Σάββατο 15 Φεβρουαρίου 2020

«Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;»

ΣΧΟΛΙΟ: ΑΔΕΛΦΕ ΠΟΤΕ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΑΡΓΑ, ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΟΤΑΝ ΒΑΔΙΖΕΙΣ ΚΟΝΤΑ ΣΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ... ΛΟΙΠΟΝ, ΠΟΥ ΚΑΙ ΠΟΥ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΡΩΤΑΣ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΣΟΥ ΤΟ ΤΙ ΛΕΓΕΙ Ο ΚΟΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ! ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΙΓΟΥΡΟ... ΑΝ ΛΕΝΕ ΟΛΟΙ ΚΑΛΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΤΕ ΕΧΕΙΣ ΠΡΟΒΛΗΜΑ! ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΕΧΕΙΣ ΚΙ ΟΤΑΝ ΔΕΝ ΛΕΝΕ ΤΙΠΟΤΑ ΑΠΟΛΥΤΩΣ, ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΟΤΙ ΕΠΑΨΕΣ ΝΑ ΜΙΛΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΥΙΟ ΤΗΣ ΠΑΡΘΕΝΟΥ!!!

Υ.Γ. ΑΝ ΕΙΣΑΙ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΕΧΕΙΣ ΦΩΝΗ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΜΗ ΞΕΧΝΑΣ ΝΑ ΡΩΤΑΣ ΤΟΥΣ ΜΑΘΗΤΕΣ ΣΟΥ ΣΕ ΚΑΘΕ ΔΙΑΛΕΙΜΜΑ!!!  ΓΙΑΤΙ ΕΙΝΑΙ ΣΚΑΝΔΑΛΟ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑ ΠΑΙΔΙΑ ΝΑ ΑΚΟΥΝΕ ΓΙΑ ΤΟ ΟΝΟΜΑ ΣΟΥ Ό,ΤΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΑΛΗΘΙΝΟ!!!

"Εδώ βλέπουμε πως, ως μέγας Παιδαγωγός,  θέτει ένα ερώτημα, όχι, βεβαίως, πως περιμένει να μάθει ποιος είναι. Το κάνει για τους μαθητές Του." (Νίκος Σιγανός)

«Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;»


Ξεκινάμε και φέτος την πορεία μας προς τα Χριστούγεννα: η  Εκκλησία, με τη σαρανταήμερη νηστεία  και τις ιερές Ακολουθίες, οι φορείς, με την ετοιμασία εκδηλώσεων και ο κόσμος του εμπορίου, με τους δικούς του τρόπους, ώστε να «κινηθεί» η σχεδόν κατεστραμμένη αγορά.  Για όσους, όμως, ενδιαφέρονται  για έναν ουσιαστικό εορτασμό της Γεννήσεως, τίθεται το εξής καίριο ερώτημα: για ποιο Χριστό μιλάμε; Πώς, δηλαδή, τον φαντάζονται, πώς τον πιστεύουν οι άνθρωποι και ποιος πραγματικά είναι; Ανάλογη με τις απαντήσεις που θα δώσει κανείς, θα είναι και η στάση του απέναντι στο Θεό, στους ανθρώπους και στον κόσμο. Πιστεύω λοιπόν πως θα ήταν χρήσιμο να επιχειρήσουμε να απαντήσουμε στα σοβαρά ερωτήματα, έχοντας συναίσθηση της αμαρτωλότητας και της αναξιότητάς μας.

Ας ξεκινήσουμε με την ερώτηση που έθεσε ο Ιησούς στους μαθητές Του, στα μέρη της Καισαρείας του Φιλίππου: «Τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι»; Εδώ βλέπουμε πως, ως μέγας Παιδαγωγός,  θέτει ένα ερώτημα, όχι, βεβαίως, πως περιμένει να μάθει ποιος είναι. Το κάνει για τους μαθητές Του. Μέσα από το διάλογο διατυπώνονται απόψεις, θέσεις, αντιθέσεις. Γίνονται βαθύτερες πνευματικές διεργασίες, προς όφελος των καλοπροαίρετων και ειλικρινών συζητητών. Από τις απαντήσεις των μαθητών διαπιστώνουμε ότι οι ομοεθνείς του Χριστού ήταν διχασμένοι. Άλλοι τον ταύτιζαν με τον Προφήτη Ηλία, άλλοι, με τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, ή κάποιον άλλο Προφήτη. Όπως ξέρομε από άλλες ευκαιρίες, κάποιοι, όπως ο Ιούδας,  περίμεναν να δουν στο πρόσωπο του Κυρίου ένα σκληρό επαναστάτη, που θα ελευθέρωνε τους Ιουδαίους από τη ρωμαϊκή σκλαβιά. Τέλος, να θυμηθούμε τους οι Φαρισαίους και τους Σαδδουκαίους, που τον χαρακτήριζαν «βλάσφημο» και «πλάνο», γιατί τον θεωρούσαν  σφετεριστή της ιδιότητας  του προσδοκώμενου Μεσσία! Μήπως με την κατηγορία ότι έκανε τον εαυτό Του Θεό, δεν τον οδήγησαν στη Σταύρωση; Και είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν δεν μπορούσαν να αποκρύψουν τα θαύματά Του, ισχυρίζονταν πως ενεργούσε με τη δύναμη του Διαβόλου! Αντιθέτως, σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές, πλήθη  Εβραίων και  εθνικών έβλεπαν καθαρά και ομολογούσαν την πίστη τους στη θεότητα του Χριστού, τον ακολουθούσαν καθημερινά και ζητούσαν τη βοήθειά Του.
Με τη διάδοση του Ευαγγελίου εμφανίστηκαν και οι πρώτοι αιρετικοί. Λίγο αργότερα δημιουργήθηκαν οι μεγάλες χριστολογικές αιρέσεις. Πολλοί άνθρωποι, ακόμα και κληρικοί, με υψηλές 11gεκκλησιαστικές θέσεις, επειδή δεν μπορούσαν να κατανοήσουν  το μέγα και ακατάληπτο Μυστήριο της θείας Ενανθρωπήσεως και της θεανδρικότητας του Κυρίου, δημιούργησαν δικές τους θεωρίες, για να ικανοποιήσουν τις απόψεις και τη λογική τους.
Τι απάντησαν σ’ όλους αυτούς οι θεοφόροι Πατέρες; Ακολουθώντας την πρωτοχριστιανική πίστη της Εκκλησίας, επανέλαβαν την απάντηση που έδωσε ο Πέτρος στην ερώτηση του Ιησού: «Συ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζώντος». Συνοψίζεται δε η Πίστη της Εκκλησίας στη διατύπωση ότι ο Χριστός είναι ο Θεάνθρωπος, ο άπαξ ενανθρωπήσας μονογενής Υιός και Λόγος του Θεού, στον οποίο ενώθηκαν οι δύο τέλειες φύσεις: η θεία και η ανθρώπινη, «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως »( Δ΄ Οικ. Σύνοδος, Χαλκηδόνα, 451μ. Χ).
Δε χρειάζεται να αναφερθούμε στις μεγάλες αιρέσεις που συγκλόνισαν την Εκκλησία μέχρι τον Θ΄ αιώνα, κι αυτή τις αντιμετώπισε με τη σύγκληση των Οικουμενικών Συνόδων και τα συγγράμματα των Αγίων Πατέρων. Παράλληλα, έχομε την δημιουργία των «Αρχαίων Εκκλησιών» της Ανατολής και την απόσχισή τους από την Ορθόδοξη. Ακολουθεί το Σχίσμα, που δίχασε το χριστιανικό κόσμο, με όλες τις δυσάρεστες εξελίξεις, ιδιαίτερα στη Δύση. Εκεί δημιουργήθηκε η Μεταρρύθμιση, με τον Προτεσταντισμό, τις παραφυάδες του και τις αναρίθμητες «εκκλησίες», που απλώνονται σ’ όλο τον κόσμο.
Αλλά, όποιος νομίζει ότι εδώ τελειώνουν οι παρερμηνείες και παραποιήσεις των αληθειών της Πίστεως, κάνει λάθος. Με τον «καινούργιο αέρα» που φύσηξε στην Ευρώπη με την Αναγέννηση, επρόκειτο να εμφανιστούν σκληρότεροι αρνητές της θεότητας του Χριστού, στα σπλάχνα της Δυτικής Χριστιανοσύνης. Πρόκειται, κυρίως  για τον περίφημο Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, που θεοποιεί το λογικό κι απορρίπτει την Πίστη. Στη Βικιπαίδεια διαβάζουμε τα εξής: «Η ιδανική φυσιογνωμία του Διαφωτισμού είναι η αθεΐα. Πολλοί φιλόσοφοι του Διαφωτισμού αμφισβητούσαν τα βιβλικά θεμέλια του χριστιανισμού, υποβάλλοντας τη Βίβλο σε επιστημονική κριτική και καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μυθολογία. Συμμετείχαν σε ένα ευρύτερο σύνολο κριτικών που κατήγγειλε τις θεσμοθετημένες θρησκείες ως μέσα εκμετάλλευσης, που είχαν επινοήσει παλιάνθρωποι και απατεώνες για να εξαπατούν τις αδαείς μάζες. Απέρριπταν τις προσευχές και τις λειτουργίες ως άχρηστες»!
Μήπως τέτοιες ιδέες και στάσεις δεν έχουν και αρκετοί συνάνθρωποί μας; Ας σκεφτούμε,   λοιπόν, μήπως είναι καιρός να «απομυθοποιήσουμε» τον Ευρωπαϊκό Διαφωτισμό και τον Ορθολογισμό, που τους έχουν «θεοποιήσει», περνώντας εμμέσως το Μηδενισμό και  την αθεΐα στην κοινωνία και στα παιδιά μας.
Νίκος Σιγανός, θεολόγος