Ο ΠΡΟΤΕΣΤΑΝΤΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΙΕΡΑΡΧΩΝ ΜΑΣ: "Πάνω στό θέμα αὐτό θά ἐκθέσω μερικές ἀπόψεις μου"(Ναυπάκτου Ιερόθεος)! ΟΙ ΙΕΡΑΡΧΕΣ ΕΚΤΙΘΕΝΤΑΙ ΟΤΑΝ ΕΚΦΡΑΖΟΥΝ ΑΠΟΨΕΙΣ ΔΙΚΕΣ ΤΟΥΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΟΥ ΕΔΡΑΖΟΝΤΑΙ ΣΕ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΔΡΕΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΥ ΤΗΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΟΙ ΙΕΡΕΙΣ (ΤΟΥ ΘΕΟΥ) ΚΑΙ ΜΑΖΙ ΟΙ (ΑΓΡΑΜΜΑΤΟΙ) ΛΑΪΚΟΙ!
Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας (ΣτΕ)
καί τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν
Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Ἁγίου Βλασίου Ἱεροθέου
Ἐξεδόθη ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 660/2018 ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε. γιά τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί γίνεται μεγάλη συζήτηση στόν ἔντυπο καί ἠλεκτρονικό τύπο γιά τό θέμα αὐτό, ὅπως ἔγιναν καί δηλώσεις ὑπευθύνων ἀπό πλευρᾶς Ἐκκλησίας καί Πολιτείας. Πάνω στό θέμα αὐτό θά ἐκθέσω μερικές ἀπόψεις μου, πρῶτα ὡς πρός τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί ἔπειτα ὡς πρός τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί ὡς πρός τό τί δέον γενέσθαι.
1. Τά δύο Προγράμματα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
1. Τά δύο Προγράμματα τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν
Γιά νά κατανοήση κανείς τί ἀκριβῶς συμβαίνει μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, πρέπει νά ἐξετάση τήν διαφορά πού ὑφίσταται μεταξύ δύο Προγραμμάτων.
Πρίν τόν Σεπτέμβριο 2016, ὡς πρός τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στήν Πρωτοβάθμια καί Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, ἴσχυε τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα βάσει τοῦ ὁποίου ἐγράφησαν τά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ ἀναλυτική μέθοδος ἴσχυε πολλά χρόνια στήν ἐκπαίδευση, ἀφοῦ στηρίζεται στήν ἀρχή ὅτι ἀπό τά ἁπλά στοιχεῖα γίνεται ἡ μετάβαση τά συνθετότερα, στά δέ θρησκευτικά –ὅπως καί σέ ἄλλα μαθήματα– γίνονταν τρεῖς κυκλικές ἐπαναλήψεις τῆς ὕλης ἀπό ἁπλούστερες σέ συνθετότερες μορφές κατά τό Δημοτικό, Γυμνάσιο καί Λύκειο. Αὐτονόητα τά ζητήματα ἐτίθεντο μέ χρονολογική σειρά καί λογική συγκρότηση ἀπό τά ἁπλά στά σύνθετα.
Συγκεκριμένα, ἄρχιζε ἡ προσφερόμενη γνώση ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, προχωροῦσε στήν Καινή Διαθήκη στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ καί ἐπεκτεινόταν στήν συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμό, στίς διαφορές μεταξύ τῶν Χριστιανῶν (Ὀρθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικῶν, Προτεσταντῶν), στίς αἱρέσεις, στίς ἄλλες Θρησκεῖες καί τά σύγχρονα κοινωνικά καί βιοηθικά προβλήματα. Στήν ὅλη μεθοδολογία τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος δέν ὑπῆρχαν πολλαπλές θρησκεῖες ταυτοχρόνως πλημμελῶς, ἀποσπασματικά ἐξεταζόμενες, οὔτε συναφῶς ἀνιστόρητες μεταβάσεις μέ ἅλματα αἰώνων ἐν εἴδει σύγκρισης φαινομένων καί μέ πρόσχημα τήν κριτική σκέψη.
Ἕνα τέτοιο μάθημα, πού στηριζόταν στήν ἀναλυτική μέθοδο, παρεῖχε ὁλοκληρωμένη γνώση καί δέν ἦταν ὁμολογιακό μάθημα, οὔτε εἶχε κατηχητικό χαρακτήρα, ἀλλά ἦταν γνωσιολογικό, πολιτιστικό καί θρησκειολογικό.
Ἄλλωστε, ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ βάση τῶν τριῶν γνωστῶν Θρησκειῶν (Ἑβραϊσμοῦ, Χριστιανισμοῦ, Μουσουλμανισμοῦ), ἄν καί ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι Θρησκεία, ὅπως οἱ ἄλλες, καθώς ἐπίσης οἱ μαθητές, ἐκτός ἀπό τήν δική τους χριστιανική πολιτιστική παράδοση, διδάσκονταν καί ἄλλες Θρησκεῖες καί ἄλλες σέκτες καί αἱρέσεις, καθώς ἐπίσης διδάσκονταν σύγχρονα κοινωνικά, οἰκολογικά ἤ βιοηθικά ζητήματα. Τό ὅτι μερικοί συστηματικά διαδίδουν ὅτι τό μάθημα αὐτό τῶν Θρησκευτικῶν ἦταν κατηχητικό καί ὁμολογιακό παραποιοῦν τά πράγματα ἐν γνώσει τους καί παραπλανοῦν συστηματικά τήν κοινωνία.
Ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016 μέ ὑπουργική ἀπόφαση πού δημοσιεύθηκε στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, καί εἶχε ἰσχύ Νόμου, ἄλλαξε αὐτή ἡ μεθοδολογία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν πού βασιζόταν στήν ἀναλυτική σκέψη καί εἰσήχθη τό λεγόμενο Πρόγραμμα Σπουδῶν πού βασίζεται στήν θεματική μέθοδο σπουδῶν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐγκαταλείφθηκε πλέον ἡ ἀναλυτική μέθοδος καί εἰσήχθη ἡ μέθοδος διδασκαλίας τῶν Προγραμμάτων διαδικασίας, μέ ἔμφαση στήν μάθηση μέσῳ τῆς πράξης καί συμμετοχῆς τοῦ μαθητῆ στήν γνωστική διαδικασία.
Τά Ἀναλυτικά Προγράμματα κρίθηκαν ὡς παρωχημένα λόγῳ «ἀσαφοῦς, ἀόριστης στοχοθεσίας, μέ στείρα παροχή πληροφορίας καί συναφοῦς ἄκριτης ἀπομνημόνευσης, αὐστηροῦ προγραμματισμοῦ τῆς διδακτέας ὕλης, ἀνελαστικοῦ προγραμματισμοῦ τῆς διδασκαλίας, λιγοστῆς δυνατότητας ἀνάληψης πρωτοβουλιῶν ἀπό τόν ἐκπαιδευτικό».
Ἡ μεθοδολογία τῶν Προγραμμάτων διαδικασίας –ὅπως τοὐλάχιστον ἐφαρμόζονται στά νέα Προγράμματα Σπουδῶν Θρησκευτικῶν– μέ ἔμφαση στήν μάθηση, μέσῳ συμμετοχικῆς πράξης μαθητῶν καί διδασκόντων, ἑστιάζει πλήρως στό πῶς τῆς πράξης, καταργώντας ὡς ἀπολύτως παρωχημένο τό τί τῆς διδακτέως ὕλης.
Τό τί τῆς διδασκαλίας κρίνεται ὡς πληροφορία πού μεταβάλλεται διαρκῶς καί συνεπῶς δέν ἀξίζει τῆς προσοχῆς τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, ἐνῶ τό πῶς μαθαίνω ἀναδεικνύεται σέ μέγιστη ἀξία. Σέ ἕνα τέτοιο πλαίσιο καθίσταται ἀπολύτως σαφές τό γιατί παραγνωρίζεται ἀπολύτως ἡ σημασία τῆς ἱστορίας καί τῆς ἀναλυτικῆς λογικῆς, παρά τίς ρητορικές διαβεβαιώσεις περί στιβαροῦ ἱστορικοῦ πλαισίου, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό περιβάλλον τῆς πληροφορίας.
Ὅταν αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι τό πῶς, ἀναγκαίως καί ἀναπόφευκτα ἐπιστρατεύονται τραγουδάκια, ποιηματάκια, σκετσάκια ὑπηρετικά τοῦ πῶς. Τά ἱστορικά φαινόμενα καθυποτάσσονται στήν λειτουργία ἐκμάθησης τοῦ πῶς.
Ἡ μετάβαση ἀπό τήν ἱστορία στήν πρακτική δεξιότητα εἶναι σαφής. Ἡ λογική τῶν δεξιοτήτων προωθούμενη ἀπό τό Πρόγραμμα Σπουδῶν χρησιμοποιεῖ τήν ἱστορία ὡς πεδίο ἐκμάθησης τεχνικῶν. Ἀκριβῶς γι' αὐτό χρησιμοποεῖ ὅ,τι εἶναι βολικό ἀπό τήν ἱστορία γιά ἐκμάθηση τεχνῶν καί στά πλαίσια τῆς πολυπολιτισμικότητας χρησιμοποιεῖ ὅ,τι εἶναι βολικό γιά τήν ἐξάσκηση τῶν μαθητῶν στίς παγκοσμιοποιημένες ἀρετές τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας, οὐδέτερες γιά κάθε Θρησκεία. Ἀκριβῶς γι' αὐτό κάθε ἱστορικό φαινόμενο ἐξετάζεται πλημμελῶς, διότι δέν ἐνδιαφέρει καθεαυτό, ἀλλά ἐνδιαφέρει ἡ προκύπτουσα ἀπό αὐτό χρησιμότητα.
Ἡ θεματική μέθοδος δέν ἔχει σχέση μόνον μέ μιά ἁπλή μέθοδο, πού εἶναι ἔργο τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, ἀλλά ἔχει σχέση μέ τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ θρησκευτική γνώση μέ τήν μέθοδο αὐτή δέν προσφέρεται μεθοδικά, χρονικά, ἀλλά ἀποσπασματικά. Δηλαδή, ἡ θεματική μέθοδος, ὅπως προαναφέρθηκε, κατήργησε τήν ἱστορική διάρθρωση τῆς ὕλης καί προσφέρει μιά προσέγγιση φαινομενολογική.
Αὐτό χαρακτηρίσθηκε ὡς «θρησκευτικός γραμματισμός», μέ τήν ἔννοια ὅτι σχηματίζεται μιά γνώση, λαμβάνοντας στοιχεῖα ἀπό ὅλες τίς θρησκεῖες. Πρέπει νά θυμίσω ὅτι, ὅπως ἀνέλυσα στήν εἰσήγησή μου στήν Ἱεραρχία, ὁ «θρησκευτικός γραμματισμός» ἦταν μιά θεωρία τοῦ Andrew Wright στήν Βρεταννία, τήν δεκαετία τοῦ ’90 πού δημιουργήθηκε «στόν ἀντίποδα τῆς φιλελεύθερης θεώρησης τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς» τοῦ Robert Jakson. Ὅμως, τελικά μέ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν δέν ἐφαρμόσθηκε ὁ «θρησκευτικός γραμματισμός» τοῦ Andrew Wright.
Ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ παλαιοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος καί τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν δείχνει τό ὅλο πρόβλημα πού ὑπάρχει στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί δημιουργεῖ σύγχυση. Ἡ ἴδια διαφορά θά παρατηρηθῆ καί στό μάθημα τῆς ἱστορίας, ὅταν ἀντί νά διδαχθῆ ἡ ἱστορία τῆς χώρας μας μέ τήν ἀναλυτική μέθοδο (ἀρχαία, μέση, νεώτερη), θά διδαχθοῦν θεματικά ὅλα μαζί τά ἱστορικά γεγονότα. Αὐτό θά δημιουργήση τεράστια σύγχυση στούς μαθητές.
Δηλαδή, ἡ θεματική μέθοδος σπουδῶν στά μέν Θρησκευτικά δημιουργεῖ τόν θρησκευτικό συγκρητισμό, στήν δέ ἱστορία τόν ἀκραῖο διεθνισμό, πού ὑπονομεύει τό Ἔθνος καί εἰσάγει ἐν πολλοῖς τήν ἀρχή τῆς σύνθεσης καί τῆς ἀπώλειας τῶν πολιτισμικῶν χαρακτηριστικῶν καί ὁδηγεῖ στήν ἀφομοίωση ἑνός πολιτισμοῦ ἤ τόν ἀπο-εκπολιτισμό του.
Στό θέμα αὐτό πρέπει νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη τά ὅσα ἐξέθεσα προηγουμένως γιά τήν διαφορά μεταξύ τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος καί τοῦ Προγράμματος Σπουδῶν, σύμφωνα μέ ἐπιστημονικά δεδομένα, τά ὁποῖα ἔχω ἀναλύσει σέ δύο Εἰσηγήσεις μου στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο (Ἰανουάριος 2016) καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Μάρτιος 2016).
Ἄν κανείς δέν ἐντοπίση αὐτήν τήν πραγματικότητα, δέν θά μπορέση νά καταλάβη καθόλου τό πρόβλημα πού ἔχει δημιουργηθῆ στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Δέν πρόκειται, δηλαδή, γιά μερικά ἐπί μέρους προβλήματα καί στοιχεῖα γνωσιολογικά, οὔτε γιά μερικά τραγούδια καί ἀποσπάσματα, ἀλλά γιά ὑπονόμευση τῆς σοβαρῆς ἀναλυτικῆς μεθόδου πού εἶναι ἡ βάση κάθε ἐπιστήμης, καί αὐτό ἔχει συνέπειες στόν πολιτισμό.
Ἔτσι, τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μέ τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα ἦταν μεθοδικό, γνωσιολογικό, πολιτιστικό, θρησκειολογικό, ὅπως ἔχει ἀποδειχθῆ σέ σχετική διδακτορική διατριβή, καί ὄχι κατηχητικό καί ὁμολογιακό, μέ τίς ἀπαραίτητες διορθώσεις. Ἀντίθετα, τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μέ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν εἶναι συγκρητιστικό, διαθρησκειακό, καί ὑπονομεύει ὅλη τήν παράδοσή μας, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν γνώση τοῦ δικοῦ μας πολιτιστικοῦ προτύπου, μέ τόν παράλληλο σεβασμό κάθε ἑτερότητας.
Ἐπειδή τελευταῖα διαδίδεται πολύ ὅτι τούς Φακέλους τοῦ Μαθητοῦ πού ἐκφράζουν τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν τούς ἐνέκρινε ἡ Ἐκκλησία, θέλω νά διευκρινίσω ὅτι στήν Συνεδρίαση τῆς 27ης Ἰουνίου 2017, μετά τήν σχετική εἰσήγηση γιά τούς Φακέλους τοῦ Μαθητοῦ, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπιφυλάχθηκε καί δέν ἐνέκρινε.
Ἡ πρόταση τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, ὅπως φαίνεται στά Πρακτικά τῆς Ἱεραρχίας ἦταν:
«Ἑπομένως, ἡ Ἐπιτροπή διαλόγου θά συνεχίσει τόν διάλογο μέ τήν Πολιτεία καί θά παρακολουθεῖ τήν ἐξέλιξη τῶν θεμάτων ὡς πρός τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἔτσι, λοιπόν, σήμερα δέν θά ποῦμε ὅτι ἐγκρίνεται ἤ ἀπορρίπτεται τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ἀλλά ὅτι ἡ ΙΣΙ ἐνημερώθηκε ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καί τούς εὐχαριστοῦμε...». Καί ἡ πρόταση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἔγινε ὁμοφώνως ἀποδεκτή.
Ἑπομένως, ἡ Ἱεραρχία δέν ἐνέκρινε, οὔτε ἀπέρριψε, ἁπλῶς ἐνημερώθηκε.
2. Οἱ προηγούμενες ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας γιά τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα
Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀσχολήθηκε κατά καιρούς μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, κρίνοντας διάφορες προσφυγές πού ἀναφέρονταν σέ παράλληλα θέματα, ὅπως τήν προσευχή καί τήν μή παρακολούθηση τοῦ μαθήματος.
Εἶναι ἀνάγκη νά ἐπισημανθῆ ὅτι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας συζητᾶ θέματα προσφυγῶν καί ἀκυρώσεων, στηριζόμενο κυρίως στό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος καί τίς ἀποφάσειςκ τῶν Εὐρωπαϊκῶν καί Διεθνῶν Ὀργανισμῶν.
Πρέπει νά γίνη σαφές ὅτι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας εἶναι τό Ἀνώτατο Ἀκυρωτικό Δικαστήριο τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, τό ὁποῖο ἑρμηνεύει τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους τοῦ Κράτους. Δέν μπορεῖ κάθε Ὑπουργός νά ἑρμηνεύη τό Σύνταγμα κατά τήν ἰδεολογία του, παραθεωρώντας τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, διότι τότε θά ἐκφρασθῆ στήν πράξη ἡ ὑπονόμευση τῆς ἴδιας τῆς Δημοκρατίας. Δέν εἶναι δυνατόν κάποιος μέ λαϊκιστικές ἰδεολογικές δηλώσεις καί ἐκφράσεις νά ὑπονομεύη τό ἴδιο τό Πολίτευμα τῆς Δημοκρατίας.
Στό συγκεκριμένο θέμα τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀποφάνθηκε δύο φορές.
Συγκεκριμένα, γιά ὅσο ἴσχυε τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, δηλαδή μέχρι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, ὑπάρχουν δύο ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί μιά ἀπόφαση τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, ἡ ὁποία ἐφετειακή ἀπόφαση εἶναι ἰσόκυρη μέ τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἐπειδή ὁ Νόμος 702/1977 ὑπήγαγε τήν ἐκδίκαση τῶν αἰτήσεων τῶν ἀκυρωτικῶν πράξεων πού ἀφοροῦν κάθε θέμα ἐκπαιδευτικῆς νομοθεσίας ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας στό Τριμελές Διοικητικό Ἐφετεῖο.
Ἔτσι, ἡ ἀπόφαση 3356/1995 τοῦ ΣΤ' Τμήματος τοῦ Σ.τ.Ε. στηρίχθηκε στά ἄρθρα 13, 16, καί 3 τοῦ Συντάγματος, ἀπό τά ὁποῖα συνεπάγεται ὅτι ὁ σκοπός τῆς παιδείας πού προσφέρουν τά Σχολεῖα εἶναι «μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ἡ "ἀνάπτυξη" τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλληνοπαίδων σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς διδασκαλίας». Ἐπικαλέσθηκε καί τήν Διεθνῆ Σύμβαση τῆς Ρώμης τῆς 4ης Νοεμβρίου 1950, κατά τήν ὁποία κάθε κράτος «θά σέβεται τό δικαίωμα τῶν γονέων, ὅπως ἐξασφαλίζωσιν τήν μόρφωσιν καί ἐκπαίδευσιν τούτων συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».
Συγχρόνως, ἀπεφάσισε ὅτι οἱ μαθητές μποροῦν νά μή παρακολουθήσουν τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἀρκεῖ νά τό δηλώσουν στόν Διευθυντή τοῦ Σχολείου ὅτι ἔχουν λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως πού προσδιορίζονται σαφῶς, «ἤτοι διότι εἶναι ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθεοι».
Στήν συνέχεια, ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 2176/1998 ἀπόφαση τοῦ ΣΤ' Τμήματος τοῦ Σ.τ.Ε. πού ἐξεδόθη μέ ἀφορμή ἄλλη αἴτηση ἀκυρώσεως πού ἀφορᾶ τήν μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας ἀναφέρεται στόν σκοπό τῆς παιδείας, πού εἶναι ὁ ἴδιος πού προσδιορίσθηκε ἀπό τήν προηγούμενη ἀπόφαση τοῦ 1995 καί συγχρόνως ἀναφέρεται στό νά ἐξασφαλίζεται ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν «ἐπί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως».
Πέρα ἀπό τίς δύο αὐτές ἀποφάσεις τοῦ Σ.τ.Ε., καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 115/2012 ἀπόφαση τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, ἀπεφάνθη ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως διδασκόταν τότε μέ τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, κινεῖται στίς ἀπαιτήσεις τοῦ πλουραρισμοῦ, τῆς πολυφωνίας καί τῆς πολυπολιτισμικότητας∙ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές δέν μποροῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὅσους λόγους καί ἄν ἐπικαλεσθοῦν∙ καί ὅτι ἐπιτρέπεται νά ἀπαλλάσσωνται ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μόνον οἱ ἄθρησκοι, οἱ ἀλλόθρησκοι ἤ ἑτερόδοξοι μαθητές, μόνον μέ τίς αὐστηρές προδιαγραφόμενες προϋποθέσεις.
Ἑπομένως, τά βιβλία πού διδάσκονταν στά Σχολεῖα τῆς Πρωτοβάθμιας καί Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης, βάσει τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος, μέχρι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων τῆς Χώρας μας πού μνημονεύθηκαν ἦταν σύμφωνα μέ τό Σύνταγμα καί ἐκινοῦντο στήν πλουραλιστική, πολυφωνική καί πολυπολιτισμική προοπτική.
3. Ἡ πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε. γιά τό Πρόγραμμα Σπουδῶν
Ὅταν τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, μέ τήν ὑπ' ἀριθμ. 14375/Δ2/7-9-2016 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων μέ τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο», ἴσχυσε τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ἀνετράπη τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα καί εἰσήχθη στά Σχολεῖα τό διαθρησκειακό μάθημα στά Θρησκευτικά μέ ἔντονο τόν χαρακτήρα τοῦ θρησκειολογικοῦ συγκρητισμοῦ, παρ’ ὅ,τι φαίνεται ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο προσανατολισμό.
Ὅμως, μετά ἀπό αἴτηση ἀκυρώσεως στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἐκδόθηκε ἡ ὑπ' ἀριθμ. 660/2018 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειάς του, ἡ ὁποία μέ ἰσχυρά νομικά ἐπιχειρήματα ἀκύρωσε τήν ὡς ἄνω Ὑπουργική ἀπόφαση. Ἐνδεικτικά θά παρατεθοῦν μερικά βασικά σημεῖα.
Στό σκεπτικό της δέχεται ὅτι ἡ Πολιτεία εἶναι ἐλεύθερη «νά ἐπιλέγει καί νά καθορίσει κανονιστικά τό περιεχόμενο τῆς σχετικῆς ἀγωγῆς κατά τήν ἑκάστοτε ἐκπαιδευτική πολιτική καί τά πορίσματα τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, μή ἐλεγχόμενη δικαστικά στίς ἐπιλογές της, παρά μόνον ὡς πρός τήν τήρηση τῶν πιό πάνω συνταγματικῶν ὑποχρεώσεων».
Μέ βάση αὐτό τό σκεπτικό ἀποφαίνεται ὅτι τό συγκεκριμένο Πρόγραμμα Σπουδῶν
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, «διότι, μέ τό πρόγραμμα σπουδῶν πού εἰσάγει γιά τίς Γ'-ΣΤ' τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ καί γιά τό Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ὁ ἐπιβεβλημένος ἀπό τή συνταγματική αὐτή διάταξη σκοπός, ἡ σύμπτυξη δηλαδή τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν, πού ἀνήκουν στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»,
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 13, παρ. 1 τοῦ Συντάγματος «πού κατοχυρώνει ὡς ἀπαραβίαστη τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως», διότι προκαλεῖ «σύγχυση» στούς ὀρθόδοξους μαθητές καί «κλονίζει τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση»,
–ἐπεμβαίνει «στόν εὐαίσθητο ψυχικό κόσμο τῶν μαθητῶν αὐτῶν πού δέν διαθέτουν τήν ὡριμότητα καί τήν κριτική ἀντίληψη τῶν ἐνηλίκων» καί εἶναι ἱκανή «νά τούς ἐκτρέψει ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση»,
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ «διότι προσβάλλει τό εὐθέως καθιερούμενο ἀπό τήν διάταξη αὐτή δικαίωμα τῶν ἀνηκόντων στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία ὀρθόδοξων χριστιανῶν γονέων νά διασφαλίσουν τή μόρφωση καί ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τους σύμφωνα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις»
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση «πρός τήν συνταγματικῶς κατοχυρωμένη ἀρχή τῆς ἰσότητας» καί πρός τό ἄρθρο 14 (σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 9) τῆς ΕΣΔΑ «διότι στερεῖ ἀπό τούς μαθητές τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ δόγματος τό δικαίωμα νά διδάσκονται ἀποκλειστικῶς τά δόγματα, τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ νομοθεσία ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ προβλέπει γιά μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, ἑβραίους καί μουσουλμάνους τή δυνατότητα νά διδάσκονται ἀποκλειστικῶς τά δόγματα τῆς πίστεώς τους (ὄχι δε καί τά δόγματα ἄλλων θρησκειῶν), μάλιστα δε ἀπό δασκάλους προτεινόμενους ἀπό τήν οἰκεία θρησκευτική κοινότητα».
Ἀπό ὅσα ἀνεφέρθησαν προηγουμένως εἶναι προφανές ὅτι τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα ἦταν σύμφωνο μέ τό Σύνταγμα, τήν Διεθνῆ Σύμβαση τῆς Ρώμης καί τήν νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἐνῶ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν εἶναι ἀντισυνταγματικό.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν ὑποστηριζόμενη ἄποψη ὅτι δῆθεν ἡ ὑπ' ἀριθμ. 660/2018 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ ΣτΕ ἐξεδόθη ἐπί αἰτήσεως ἀκυρώσεως κατά τῆς προηγούμενης ὑπουργικῆς ἀπόφασης καί δέν ἀφορᾶ τήν ἰσχύουσα, κατά τήν ἄποψή μου εἶναι τυποκρατικός καί ἀλυσιτελῶς προβάλλεται, ἐν ὄψει τοῦ ὅτι τό Σ.τ.Ε ἑρμήνευσε τίς ἰσχύουσες συνταγματικές διατάξεις, ἡ δέ ἑρμηνεία αὐτή ἐν πολλοῖς ἰσχύει, mutatis mutandis καί γιά τήν ρύθμιση τῆς ἰσχύουσας ὑπουργικῆς ἀπόφασης. Ἐξ ὅσων δέ γνωρίζω καί ἡ ἰσχύουσα ὑπουργική ἀπόφαση ἔχει ἤδη προσβληθῆ μέ αἴτηση ἀκυρώσεως καί θεωρῶ ὅτι τό ἀποτέλεσμα, ἐν ὄψει τῶν ὡς ἄνω παραδοχῶν τῆς ἀπόφασης τοῦ Σ.τ.Ε., θά εἶναι ἡ ἀκύρωσή της.
Ἐπειδή ζοῦμε σέ εὐνομούμενη Πολιτεία, δέν εἶναι δυνατόν τό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί Θρησκευμάτων νά μήν ἐφαρμόση τήν ἀπόφαση αὐτή, οὔτε φυσικά καί ἡ Ἐκκλησία νά τήν ἀγνοήση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μόνη λύση εἶναι νά γίνη διάλογος μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ βάση τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, καί νά γίνουν οἱ σχετικές βελτιώσεις του πού θά ἀναφέρωνται στήν σύγχρονη πραγματικότητα καί τίς νέες ἀνάγκες, τό ὁποῖο μάλιστα δέν καταργεῖ κανένα πλεονέκτημα τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν ὅσον ἀφορᾶ στίς τεχνικές διδασκαλίας.
Σέ αὐτό ἀναφερόταν ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόν Μάρτιο τοῦ 2016, πού ἦταν:
«Νά ἐπικεντρωθῆ τό ἐνδιαφέρον στό τρέχον Πρόγραμμα (δηλαδή, τό προηγούμενο πρόγραμμα πρίν τόν Σεπτέμβριο 2016) μέ τήν δική του μεθοδολογία, στό ὁποῖο ὅμως νά γίνουν μερικές βελτιώσεις, ἐντάσσοντάς το στά σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, ὁπότε νά εἰσαχθοῦν σέ κάθε βιβλίο –ὄχι σέ κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ἀνάλογα μέ τήν θεματολογία τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ὅμως δοθῆ προτεραιότητα στήν ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, ἀλλά καί νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἐφαρμογές καί τά καλά στοιχεῖα τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν».
Νομίζω δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση πού νά ἐπιφέρη μιά ἰσορροπία στό θέμα αὐτό, ἡ ὁποία θά εἶναι σύμφωνη μέ τίς παραδόσεις μας, τό Σύνταγμα καί τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, καί ἦταν τό κύριο θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μου στήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 9ης Μαρτίου 2016, στήν ὁποία ἀντιμετώπισα τό θέμα τῶν Θρησκευτικῶν, ἀπό πλευρᾶς νομικῆς, ἐπιστημονικῆς καί δεοντολογικῆς καί υἱοθετήθηκε ὁμοφώνως ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.–
Πρίν τόν Σεπτέμβριο 2016, ὡς πρός τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν στήν Πρωτοβάθμια καί Δευτεροβάθμια Ἐκπαίδευση, ἴσχυε τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα βάσει τοῦ ὁποίου ἐγράφησαν τά βιβλία τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ ἀναλυτική μέθοδος ἴσχυε πολλά χρόνια στήν ἐκπαίδευση, ἀφοῦ στηρίζεται στήν ἀρχή ὅτι ἀπό τά ἁπλά στοιχεῖα γίνεται ἡ μετάβαση τά συνθετότερα, στά δέ θρησκευτικά –ὅπως καί σέ ἄλλα μαθήματα– γίνονταν τρεῖς κυκλικές ἐπαναλήψεις τῆς ὕλης ἀπό ἁπλούστερες σέ συνθετότερες μορφές κατά τό Δημοτικό, Γυμνάσιο καί Λύκειο. Αὐτονόητα τά ζητήματα ἐτίθεντο μέ χρονολογική σειρά καί λογική συγκρότηση ἀπό τά ἁπλά στά σύνθετα.
Συγκεκριμένα, ἄρχιζε ἡ προσφερόμενη γνώση ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, προχωροῦσε στήν Καινή Διαθήκη στά χρόνια τοῦ Χριστοῦ καί ἐπεκτεινόταν στήν συνάντηση τοῦ Χριστιανισμοῦ μέ τόν Ἑλληνισμό, στίς διαφορές μεταξύ τῶν Χριστιανῶν (Ὀρθοδόξων, Ρωμαιοκαθολικῶν, Προτεσταντῶν), στίς αἱρέσεις, στίς ἄλλες Θρησκεῖες καί τά σύγχρονα κοινωνικά καί βιοηθικά προβλήματα. Στήν ὅλη μεθοδολογία τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος δέν ὑπῆρχαν πολλαπλές θρησκεῖες ταυτοχρόνως πλημμελῶς, ἀποσπασματικά ἐξεταζόμενες, οὔτε συναφῶς ἀνιστόρητες μεταβάσεις μέ ἅλματα αἰώνων ἐν εἴδει σύγκρισης φαινομένων καί μέ πρόσχημα τήν κριτική σκέψη.
Ἕνα τέτοιο μάθημα, πού στηριζόταν στήν ἀναλυτική μέθοδο, παρεῖχε ὁλοκληρωμένη γνώση καί δέν ἦταν ὁμολογιακό μάθημα, οὔτε εἶχε κατηχητικό χαρακτήρα, ἀλλά ἦταν γνωσιολογικό, πολιτιστικό καί θρησκειολογικό.
Ἄλλωστε, ἡ Παλαιά Διαθήκη εἶναι ἡ βάση τῶν τριῶν γνωστῶν Θρησκειῶν (Ἑβραϊσμοῦ, Χριστιανισμοῦ, Μουσουλμανισμοῦ), ἄν καί ὁ Χριστιανισμός δέν εἶναι Θρησκεία, ὅπως οἱ ἄλλες, καθώς ἐπίσης οἱ μαθητές, ἐκτός ἀπό τήν δική τους χριστιανική πολιτιστική παράδοση, διδάσκονταν καί ἄλλες Θρησκεῖες καί ἄλλες σέκτες καί αἱρέσεις, καθώς ἐπίσης διδάσκονταν σύγχρονα κοινωνικά, οἰκολογικά ἤ βιοηθικά ζητήματα. Τό ὅτι μερικοί συστηματικά διαδίδουν ὅτι τό μάθημα αὐτό τῶν Θρησκευτικῶν ἦταν κατηχητικό καί ὁμολογιακό παραποιοῦν τά πράγματα ἐν γνώσει τους καί παραπλανοῦν συστηματικά τήν κοινωνία.
Ἀπό τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016 μέ ὑπουργική ἀπόφαση πού δημοσιεύθηκε στήν Ἐφημερίδα τῆς Κυβερνήσεως, καί εἶχε ἰσχύ Νόμου, ἄλλαξε αὐτή ἡ μεθοδολογία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν πού βασιζόταν στήν ἀναλυτική σκέψη καί εἰσήχθη τό λεγόμενο Πρόγραμμα Σπουδῶν πού βασίζεται στήν θεματική μέθοδο σπουδῶν. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἐγκαταλείφθηκε πλέον ἡ ἀναλυτική μέθοδος καί εἰσήχθη ἡ μέθοδος διδασκαλίας τῶν Προγραμμάτων διαδικασίας, μέ ἔμφαση στήν μάθηση μέσῳ τῆς πράξης καί συμμετοχῆς τοῦ μαθητῆ στήν γνωστική διαδικασία.
Τά Ἀναλυτικά Προγράμματα κρίθηκαν ὡς παρωχημένα λόγῳ «ἀσαφοῦς, ἀόριστης στοχοθεσίας, μέ στείρα παροχή πληροφορίας καί συναφοῦς ἄκριτης ἀπομνημόνευσης, αὐστηροῦ προγραμματισμοῦ τῆς διδακτέας ὕλης, ἀνελαστικοῦ προγραμματισμοῦ τῆς διδασκαλίας, λιγοστῆς δυνατότητας ἀνάληψης πρωτοβουλιῶν ἀπό τόν ἐκπαιδευτικό».
Ἡ μεθοδολογία τῶν Προγραμμάτων διαδικασίας –ὅπως τοὐλάχιστον ἐφαρμόζονται στά νέα Προγράμματα Σπουδῶν Θρησκευτικῶν– μέ ἔμφαση στήν μάθηση, μέσῳ συμμετοχικῆς πράξης μαθητῶν καί διδασκόντων, ἑστιάζει πλήρως στό πῶς τῆς πράξης, καταργώντας ὡς ἀπολύτως παρωχημένο τό τί τῆς διδακτέως ὕλης.
Τό τί τῆς διδασκαλίας κρίνεται ὡς πληροφορία πού μεταβάλλεται διαρκῶς καί συνεπῶς δέν ἀξίζει τῆς προσοχῆς τοῦ ἐκπαιδευτικοῦ συστήματος, ἐνῶ τό πῶς μαθαίνω ἀναδεικνύεται σέ μέγιστη ἀξία. Σέ ἕνα τέτοιο πλαίσιο καθίσταται ἀπολύτως σαφές τό γιατί παραγνωρίζεται ἀπολύτως ἡ σημασία τῆς ἱστορίας καί τῆς ἀναλυτικῆς λογικῆς, παρά τίς ρητορικές διαβεβαιώσεις περί στιβαροῦ ἱστορικοῦ πλαισίου, τό ὁποῖο ἀποτελεῖ τό περιβάλλον τῆς πληροφορίας.
Ὅταν αὐτό πού ἐνδιαφέρει εἶναι τό πῶς, ἀναγκαίως καί ἀναπόφευκτα ἐπιστρατεύονται τραγουδάκια, ποιηματάκια, σκετσάκια ὑπηρετικά τοῦ πῶς. Τά ἱστορικά φαινόμενα καθυποτάσσονται στήν λειτουργία ἐκμάθησης τοῦ πῶς.
Ἡ μετάβαση ἀπό τήν ἱστορία στήν πρακτική δεξιότητα εἶναι σαφής. Ἡ λογική τῶν δεξιοτήτων προωθούμενη ἀπό τό Πρόγραμμα Σπουδῶν χρησιμοποιεῖ τήν ἱστορία ὡς πεδίο ἐκμάθησης τεχνικῶν. Ἀκριβῶς γι' αὐτό χρησιμοποεῖ ὅ,τι εἶναι βολικό ἀπό τήν ἱστορία γιά ἐκμάθηση τεχνῶν καί στά πλαίσια τῆς πολυπολιτισμικότητας χρησιμοποιεῖ ὅ,τι εἶναι βολικό γιά τήν ἐξάσκηση τῶν μαθητῶν στίς παγκοσμιοποιημένες ἀρετές τῆς πολιτικῆς ὀρθότητας, οὐδέτερες γιά κάθε Θρησκεία. Ἀκριβῶς γι' αὐτό κάθε ἱστορικό φαινόμενο ἐξετάζεται πλημμελῶς, διότι δέν ἐνδιαφέρει καθεαυτό, ἀλλά ἐνδιαφέρει ἡ προκύπτουσα ἀπό αὐτό χρησιμότητα.
Ἡ θεματική μέθοδος δέν ἔχει σχέση μόνον μέ μιά ἁπλή μέθοδο, πού εἶναι ἔργο τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, ἀλλά ἔχει σχέση μέ τό περιεχόμενο τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν. Ἡ θρησκευτική γνώση μέ τήν μέθοδο αὐτή δέν προσφέρεται μεθοδικά, χρονικά, ἀλλά ἀποσπασματικά. Δηλαδή, ἡ θεματική μέθοδος, ὅπως προαναφέρθηκε, κατήργησε τήν ἱστορική διάρθρωση τῆς ὕλης καί προσφέρει μιά προσέγγιση φαινομενολογική.
Αὐτό χαρακτηρίσθηκε ὡς «θρησκευτικός γραμματισμός», μέ τήν ἔννοια ὅτι σχηματίζεται μιά γνώση, λαμβάνοντας στοιχεῖα ἀπό ὅλες τίς θρησκεῖες. Πρέπει νά θυμίσω ὅτι, ὅπως ἀνέλυσα στήν εἰσήγησή μου στήν Ἱεραρχία, ὁ «θρησκευτικός γραμματισμός» ἦταν μιά θεωρία τοῦ Andrew Wright στήν Βρεταννία, τήν δεκαετία τοῦ ’90 πού δημιουργήθηκε «στόν ἀντίποδα τῆς φιλελεύθερης θεώρησης τῆς θρησκευτικῆς ἀγωγῆς» τοῦ Robert Jakson. Ὅμως, τελικά μέ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν δέν ἐφαρμόσθηκε ὁ «θρησκευτικός γραμματισμός» τοῦ Andrew Wright.
Ἡ διαφορά μεταξύ τοῦ παλαιοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος καί τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν δείχνει τό ὅλο πρόβλημα πού ὑπάρχει στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν καί δημιουργεῖ σύγχυση. Ἡ ἴδια διαφορά θά παρατηρηθῆ καί στό μάθημα τῆς ἱστορίας, ὅταν ἀντί νά διδαχθῆ ἡ ἱστορία τῆς χώρας μας μέ τήν ἀναλυτική μέθοδο (ἀρχαία, μέση, νεώτερη), θά διδαχθοῦν θεματικά ὅλα μαζί τά ἱστορικά γεγονότα. Αὐτό θά δημιουργήση τεράστια σύγχυση στούς μαθητές.
Δηλαδή, ἡ θεματική μέθοδος σπουδῶν στά μέν Θρησκευτικά δημιουργεῖ τόν θρησκευτικό συγκρητισμό, στήν δέ ἱστορία τόν ἀκραῖο διεθνισμό, πού ὑπονομεύει τό Ἔθνος καί εἰσάγει ἐν πολλοῖς τήν ἀρχή τῆς σύνθεσης καί τῆς ἀπώλειας τῶν πολιτισμικῶν χαρακτηριστικῶν καί ὁδηγεῖ στήν ἀφομοίωση ἑνός πολιτισμοῦ ἤ τόν ἀπο-εκπολιτισμό του.
Στό θέμα αὐτό πρέπει νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψη τά ὅσα ἐξέθεσα προηγουμένως γιά τήν διαφορά μεταξύ τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος καί τοῦ Προγράμματος Σπουδῶν, σύμφωνα μέ ἐπιστημονικά δεδομένα, τά ὁποῖα ἔχω ἀναλύσει σέ δύο Εἰσηγήσεις μου στήν Διαρκῆ Ἱερά Σύνοδο (Ἰανουάριος 2016) καί τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (Μάρτιος 2016).
Ἄν κανείς δέν ἐντοπίση αὐτήν τήν πραγματικότητα, δέν θά μπορέση νά καταλάβη καθόλου τό πρόβλημα πού ἔχει δημιουργηθῆ στό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Δέν πρόκειται, δηλαδή, γιά μερικά ἐπί μέρους προβλήματα καί στοιχεῖα γνωσιολογικά, οὔτε γιά μερικά τραγούδια καί ἀποσπάσματα, ἀλλά γιά ὑπονόμευση τῆς σοβαρῆς ἀναλυτικῆς μεθόδου πού εἶναι ἡ βάση κάθε ἐπιστήμης, καί αὐτό ἔχει συνέπειες στόν πολιτισμό.
Ἔτσι, τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μέ τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα ἦταν μεθοδικό, γνωσιολογικό, πολιτιστικό, θρησκειολογικό, ὅπως ἔχει ἀποδειχθῆ σέ σχετική διδακτορική διατριβή, καί ὄχι κατηχητικό καί ὁμολογιακό, μέ τίς ἀπαραίτητες διορθώσεις. Ἀντίθετα, τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μέ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν εἶναι συγκρητιστικό, διαθρησκειακό, καί ὑπονομεύει ὅλη τήν παράδοσή μας, ἡ ὁποία στηρίζεται στήν γνώση τοῦ δικοῦ μας πολιτιστικοῦ προτύπου, μέ τόν παράλληλο σεβασμό κάθε ἑτερότητας.
Ἐπειδή τελευταῖα διαδίδεται πολύ ὅτι τούς Φακέλους τοῦ Μαθητοῦ πού ἐκφράζουν τό νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν τούς ἐνέκρινε ἡ Ἐκκλησία, θέλω νά διευκρινίσω ὅτι στήν Συνεδρίαση τῆς 27ης Ἰουνίου 2017, μετά τήν σχετική εἰσήγηση γιά τούς Φακέλους τοῦ Μαθητοῦ, ἡ Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος ἐπιφυλάχθηκε καί δέν ἐνέκρινε.
Ἡ πρόταση τοῦ Μακαριωτάτου Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί Πάσης Ἑλλάδος κ. Ἱερωνύμου, ὅπως φαίνεται στά Πρακτικά τῆς Ἱεραρχίας ἦταν:
«Ἑπομένως, ἡ Ἐπιτροπή διαλόγου θά συνεχίσει τόν διάλογο μέ τήν Πολιτεία καί θά παρακολουθεῖ τήν ἐξέλιξη τῶν θεμάτων ὡς πρός τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν. Ἔτσι, λοιπόν, σήμερα δέν θά ποῦμε ὅτι ἐγκρίνεται ἤ ἀπορρίπτεται τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ἀλλά ὅτι ἡ ΙΣΙ ἐνημερώθηκε ἀπό τά μέλη τῆς Ἐπιτροπῆς καί τούς εὐχαριστοῦμε...». Καί ἡ πρόταση τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἔγινε ὁμοφώνως ἀποδεκτή.
Ἑπομένως, ἡ Ἱεραρχία δέν ἐνέκρινε, οὔτε ἀπέρριψε, ἁπλῶς ἐνημερώθηκε.
2. Οἱ προηγούμενες ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας γιά τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα
Τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀσχολήθηκε κατά καιρούς μέ τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, κρίνοντας διάφορες προσφυγές πού ἀναφέρονταν σέ παράλληλα θέματα, ὅπως τήν προσευχή καί τήν μή παρακολούθηση τοῦ μαθήματος.
Εἶναι ἀνάγκη νά ἐπισημανθῆ ὅτι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας συζητᾶ θέματα προσφυγῶν καί ἀκυρώσεων, στηριζόμενο κυρίως στό Σύνταγμα τῆς Ἑλλάδος καί τίς ἀποφάσειςκ τῶν Εὐρωπαϊκῶν καί Διεθνῶν Ὀργανισμῶν.
Πρέπει νά γίνη σαφές ὅτι τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας εἶναι τό Ἀνώτατο Ἀκυρωτικό Δικαστήριο τῆς Ἑλληνικῆς Πολιτείας, τό ὁποῖο ἑρμηνεύει τό Σύνταγμα καί τούς Νόμους τοῦ Κράτους. Δέν μπορεῖ κάθε Ὑπουργός νά ἑρμηνεύη τό Σύνταγμα κατά τήν ἰδεολογία του, παραθεωρώντας τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, διότι τότε θά ἐκφρασθῆ στήν πράξη ἡ ὑπονόμευση τῆς ἴδιας τῆς Δημοκρατίας. Δέν εἶναι δυνατόν κάποιος μέ λαϊκιστικές ἰδεολογικές δηλώσεις καί ἐκφράσεις νά ὑπονομεύη τό ἴδιο τό Πολίτευμα τῆς Δημοκρατίας.
Στό συγκεκριμένο θέμα τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας ἀποφάνθηκε δύο φορές.
Συγκεκριμένα, γιά ὅσο ἴσχυε τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, δηλαδή μέχρι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, ὑπάρχουν δύο ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας καί μιά ἀπόφαση τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, ἡ ὁποία ἐφετειακή ἀπόφαση εἶναι ἰσόκυρη μέ τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἐπειδή ὁ Νόμος 702/1977 ὑπήγαγε τήν ἐκδίκαση τῶν αἰτήσεων τῶν ἀκυρωτικῶν πράξεων πού ἀφοροῦν κάθε θέμα ἐκπαιδευτικῆς νομοθεσίας ἀπό τό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας στό Τριμελές Διοικητικό Ἐφετεῖο.
Ἔτσι, ἡ ἀπόφαση 3356/1995 τοῦ ΣΤ' Τμήματος τοῦ Σ.τ.Ε. στηρίχθηκε στά ἄρθρα 13, 16, καί 3 τοῦ Συντάγματος, ἀπό τά ὁποῖα συνεπάγεται ὅτι ὁ σκοπός τῆς παιδείας πού προσφέρουν τά Σχολεῖα εἶναι «μεταξύ τῶν ἄλλων, καί ἡ "ἀνάπτυξη" τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως τῶν Ἑλληνοπαίδων σύμφωνα μέ τίς ἀρχές τῆς Ὀρθόδοξης Χριστιανικῆς διδασκαλίας». Ἐπικαλέσθηκε καί τήν Διεθνῆ Σύμβαση τῆς Ρώμης τῆς 4ης Νοεμβρίου 1950, κατά τήν ὁποία κάθε κράτος «θά σέβεται τό δικαίωμα τῶν γονέων, ὅπως ἐξασφαλίζωσιν τήν μόρφωσιν καί ἐκπαίδευσιν τούτων συμφώνως πρός τάς ἰδίας αὐτῶν θρησκευτικάς καί φιλοσοφικάς πεποιθήσεις».
Συγχρόνως, ἀπεφάσισε ὅτι οἱ μαθητές μποροῦν νά μή παρακολουθήσουν τήν διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν, ἀρκεῖ νά τό δηλώσουν στόν Διευθυντή τοῦ Σχολείου ὅτι ἔχουν λόγους θρησκευτικῆς συνειδήσεως πού προσδιορίζονται σαφῶς, «ἤτοι διότι εἶναι ἑτερόδοξοι, ἑτερόθρησκοι ἤ ἄθεοι».
Στήν συνέχεια, ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 2176/1998 ἀπόφαση τοῦ ΣΤ' Τμήματος τοῦ Σ.τ.Ε. πού ἐξεδόθη μέ ἀφορμή ἄλλη αἴτηση ἀκυρώσεως πού ἀφορᾶ τήν μείωση τῶν ὡρῶν διδασκαλίας ἀναφέρεται στόν σκοπό τῆς παιδείας, πού εἶναι ὁ ἴδιος πού προσδιορίσθηκε ἀπό τήν προηγούμενη ἀπόφαση τοῦ 1995 καί συγχρόνως ἀναφέρεται στό νά ἐξασφαλίζεται ἡ διδασκαλία τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν «ἐπί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ ὡρῶν διδασκαλίας ἑβδομαδιαίως».
Πέρα ἀπό τίς δύο αὐτές ἀποφάσεις τοῦ Σ.τ.Ε., καί ἡ ὑπ’ ἀριθμ. 115/2012 ἀπόφαση τοῦ Διοικητικοῦ Ἐφετείου Χανίων, ἀπεφάνθη ὅτι τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν, ὅπως διδασκόταν τότε μέ τό Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, κινεῖται στίς ἀπαιτήσεις τοῦ πλουραρισμοῦ, τῆς πολυφωνίας καί τῆς πολυπολιτισμικότητας∙ ὅτι οἱ ὀρθόδοξοι μαθητές δέν μποροῦν νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν ὅσους λόγους καί ἄν ἐπικαλεσθοῦν∙ καί ὅτι ἐπιτρέπεται νά ἀπαλλάσσωνται ἀπό τό μάθημα τῶν Θρησκευτικῶν μόνον οἱ ἄθρησκοι, οἱ ἀλλόθρησκοι ἤ ἑτερόδοξοι μαθητές, μόνον μέ τίς αὐστηρές προδιαγραφόμενες προϋποθέσεις.
Ἑπομένως, τά βιβλία πού διδάσκονταν στά Σχολεῖα τῆς Πρωτοβάθμιας καί Δευτεροβάθμιας Ἐκπαίδευσης, βάσει τοῦ Ἀναλυτικοῦ Προγράμματος, μέχρι τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, μέ τίς ἀποφάσεις τῶν Ἀνωτάτων Δικαστηρίων τῆς Χώρας μας πού μνημονεύθηκαν ἦταν σύμφωνα μέ τό Σύνταγμα καί ἐκινοῦντο στήν πλουραλιστική, πολυφωνική καί πολυπολιτισμική προοπτική.
3. Ἡ πρόσφατη ἀπόφαση τοῦ Σ.τ.Ε. γιά τό Πρόγραμμα Σπουδῶν
Ὅταν τόν Σεπτέμβριο τοῦ 2016, μέ τήν ὑπ' ἀριθμ. 14375/Δ2/7-9-2016 ἀπόφαση τοῦ Ὑπουργοῦ Παιδείας, Ἔρευνας καί Θρησκευμάτων μέ τίτλο «Πρόγραμμα Σπουδῶν τοῦ μαθήματος τῶν Θρησκευτικῶν στό Δημοτικό καί τό Γυμνάσιο», ἴσχυσε τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν, ἀνετράπη τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα καί εἰσήχθη στά Σχολεῖα τό διαθρησκειακό μάθημα στά Θρησκευτικά μέ ἔντονο τόν χαρακτήρα τοῦ θρησκειολογικοῦ συγκρητισμοῦ, παρ’ ὅ,τι φαίνεται ὅτι ἔχει ὀρθόδοξο προσανατολισμό.
Ὅμως, μετά ἀπό αἴτηση ἀκυρώσεως στό Συμβούλιο τῆς Ἐπικρατείας, ἐκδόθηκε ἡ ὑπ' ἀριθμ. 660/2018 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειάς του, ἡ ὁποία μέ ἰσχυρά νομικά ἐπιχειρήματα ἀκύρωσε τήν ὡς ἄνω Ὑπουργική ἀπόφαση. Ἐνδεικτικά θά παρατεθοῦν μερικά βασικά σημεῖα.
Στό σκεπτικό της δέχεται ὅτι ἡ Πολιτεία εἶναι ἐλεύθερη «νά ἐπιλέγει καί νά καθορίσει κανονιστικά τό περιεχόμενο τῆς σχετικῆς ἀγωγῆς κατά τήν ἑκάστοτε ἐκπαιδευτική πολιτική καί τά πορίσματα τῆς παιδαγωγικῆς ἐπιστήμης, μή ἐλεγχόμενη δικαστικά στίς ἐπιλογές της, παρά μόνον ὡς πρός τήν τήρηση τῶν πιό πάνω συνταγματικῶν ὑποχρεώσεων».
Μέ βάση αὐτό τό σκεπτικό ἀποφαίνεται ὅτι τό συγκεκριμένο Πρόγραμμα Σπουδῶν
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 16, παρ. 2 τοῦ Συντάγματος, «διότι, μέ τό πρόγραμμα σπουδῶν πού εἰσάγει γιά τίς Γ'-ΣΤ' τάξεις τοῦ Δημοτικοῦ καί γιά τό Γυμνάσιο, φαλκιδεύεται ὁ ἐπιβεβλημένος ἀπό τή συνταγματική αὐτή διάταξη σκοπός, ἡ σύμπτυξη δηλαδή τῆς ὀρθόδοξης χριστιανικῆς συνειδήσεως τῶν μαθητῶν, πού ἀνήκουν στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ»,
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση μέ τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 13, παρ. 1 τοῦ Συντάγματος «πού κατοχυρώνει ὡς ἀπαραβίαστη τῆς ἐλευθερίας τῆς θρησκευτικῆς συνειδήσεως», διότι προκαλεῖ «σύγχυση» στούς ὀρθόδοξους μαθητές καί «κλονίζει τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση»,
–ἐπεμβαίνει «στόν εὐαίσθητο ψυχικό κόσμο τῶν μαθητῶν αὐτῶν πού δέν διαθέτουν τήν ὡριμότητα καί τήν κριτική ἀντίληψη τῶν ἐνηλίκων» καί εἶναι ἱκανή «νά τούς ἐκτρέψει ἀπό τήν ὀρθόδοξη χριστιανική συνείδηση»,
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση πρός τήν διάταξη τοῦ ἄρθρου 2 τοῦ ΠΠΠ τῆς ΕΣΔΑ «διότι προσβάλλει τό εὐθέως καθιερούμενο ἀπό τήν διάταξη αὐτή δικαίωμα τῶν ἀνηκόντων στήν ἐπικρατοῦσα θρησκεία ὀρθόδοξων χριστιανῶν γονέων νά διασφαλίσουν τή μόρφωση καί ἐκπαίδευση τῶν παιδιῶν τους σύμφωνα μέ τίς δικές τους θρησκευτικές πεποιθήσεις»
–ἔρχεται σέ ἀντίθεση «πρός τήν συνταγματικῶς κατοχυρωμένη ἀρχή τῆς ἰσότητας» καί πρός τό ἄρθρο 14 (σέ συνδυασμό μέ τό ἄρθρο 9) τῆς ΕΣΔΑ «διότι στερεῖ ἀπό τούς μαθητές τοῦ ὀρθοδόξου χριστιανικοῦ δόγματος τό δικαίωμα νά διδάσκονται ἀποκλειστικῶς τά δόγματα, τίς ἠθικές ἀξίες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ἡ νομοθεσία ὅπως ἔχει ἐκτεθεῖ προβλέπει γιά μαθητές ρωμαιοκαθολικούς, ἑβραίους καί μουσουλμάνους τή δυνατότητα νά διδάσκονται ἀποκλειστικῶς τά δόγματα τῆς πίστεώς τους (ὄχι δε καί τά δόγματα ἄλλων θρησκειῶν), μάλιστα δε ἀπό δασκάλους προτεινόμενους ἀπό τήν οἰκεία θρησκευτική κοινότητα».
Ἀπό ὅσα ἀνεφέρθησαν προηγουμένως εἶναι προφανές ὅτι τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα ἦταν σύμφωνο μέ τό Σύνταγμα, τήν Διεθνῆ Σύμβαση τῆς Ρώμης καί τήν νομολογία τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, ἐνῶ τό Νέο Πρόγραμμα Σπουδῶν εἶναι ἀντισυνταγματικό.
Ὅσον ἀφορᾶ τήν ὑποστηριζόμενη ἄποψη ὅτι δῆθεν ἡ ὑπ' ἀριθμ. 660/2018 ἀπόφαση τῆς Ὁλομέλειας τοῦ ΣτΕ ἐξεδόθη ἐπί αἰτήσεως ἀκυρώσεως κατά τῆς προηγούμενης ὑπουργικῆς ἀπόφασης καί δέν ἀφορᾶ τήν ἰσχύουσα, κατά τήν ἄποψή μου εἶναι τυποκρατικός καί ἀλυσιτελῶς προβάλλεται, ἐν ὄψει τοῦ ὅτι τό Σ.τ.Ε ἑρμήνευσε τίς ἰσχύουσες συνταγματικές διατάξεις, ἡ δέ ἑρμηνεία αὐτή ἐν πολλοῖς ἰσχύει, mutatis mutandis καί γιά τήν ρύθμιση τῆς ἰσχύουσας ὑπουργικῆς ἀπόφασης. Ἐξ ὅσων δέ γνωρίζω καί ἡ ἰσχύουσα ὑπουργική ἀπόφαση ἔχει ἤδη προσβληθῆ μέ αἴτηση ἀκυρώσεως καί θεωρῶ ὅτι τό ἀποτέλεσμα, ἐν ὄψει τῶν ὡς ἄνω παραδοχῶν τῆς ἀπόφασης τοῦ Σ.τ.Ε., θά εἶναι ἡ ἀκύρωσή της.
Ἐπειδή ζοῦμε σέ εὐνομούμενη Πολιτεία, δέν εἶναι δυνατόν τό Ὑπουργεῖο Παιδείας καί Θρησκευμάτων νά μήν ἐφαρμόση τήν ἀπόφαση αὐτή, οὔτε φυσικά καί ἡ Ἐκκλησία νά τήν ἀγνοήση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μόνη λύση εἶναι νά γίνη διάλογος μεταξύ Ἐκκλησίας καί Πολιτείας μέ βάση τό προηγούμενο Ἀναλυτικό Πρόγραμμα, καί νά γίνουν οἱ σχετικές βελτιώσεις του πού θά ἀναφέρωνται στήν σύγχρονη πραγματικότητα καί τίς νέες ἀνάγκες, τό ὁποῖο μάλιστα δέν καταργεῖ κανένα πλεονέκτημα τοῦ νέου Προγράμματος Σπουδῶν ὅσον ἀφορᾶ στίς τεχνικές διδασκαλίας.
Σέ αὐτό ἀναφερόταν ἡ ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, τόν Μάρτιο τοῦ 2016, πού ἦταν:
«Νά ἐπικεντρωθῆ τό ἐνδιαφέρον στό τρέχον Πρόγραμμα (δηλαδή, τό προηγούμενο πρόγραμμα πρίν τόν Σεπτέμβριο 2016) μέ τήν δική του μεθοδολογία, στό ὁποῖο ὅμως νά γίνουν μερικές βελτιώσεις, ἐντάσσοντάς το στά σύγχρονα παιδευτικά δεδομένα, ὁπότε νά εἰσαχθοῦν σέ κάθε βιβλίο –ὄχι σέ κάθε μάθημα– μερικά κεφάλαια θρησκειολογικά, ἀνάλογα μέ τήν θεματολογία τοῦ βιβλίου, ἀφοῦ ὅμως δοθῆ προτεραιότητα στήν ὀρθόδοξη παράδοση, τήν ὁποία ἀκολουθεῖ ἡ πλειοψηφία τῶν Ἑλλήνων πολιτῶν, ἀλλά καί νά χρησιμοποιηθοῦν ὡς ἐφαρμογές καί τά καλά στοιχεῖα τοῦ Νέου Προγράμματος Σπουδῶν».
Νομίζω δέν ὑπάρχει ἄλλη λύση πού νά ἐπιφέρη μιά ἰσορροπία στό θέμα αὐτό, ἡ ὁποία θά εἶναι σύμφωνη μέ τίς παραδόσεις μας, τό Σύνταγμα καί τίς ἀποφάσεις τοῦ Συμβουλίου τῆς Ἐπικρατείας, καί ἦταν τό κύριο θέμα τῆς εἰσηγήσεώς μου στήν Συνεδρίαση τῆς Ἱεραρχίας τῆς 9ης Μαρτίου 2016, στήν ὁποία ἀντιμετώπισα τό θέμα τῶν Θρησκευτικῶν, ἀπό πλευρᾶς νομικῆς, ἐπιστημονικῆς καί δεοντολογικῆς καί υἱοθετήθηκε ὁμοφώνως ἀπό τήν Ἱεραρχία τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος.–