Απόστολος Σαραντίδης, Πολυεθνική ενσωμάτωση μιας οργανωμένης αντικατάστασης και επικείμενοι εορτασμοί
Ξεφεύγοντας από την εκκλησιαστική θεματολογία με την οποία ασχοληθήκαμε τους τελευταίους μήνες λόγω της αδήριτης επικαιρότητας, θα επιχειρήσουμε σήμερα για τους αναγνώστες μια όσο το δυνατόν κατανοητή ανάλυση με όρους της επιστήμης, μιας άλλης επικαιρότητας, που πονά και γίνεται επικίνδυνη. Φαινομενικά, ασύνδετη με τα εκκλησιαστικά, στην πραγματικότητα όμως γέννημα του ιδίου κέντρου, με το οποίο ασχοληθήκαμε στο παρελθόν. Θυμίζουμε την άμεση σύνδεση που έχουμε κάνει μεταξύ του Οικουμενισμού και της Παγκοσμιοποίησης ως διαφορετικές εκφάνσεις της ίδιας μορφής, το προσωπείο της οποίας μόνο αλλάζει στους τρεις τελευταίους διαφωτιστικούς – διασκοτιστικούς αιώνες.
Θα ξεκινήσουμε με την κοινή διαπίστωση ότι σε μια προσεκτική και έγκυρη επιστημονική μελέτη, το προϊόν της τελικής ετυμηγορίας, εάν έχουν ακολουθηθεί όλοι οι όροι και τα διεθνή πρωτόκολλα και κανονισμοί, είναι σεβαστό και αποδεκτό άσχετα από τις προσωπικές θρησκευτικές πεποιθήσεις των συμμετεχόντων εις αυτήν. Συνεπώς, και στην παρούσα θα γίνει με αποστασιοποίηση από θεολογικές ερμηνείες, όχι διότι αυτές απουσιάζουν. Κάθε άλλο. Τα πάντα διέπονται από αυτές, για όποιον όμως είναι σε θέση να τις βλέπει. Θα υποθέσουμε λοιπόν ότι οι πολλοί δεν είναι σε θέση να τις διακρίνουν και θα αναφερόμαστε παρακάτω μόνο με όρους της επίσημης πολιτικής επιστήμης που διδαχθήκαμε. Έτσι, και αν υπάρχει αντίλογος – που θα υπάρξει εφόσον εκδίδεται – δεν θα έχουν να μας αντιτάξουν την κοινότοπη μομφή περί μεσαιωνικής σκοταδοληψίας. Άλλωστε, ο δοκιμιακός χαρακτήρας της γραφής με προσλαμβάνουσες, είναι δεδομένος.
Συνεχίζοντας, θα προσπαθήσουμε να εισαγάγουμε ως μερικό υπότιτλο, την έκφραση «Από το καθεστώς της χώρας στο καθεστώς του χώρου». Το παραπάνω, θεωρούμε ότι περιγράφει με όρο περιεκτικό και αμιγή πολιτικό σε τομέα της επιστημονικής βιβλιογραφίας, την κλιμακούμενη δημογραφική επιβάρυνση αλλά με όρους τεχνητής συσσωμάτωσης αρχικά. Εξέλιξή της, η ταχύτατη ενσωμάτωση ή καλύτερα προσπάθεια ενσωμάτωσης, ανομοιογενών πληθυσμιακών ομάδων οι οποίες καταφθάνουν άτακτα και που λόγω συγκεκριμένης θρησκείας ο δείκτης ενσωμάτωσής τους είναι μηδενικός. Εκτός αν γίνει η αντικατάσταση στον χώρο τους τον θρησκευτικό, πράγμα εξαιρετικά απίθανο, αν όχι αδύνατο. Το θεολογικό στοιχείο τείνει πάλι να επανέλθει αλλά σκοπίμως το παρακάμπτουμε. Ούτε εξετάζουμε σε αυτή την εργαλειακή φάση το νόμιμο ή παράνομο της εισόδου. Παραμένουμε στη μελέτη του φαινομένου. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε τον πειραματικό χαρακτήρα του εγχειρήματος που ξεκινά από τη λεγόμενη οικονομική κρίση. Το όλο σκηνικό και μόνο ως σκηνικό, παραπέμπει σε σκηνοθέτη είτε εσωτερικό είτε εξωτερικό. Ούτε και αυτό θα μας απασχολήσει στην παρούσα φάση παρά μόνο η διαπίστωση ότι συντελείται.
Το «καθεστώς της χώρας», προφανώς παραπέμπει στην εθνική συνοχή και αφού βρισκόμαστε στον ελληνικό χώρο, το ταυτίζουμε με την Ελλάδα ως κρατική οντότητα όπως αυτή έχει διαμορφωθεί σταδιακά από το 1830 μέχρι το 2020. Το 1821 αποτελεί την ανάφλεξη της έναρξης της πορείας αυτής, όπως αποφασίστηκε από τους Φιλικούς το 1814 και παραδόθηκε χαρτογραφημένο από τον Ρήγα με τη δολοφονία του το 1798. Στο «καθεστώς του χώρου», χωρά οποιοσδήποτε. Αυτή η καινοτομία δεν έχει γίνει αντιληπτή ακόμη. Ίσως γίνεται, από ελάχιστους. Είναι όμως το κλειδί της κατανόησης της αντικατάστασης που επιχειρείται. Το δεύτερο, γίνεται αντιληπτό καλύτερα αλλά και απωθείται ως ο επικείμενος εφιάλτης που ο Θεός δεν θέλουμε να επιτρέψει. Θεολογία όμως σήμερα δεν θα κάνουμε. Είναι κατά κάποιον τρόπον, δέσμευση για τους λόγους που επεξηγήσαμε.
Η εθνική συνοχή λαμβάνεται πάντοτε ως όρος για την ύπαρξη μιας χώρας. Όχι όμως εάν διακινούνται τα δικαιώματα των εσωτερικών ομάδων και διεθνών συμμοριών που ζουν σε αυτήν και ηγεμονεύουν, εκχωρώντας δημόσιο χώρο ασκώντας αρμοδιότητες πολιτικής κυριαρχίας. Στην περίπτωση της παρούσας μελέτης περίπτωσης, υπαρκτές. Επομένως, κατασυκοφαντείται και απαξιώνεται ο,τιδήποτε έχει να κάνει με την εθνική συνοχή, σε καθεστώς πλήρους λεηλασίας και αποδόμησης. Η ψευδής ευημερία που προϋπήρξε και η διακομματική κομματοκρατία ήταν και είναι ανακόλουθα προς τις πολιτικές του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή της κοινωνικής αναφοράς. Κοινωνική αναφορά είναι και η προτεραιότητα στη φυσική αύξηση του πληθυσμού ενός λαού. Όταν αυτή επιδεικτικά αγνοείται, είναι διότι πρώτη προτεραιότητά τους είναι να αλλάξουν τον λαό αυτόν και επειδή όπως λέγεται η φύση απεχθάνεται το κενό, να προβούν στην αντικατάστασή του και μάλιστα μεθοδικά οργανωμένα, για να μην υπάρχει συμπαγής πολιτισμική και συλλογική αντίσταση, προς ευκολία της χειραγώγησης και διάσπαση της εθνικής ομοιογένειας και συνείδησης. Η εθνική κοινωνία έτσι, μαζί με τις κληρονομιές της από την Παράδοση, ό,τι παραδίδεται, και εδώ μάς παραδίδεται αφειδώς και λυτρωτικά άφθονη, τούς προβάλλει ως εχθρός. Μια σκόπιμη πολιτική στην οποίαν ευοδώνονται προσπάθειες 189 ετών, αμέσως μετά από την πολιτική δολοφονία του Καποδίστρια, και δικαιώνοντας τον εθνικισμό, αλλά των άλλων, που καλύπτουν το κενό, των κατεξοχήν εθνικιστών.
Στο καθεστώς της εκλόγιμης απολυταρχικής (πρωθυπουργικής) μοναρχίας στην οποία ζούμε κυρίως από την Μεταπολίτευση, η συνειδητή μεταφορά στη φαυλοκρατία του 19ου αιώνα γίνεται πλέον και με την ουσιαστική μεταφορά συμπαγών πληθυσμιακών αλλόθρησκων ομάδων. Επιμένουμε να μην εξετάζουμε το θρησκευτικό προϊόν και την νομιμότητα της εισόδου. Αλλάζοντας λαό και όχι κατάσταση, οδεύουν προς μια προληπτική παράδοση άνευ όρων με το φόβητρο του πολέμου, ενθυλακώνοντας τη συνθηκολόγηση με προαιώνιο εχθρό. Πρωτόγνωρο πολιτικό φαινόμενο, της παγίδευσης σε μια διακομματική πολιτική τάξη, ξένη προς τα συμφέροντα της χώρας και μάλιστα υπερηφανευόμενη που τη μεταβάλλει σε πολυεθνική, όχι με πολιτικές ενσωμάτωσης των εισερχομένων, αλλά με τη διαμόρφωση ως πολυεθνικής χώρας. Καταστροφή δηλαδή από το 2009 και εντεύθεν, μεγαλύτερη από τη Μικρασιατική, ως αποτέλεσμα της λεηλασίας που άρχισε εκεί γύρω στο 1980. Η επικύρωση της αποδόμησης των Ελλήνων, είναι καταφανής στους επικείμενους λεγόμενους εορτασμούς του 2021, η οποία διαφαίνεται άλλωστε και από το σήμα που έβγαλαν.
Η πρώτη χώρα στον εφοπλισμό, βρίσκεται και με κατεστραμμένη τη βιομηχανία και την Παιδεία της. Το πρώτο, ως τελικό απομεινάρι του μείζονος Ελληνισμού του 19ου αιώνα, τη γλίτωσε λόγω της μη υπαγωγής του εις το Κράτος. Υπό αυτούς τους όρους, ανθρωπίνως ο Ελληνισμός δεν έχει μέλλον. Το Finis Graeciae του Χρήστου Γιανναρά, ξεπροβάλλει από το 1983. Και μάλιστα δεν υπάρχει προηγούμενο διεθνώς, διότι το παρόν κράτος επεβλήθη από το 1833 ακριβώς για να αποδομήσει τον Ελληνικό Κόσμο και την άρχουσα κυρίαρχη αστική του τάξη, από τον Δούναβη μέχρι τον Νείλο και από το Ιόνιο μέχρι τον Ευφράτη. Ακριβώς αυτό θέλουν να εορτάσουν ή καλύτερα να εμπεδώσουν τα ξένα σώματα που κυβερνούν αντί του λαού, στους ελληνόφωνους που παραμένουν, και εχθρεύονται: την υπονόμευση του εναπομείναντος Ελληνισμού, καταστρέφοντας και αντικαθιστώντας την κοινή πολιτιστική του μήτρα, με μόνο αντάλλαγμα τη μόνιμη οικονομική και αλλότρια μασονική εξουσία επί των τελευταίων τους ελεύθερων αντιεξουσιαστών.