστη από Αυτό, για εκείνους που λόγω ακαθαρσίας δεν είναι δεκτικοί, είναι αμέθεκτη σαν να είναι απούσα. Όπως δηλαδή οι απεικονίσεις προσώπων δε γίνονται πάνω σε όλες τις ύλες, αλλά πάνω σ’ εκείνες που έχουν κάποια λειότητα και διαφάνεια, έτσι και η ενέργεια του Πνεύματος δεν έρχεται σ’ όλες τις ψυχές, αλλά σ’ εκείνες που δεν έχουν καμία δολιότητα ή διαστροφή. Και πάλι σ’ όλους είναι παρόν το Άγιο πνεύμα, και σ’ εκείνους που είναι καθαροί από πάθη, φανερώνει τη δύναμή Του, όχι όμως και σ’ όσους έχουν το νου τους κατασπιλωμένο από κηλίδες της αμαρτίας.
94. Όπως το φως του ηλίου είναι αχώριστο από τις ακτίνες του και από τη θερμότητα που μεταδίδεται μ’ αυτές, αλλά για όσους απ’ αυτούς που το δέχονται είναι τυφλοί, το φως είναι αμέθεκτο και μόνο η μέσω των ακτινών θερμότητα γίνεται αντιληπτή, αφού είναι ολότελα αδύνατο ν’ αντιληφθούν το φως όσοι στερούνται τα μάτια τους· έτσι και πολύ περισσότερο, κανένας απ’ όσους δέχονται τη θεία λαμπρότητα, δεν μπορεί να έχει μέθεξη της θειας ουσίας. Γιατί δεν υπάρχει απολύτως κανένα κτίσμα που να έχει δύναμη δεκτική της φύσεως του Δημιουργού.
95. Ας πουν μαζί με μας ότι η μετεχόμενη θεία ενέργεια δεν είναι ούτε κτιστή ούτε ουσία του Θεού, δίνοντας κοινή μαρτυρία, ο Βαπτιστής του Χριστού Ιωάννης, μαζί με τον Ιωάννη, τον πιο αγαπημένο μαθητή του Χριστού και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Ο ένας, γράφοντας τα λόγια στο Ευαγγέλιό του, ο Βαπτιστής και Πρόδρομος του Χριστού λέγοντας ότι το πνεύμα δε δίνεται με μέτρο στο Χριστό από το Θεό Πατέρα(Ιω. 3, 34), κι ο Χρυσόστομος εξηγώντας και γράφοντας: «Πνεύμα εδώ εννοεί την ενέργεια του Πνεύματος. Γιατί όλοι εμείς παίρνομε την ενέργεια του Πνεύματος με μέτρο, ενώ ο Χριστός την έχει αμέτρητη και ολόκληρη όλη την ενέργεια. Κι αν η ενέργειά Του είναι αμέτρητη, πολύ περισσότερο είναι η ουσία Του». Με το να πει την ενέργεια πνεύμα, ή μάλλον αυτό το πνεύμα του Θεού, όπως είπε ο Βαπτιστής, και ότι αυτή είναι αμέτρητη, φανέρωσε ότι είναι άκτιστη. Με το να πει ότι εμείς παίρνομε την ενέργεια με μέτρο, φανέρωσε τη διαφορά της άκτιστης ενέργειας προς την άκτιστη ουσία. Γιατί κανείς ποτέ δεν παίρνει την ουσία του Θεού, αλλ’ ούτε και όλοι μαζί αθροιστικά, αν υπέθετες κάτι τέτοιο· μόνο την ενέργεια, και αυτή κατά ένα μέρος ο καθένας, ανάλογα με το βαθμό της καθάρσεώς του. Προχωρώντας ο Χρυσόστομος, δείχνει και άλλη διαφορά της άκτιστης ουσίας ως προς την άκτιστη ενέργεια, λέγοντας: «Αν η ενέργεια του Πνεύματος είναι αμέτρητη, πολύ περισσότερο είναι η ουσία».
96. Αν, σύμφωνα με τις φλυαρίες των αντιθέτων και όσων φρονούν τα ίδια με αυτούς, δε διαφέρει διόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε και η δημιουργία, που ανήκει στην ενέργεια, δε διαφέρει διόλου από τη γέννηση και την εκπόρευση, που ανήκουν στην ουσία. Αν όμως η δημιουργία δε διαφέρει από τη γέννηση και την εκπόρευση, τότε και τα δημιουργήματα δε θα έχουν καμιά διαφορά από το «γέννημα» και από το «πρόβλημα» (το εκπορευόμενο). Κι αν αυτά είναι έτσι, σύμφωνα με αυτούς, τότε και ο Υιός του Θεού και το Άγιο πνεύμα δε διαφέρουν διόλου από τα κτίσματα. Και έτσι όλα τα κτίσματα θα είναι γεννήματα και προβλήματα του Θεού Πατέρα και η κτίση θα θεοποιηθεί και ο Θεός θα συνταχθεί με τα κτίσματα. Γι’ αυτό ο θείος Κύριλλος, δείχνοντας τη διαφορά της ουσίας και της ενέργειας του Θεού, λέει ότι η γέννηση ανήκει στη θεία φύση, ενώ η δημιουργία στη θεία ενέργεια. Κι ακόμη αποφαίνεται λέγοντας ρητά ότι φύση και ενέργεια δεν ταυτίζονται.
97. Αν δε διαφέρει καθόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε και η γέννηση και η εκπόρευση δε διαφέρουν καθόλου από τη δημιουργία. Ο Θεός και Πατέρας δημιουργεί μέσω του Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Ώστε και γεννά και εκπορεύει, κατά τη γνώμη των αντιθέτων και των οπαδών τους, μέσω του Υιού εν Αγίω Πνεύματι.
98. Αν δε διαφέρει καθόλου η θεία ουσία από τη θεία ενέργεια, τότε δε διαφέρει ούτε από τη θέληση. Και ο Υιός, ο μόνος γεννημένος από την ουσία του Πατέρα, θα είναι και δημιουργημένος από τη θέλησή Του —κατά τους αντιθέτους βέβαια.
99. Αν η ουσία του Θεού δε διαφέρει καθόλου από τη θεία ενέργεια, κι αφού οι θεοφόροι Πατέρες μαρτυρούν ότι και ενέργειες πολλές έχει ο Θεός, ώστε να υπάρχουν και δημιουργικές πρόνοιες και αγαθότητες, όπως δείξαμε παραπάνω, άρα λοιπόν ο Θεός έχει και πολλές ουσίες. Κάτι τέτοιο όμως κανένας ποτέ ούτε το είπε ούτε το σκέφτηκε από το γένος των Χριστιανών.
100. Αν οι ενέργειες του Θεού δε διαφέρουν από τη θεία ουσία, τότε δεν έχουν διαφορά και μεταξύ τους. Ας πούμε λοιπόν ότι από την πρόγνωση του Θεού, δε διαφέρει σε τίποτε η θέλησή Του. Τότε, ή ο Θεός δεν τα προγνωρίζει όλα, αφού βέβαια ούτε θέλει όλα τα γινόμενα, ή θέλει και τα κακά, αφού όλα τα προγνωρίζει. Αν δεν τα προγνωρίζει όλα, είναι το ίδιο να πεις ότι δεν είναι ούτε Θεός. Αν πάλι δεν είναι αγαθός, είναι ταυτόσημο με το ότι δεν είναι ούτε Θεός. Άρα λοιπόν η πρόγνωση διαφέρει από τη θεία θέληση κι επομένως, η κάθε μία απ’ αυτές διαφέρει από τη θεία ουσία.
————————————————————
(πηγή: Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών, μεταφρ. Αντώνιος Γαλίτης, εκδ. Το περιβόλι της Παναγίας, 1986, δ΄τόμος, σελ. 312-331)

πηγή: Ομολογία Πίστεως