Απόφαση του ΣτΕ για το νέο Οργανισμό του Υπουργείου Παιδείας: Ουαί τω μη τοις ιδίοις όνυξι ξυομένω…
…η Ολομέλεια κατά πλειοψηφία, έκρινε συνταγματική την αφαίρεση της «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης» από την αποστολή του υπουργείου Παιδείας…
Επιμέλεια σύνταξης: katanixi.gr
Ηαπόφαση 210/202 του ΣτΕ που απορρίπτει την αίτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος για ακύρωση του ΠΔ 18/2018 «Οργανισμός υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και θρησκευμάτων» έγινε πρώτη είδηση στον ΜΜΕ και τα social media. «Συνταγματική η αφαίρεση της «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης» από την αποστολή του Οργανισμού του Υπουργείου Παιδείας».
ΗΕκκλησία της Ελλάδος, από την άλλη, με ιερά αγανάκτηση δηλώνει ότι «Η απόφαση του ΣτΕ δεν έκρινε ότι παύει να εντάσσεται στους σκοπούς της δημοκρατικής παιδείας υπό την εποπτεία του Υπουργείου Παιδείας η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης».
Διαβάζοντας προσεκτικά την απόφαση του ΣτΕ προκύπτει ότι η Εκκλησία της Ελλάδος έχει δίκιο. Η Συνταγματική διάταξη του άρθρου 16 παρ. 2 που προβλέπει ότι σκοπός της παιδείας είναι, μεταξύ άλλων, η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης, έχει κανονιστικό χαρακτήρα είτε επαναλαμβάνεται είτε όχι από το επίμαχο ΠΔ.
Πως έγινε, λοιπόν, ενώ η Εκκλησία έχει δίκιο να πανηγυρίζει όλος ο εσμός των αντιεκκλησιαστικών ΜΜΕ και ιστοσελίδων; Είναι σχετικά απλό. Η απόφαση απορρίπτει την προσφυγή της Εκκλησίας με μια ερμηνευτική ακροβασία στα όρια, όμως, του Συντάγματος και με την απουσία καταδικαστικής απόφασης δίνει το περιθώριο στο Υπουργείο Παιδείας να ερμηνεύει με τον δικό του τρόπο την απόφαση και να δρα αναλόγως.
Τί και αν έχει λοιπόν δίκιο η Εκκλησία της Ελλάδος. Στο τέλος της ημέρας το ΠΔ θα συνεχίσει να ισχύει και θα μείνουν οι τίτλοι των δημοσιευμάτων: «Συνταγματική η αφαίρεση της «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης».
Το χειρότερο σε αυτή την ιστορία δεν είναι η απόφαση του ΣτΕ καθ’ εαυτή. Η πορεία την Ελληνικής Πολιτείας και των οργάνων της, Κυβέρνηση, Βουλή, Δικαιοσύνη, προς την παγκοσμιοποίηση, τον οικουμενισμό, τον εθνικό και ηθικό αποπροσανατολισμό της νεολαίας είναι εμφανής εδώ και πολλές δεκαετίες. Το χειρότερο είναι ότι η Εκκλησία έχει αναθέσει σε αυτό το Κράτος να κατηχήσει τα παιδιά της. Επαναπαυμένη στο Μάθημα των Θρησκευτικών, όπως αυτό κατάντησε με δική της ευθύνη να διδάσκεται στα σχολεία, έχασε την ικανότητα, την δεξιότητα και την θέληση να κάνει αυτό που είναι ο πυρήνας της Ορθοδοξίας, η σπορά του Λόγου του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων και πρωτίστως στα παιδιά.
Διαβάζουμε στο dikastiko.gr:
Συνταγματικός ο… διαχωρισμός της θρησκευτικής αγωγής από το Υπουργείο Παιδείας
Σύμφωνη με την αφαίρεση της θρησκευτικής αγωγής νέων από την αποστολή του Υπουργείου Παιδείας, είναι η ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία απέρριψε την σχετική αίτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί το ΠΔ 18/2018 «Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και θρησκευμάτων».
Έτσι, η Ολομέλεια κατά πλειοψηφία, έκρινε συνταγματική την αφαίρεση της «ανάπτυξης της θρησκευτικής συνείδησης» από την αποστολή του Υπουργείου Παιδείας καθώς κατά τους δικαστές είναι μέσα στα συνταγματικά πλαίσια (πρόεδρος Αικατερίνη Σακελλαροπούλου) (πριν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας) και εισηγήτρια η σύμβουλος Επικρατείας Μαρλένα Τριπολιτσιώτη). Η επίμαχη αφαίρεση της θρησκευτικής αγωγής νέων είχε γίνει επί υπουργείας Κων. Γαβρόγλου.
Υπενθυμίζεται ότι στο ανώτατο ακυρωτικό δικαστήριο, έχουν προσφύγει με το ίδιο αίτημα, εκτός της Εκκλησίας της Ελλάδος, η Ιερά Μητρόπολη Πειραιά, ο Μητροπολίτης Πειραιά Σεραφείμ Μεντζελόπουλος, η «Πανελλήνια Ένωσις Θεολόγων», η «Εστία Πατερικών Μελετών» και δύο γονείς των οποίων τα παιδιά τους φοιτούν στο Δημοτικό σχολείο και στο Λύκειο (σ.σ. αναμένεται να απορριφθούν και οι εκκρεμείς αιτήσεις των άλλων εκκλησιαστικών φορέων).
Ειδικότερα, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, σύμφωνα με ανακοίνωσή της, έκρινε, κατ΄ αρχάς, μεταξύ των άλλων, τα εξής:
«Με τις διατάξεις του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται, μεταξύ άλλων, και η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας, η οποία περιλαμβάνει την εξουσία της ν’ αποφασίζει για τις υποθέσεις της με δικά της όργανα, τα οποία συγκροτούνται όπως ο νόμος ορίζει και να διοικείται από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας και την απ’ αυτή προερχόμενη Διαρκή Ιερά Σύνοδο. Ωστόσο, η εξουσία αυτή της Εκκλησίας ασκείται εντός των πλαισίων των γενικών κανόνων που θεσπίζει ελεύθερα ο νομοθέτης, ο οποίος μόνο δεν μπορεί να προχωρήσει και μέχρι τη θεμελιώδη μεταβολή βασικών διοικητικών θεσμών που έχουν καθιερωθεί πάγια στην οργάνωση και λειτουργία της Εκκλησίας».
Παράλληλα, οι σύμβουλοι Επικρατείας έκριναν ότι η διατύπωση της αποστολής του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας, στον Οργανισμό του (π.δ. 18/2018) «δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, ούτε στην εξουσιοδοτική διάταξη του άρθρου 54 του ν. 4178/2013. Και τούτο, διότι οι βασικοί σκοποί της παιδείας καθορίζονται από συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. και άρθρα 1, 4, 5 και 6 ν. 1566/1985), κατά το μέρος δε που οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται ή μη στο οργανωτικό διάταγμα του Υπουργείου στερούνται αυτοτελών κανονιστικών συνεπειών».
Συνεπώς, αναφέρει η απόφαση της Ολομέλειας, «το γεγονός ότι καθορίζεται ως αποστολή του Υπουργείου η ανάπτυξη και συνεχής αναβάθμιση της παιδείας με σκοπό την ηθική, πνευματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης, την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της λατρείας, τη διαμόρφωση ελεύθερων, ενεργών και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών κ.λπ., χωρίς να αναφέρεται ρητώς η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης, αλλά η προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όπως άλλωστε δεν αναφέρεται κατά γράμμα ούτε η επαγγελματική αγωγή των Ελλήνων ή η διάπλασή τους σε υπεύθυνους πολίτες, δεν έχει την έννοια ότι οι σκοποί αυτοί παύουν να αποτελούν σκοπούς της παιδείας κατά παράβαση του Συντάγματος».
Η άποψη των τεσσάρων
Ιδιαίτερο εδιαφέρον παρουσίαζει η άποψη της Αικ. Σακελλαροπούλου, δύο αντιπροέδρων και τεσσάρων συμβούλων Επικρατείας, σύμφωνα με την οποία «από τις διατάξεις του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει ως σκοπό την διάπλαση ελεύθερων και υπεύθυνων πολιτών, καθώς και, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, όπως η τελευταία νοηματοδοτείται και από τη διάταξη της παρ.1 του άρθρου 13, με την οποία καθιερώνεται το απαραβίαστο της ελευθερίας της».
Και ενόψει αυτών, προσθέτουν το άρθρο 1 του επίμαχου Οργανισμού, στο οποίο αναφέρει ότι το Υπουργείο Εθνικής Παιδείας, έχει ως αποστολή, μεταξύ των άλλων σκοπών του, «την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, όχι μόνον δεν αντίκειται στο Σύνταγμα και τον εξουσιοδοτικό νόμο, αλλ’ αντιθέτως, αποδίδει με τον πληρέστερο τρόπο το περιεχόμενο των παραπάνω διατάξεων των άρθρων 13 παρ.1 και 16 παρ.2 του Συντάγματος και 54 του ν. 4178/2013».
Διαβάζουμε στο protothema.gr την απάντηση της Ιεράς Συνόδου:
Η απάντηση της Εκκλησίας για την θρησκευτική αγωγή των νέων: Δεν καταργείται
Σε δημοσιεύματα και επιπόλαιες ανακοινώσεις και παρανοήσεις ότι δήθεν το ΣτΕ έκρινε ως συνταγματική την αφαίρεση της θρησκευτικής αγωγής από τους σκοπούς του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΥΠΕΘ) αποδίδει η Εκκλησία της Ελλάδος την συνέχιση της αντιπαράθεσης μεταξύ της Εκκλησίας της Ελλάδος και του Συμβουλίου της Επικρατείας Σχετικά με την απόφαση 210/202 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Βασικό σκεπτικό της Ιεράς Συνόδου είναι ότι το ΣτΕ έκρινε ότι η παράλειψη αναφοράς του σκοπού αυτού στο Διάταγμα δεν αποτελούσε παράβαση του Συντάγματος, όχι επειδή επιτρέπεται η αφαίρεση της θρησκευτικής αγωγής από την εκπαίδευση, αλλά επειδή αρκεί ότι η θρησκευτική αγωγή ήδη προβλέπεται στο Σύνταγμα και στον νόμο 1566/1985, ώστε δεν απαιτείτο η επανάληψή της στο διάταγμα οργάνωσης των υπηρεσιών του ΥΠΕΘ.
Χθες γνωστοσποιήθηκε η σχετική απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, η οποία έκρινε, κατά πλειοψηφία, ότι η επί της υπουργίας του Κωνσταντίνου Γαβρόγλου, αφαίρεση της «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» από την αποστολή του Υπουργείου Παιδείας έχει καλώς και είναι μέσα στα συνταγματικά πλαίσια. Δηλαδή, από το νέο οργανισμό του Υπουργείου Παιδείας (Προεδρικό Διάταγμα 18/2018) συνταγματικά αφαιρέθηκε από την αποστολή του Υπουργείου Παιδείας η θρησκευτική αγωγή των νέων.Παράλληλα, η Ολομέλεια του ΣτΕ με την υπ΄ αριθμ. 210/2020 απόφασή της με πρόεδρο την Αικατερίνη Σακελλαροπούλου (πριν εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας) απέρριψε την αίτηση της Εκκλησίας της Ελλάδος, με την οποία ζητούσε να ακυρωθεί το ΠΔ 18/2018 «Οργανισμός Υπουργείου Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων».
Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας διευκρινίζει «προς λήξη των παρανοήσεων» ότι:
Το άρθρο 1 του διατάγματος οργάνωσης των υπηρεσιών του ΥΠΕΘ του έτους 2018 (Προεδρικό Διάταγμα 18/2018) παρέλειψε να αναφέρει την «ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης» των μαθητών εντός των σκοπών του Υπουργείου. Στην επίδικη υπόθεση κλήθηκε η Ολομέλεια του ΣτΕ να κρίνει εάν η παράλειψη αυτή αποτελούσε κατάργηση της θρησκευτικής αγωγής από τους σκοπούς του Υπουργείου και εάν το Διάταγμα επιχειρούσε παρανόμως να καταργήσει το άρθρο 16 παρ. 2 του Συντάγματος, που την προβλέπει ως υποχρεωτική.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η παράλειψη αναφοράς του σκοπού αυτού στο Διάταγμα δεν αποτελούσε παράβαση του Συντάγματος, όχι επειδή επιτρέπεται η αφαίρεση της θρησκευτικής αγωγής από την εκπαίδευση, αλλά επειδή αρκεί ότι η θρησκευτική αγωγή ήδη προβλέπεται στο Σύνταγμα (16 παρ. 2) και στον νόμο 1566/1985, ώστε δεν απαιτείτο η επανάληψή της στο διάταγμα οργάνωσης των υπηρεσιών του ΥΠΕΘ.
Στη δικαστική απόφαση αναφέρεται ότι η μη επανάληψη των σκοπών του άρθρου 16 παρ. 2 του Συντάγματος – μεταξύ των οποίων η ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης – στο ανωτέρω διάταγμα του Υ.Π.Ε.Θ. «δεν έχει την έννοια ότι οι σκοποί αυτοί παύουν να αποτελούν σκοπούς της παιδείας κατά παράβαση του Συντάγματος» και επιπλέον «διότι οι βασικοί σκοποί της παιδείας καθορίζονται από συνταγματικές και νομοθετικές διατάξεις (άρθρο 16 παρ. 2 Συντ. και άρθρα 1, 4, 5 και 6 ν. 1566/1985), κατά το μέρος δε που οι διατάξεις αυτές επαναλαμβάνονται ή μη στο οργανωτικό διάταγμα του Υπουργείου στερούνται αυτοτελών κανονιστικών συνεπειών» – δηλαδή δεν έχει έννομη σημασία εάν θα επαναληφθούν στο Προεδρικό Διάταγμα, διότι θα επρόκειτο για επανάληψη ρυθμίσεων, που ήδη ισχύουν εκ του Συντάγματος και του νόμου 1566/1985.
Η πλειοψηφία και η μειοψηφία των δικαστών της Ολομέλειας διαφώνησαν μόνο, εάν νομοτεχνικά απαιτείτο να επαναλαμβάνονται οι σκοποί του Συντάγματος και του νόμου 1566/1985 στο κείμενο του διατάγματος του ΥΠΕΘ. Κανείς όμως δεν διετύπωσε την κρίση ότι η παράλειψη αναφοράς τους στο διάταγμα αποτελούσε έμμεση κατάργησή τους.