Πέμπτη 13 Φεβρουαρίου 2025

«Κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν δὲν ἐπιτρέπεται διακοπή. Ἀλλ’ ἐάν…» 2η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΠΡΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΦΛΩΡΙΝ

 


       Αποτέλεσμα εικόνας για ΚΑΝΤΙΩΤΗΣ            

                          «Κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν δὲν ἐπιτρέπεται διακοπή. Ἀλλ’ ἐάν…»

2η ΑΠΑΝΤΗΣΙΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΟΥ ΠΡΟΣ ΕΠΙΣΚΟΠΟΝ ΦΛΩΡΙΝΗΣ


«Εἰς ἐνδόξους ἡμέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ εὐσεβὴς λαὸς συνηγωνίζετο μετὰ τῶν ποιμένων του, ἔδιδε τὴν μαρτυρία τῆς Πίστεώς του ζωηρῶς. Μὲ ἰσχυράς φωνάς – καὶ μόνον μὲ φωνάς; – ἐξεδίωκεν ἐκ τοῦ Ναοῦ τοὺς ἐπιβουλευομένους τὴν Πίστιν του, τοὺς προβατόσχημους λύκους, τοὺς ὑπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ Ὀρθοδόξου κληρικοῦ λαλοῦντος σκολιὰ καὶ διεστραμμένα».

Ἀγαπητοί, πλήρεις ἱερᾶς ἀγανάκτησης, ἀλλὰ καὶ βαθιᾶς θλίψης γιὰ τὰ πράγματα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ βαίνουν πρὸς τὸν γκρεμὸ τοῦ «Κοιν(οτικ)οῦ Πάσχα» ἀπευθύνουμε πρὸς τὸν εὐσεβῆ λαὸ τοῦ Θεοῦ· λόγο παρήγορο, λόγο ἐκκλησιαστικό· λόγο ἀγάπης γιὰ τὸν Ἐσταυρωμένο Χριστὸ ποὺ πηγάζει· ἀπὸ πηγὴ καθαρή, θερμή, ἁγνὴ καὶ ἄδολη· ἀπὸ στόματος Αὐγουστίνου Καντιώτη «ποὺ ’χε τοῦ ἀετοῦ τὴ νιώτη».

Συγκινούμαστε καὶ τί νὰ ποῦμε γιὰ τὸν π. Μάξιμο Καραβᾶ (μονάκριβο πνευματικὸ τέκνο τοῦ π. Αὐγουστίνου) ποὺ στὰ ἐνενῆντα του ζητᾶ «μολύβι καὶ χαρτί», «χαρτὶ καὶ καλαμάρι» γιὰ χάρη τοῦ Ἐσταυρωμένου ἀλλὰ καὶ ὅλων τῶν Πιστῶν ποὺ ἀγωνίζονται ὑπὲρ Αὐτοῦ ἕνεκεν τῆς τοῦ Περιστερίου παράνομης ἀπόφασης.

Μᾶς συγκινεῖ καὶ ἡ σταυροαναστάσιμη γλυκιὰ φωνὴ τοῦ πάγκαλου π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου, «π’ ἔμεινε ἐν τῇ γῇ σὲ ψηφιακὴ μορφή»,

«Ὁ Κύριος δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ὑπεράσπιση. Ἐμεῖς χανόμαστε ὅταν δὲν ὑπερασπιζόμαστε τὸν Κύριο. Γιατί λέγει ὁ Κύριος: «Ἐκεῖνος ποὺ θὰ Μὲ ἀρνηθεῖ, θὰ τὸν ἀρνηθῶ». Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο δὲν πρέπει νὰ ἀρνούμεθα τὸν Κύριο, νὰ μὴ ἀφήνουμε μόνο τὸν Κύριο. Γιατί στὴν τελευταία ἀνάλυση, ἐμᾶς συμφέρει, ἐμᾶς συμφέρει, γιὰ νὰ μᾶς ἀναγνωρίσει! Ὢ ἀγαπητοί μου! Ἂς τὸν ἀκολουθήσουμε τὸν Κύριο ὅπου ἂν ὑπάγει, ὅπως λέγει τὸ Βιβλίον τῆς Ἀποκαλύψεως, εἴτε στὸ μαρτύριον εἴτε στὴν Ἀνάσταση. Αὐτοὶ ποὺ ἀληθινὰ ἀγαποῦν τὸν Κύριο, πάντα καὶ παντοῦ τὸν ἀκολουθοῦν»[1].

Τέλος, μᾶς συγκινεῖ ἡ 36η «Σπίθα» τοῦ Καντιώτη (1970) πρὸς Οἰκουμενιστάς καὶ (δημοσιογράφους) Δημαγωγούς· ἡ φωνή του ἡ τόσο ἐπίκαιρη καὶ ἀγωνιστική, ὁ τόσο ἀφυπνιστικὸς καὶ ἐπαναστατικὸς λόγος του, ὁ θερμὸς καὶ κατὰ πάντα Θεῖος. Ἕνας αὐτὸς μέσα στοὺς πολλούς, ὡς ἄλλος Μᾶρκος, Εὐγενικὸς μὰ καὶ «τρελλὸς» ποὺ δίδασκε (ἐνώπιον ἡμῶν τῶν Φλωρινιωτῶν, Πτολεμαϊδιωτῶν καὶ ἄλλων οὐρανοπολιτῶν) μὲ λόγια καὶ ἔργα τὰ μεγαλεῖα τοῦ Θεοῦ καὶ τῶν ἀνθρώπων Του. Π.χ.:

«Ὅταν ἤμουν ἱεροκήρυκας ἐδῶ (στὴν Ἀθήνα), κάτω στὴν Πάτρα ‘κάναν καρναβάλι, καρναβάλι. Κανεὶς ἱεροκήρυκας δὲν μιλοῦσε… Καὶ ἀντιστάθηκα καὶ δημοσίευσα φυλλάδια καὶ τέλος ἀπεφάσισα νὰ πάω νὰ διαμαρτυρηθῶ ἐντόνως… (Ἀλλὰ) Τώρα ἔχουμε κανόνα συμπεριφορᾶς, προσέχουμε πῶς θὰ μιλήσουμε καὶ τί θὰ ποῦμε. Καὶ στὸν ἄγγελο καλημέρα, καὶ στὸν Διάβολο καλημέρα. Παντοῦ, παντοῦ! (Αὐτὸ) Εἶναι καθωσπρεπισμός. Ἔτσι βαδίζομεν, νὰ μὴ θίξουν κανένα. Μπροστά τους νὰ δοῦν τὸ φοβερότερο ἔγκλημα, τὴν μεγαλύτερη ἁμαρτία, τίποτα… «Ἐγώ, δὲν εἶναι δουλειά μου αὐτή, δὲν κάνω τέτοιο πρᾶγμα»!

Ἐνῶ αὐτοὶ οἱ ἄλλοι (οἱ διὰ Χριστὸν σαλοὶ) εἶχαν μία τραχεῖα γλώσσα , τραχεῖα, τραχύτατη γλώσσα. Κι ἔκαναν μερικὰ πρά­γματα, τὰ ὁποῖα, ἐνῶ ἦσαν ἐκδηλώσεις μίας ἱερᾶς ἀγανακτήσεως, ὁ κόσμος τὰ ἐκλάμβανε ὡς εἶδος παραφροσύνης… Καὶ πολλοὶ ὅμως ἔχουν σωθεῖ, διότι λέγανε: – Αὐτὰ ποὺ δὲν μᾶς λέει ὁ Δεσπότης, αὐτὰ ποὺ δὲν μᾶς λέγουν οἱ Ἱεροκήρυκες, ποὺ μᾶς χαϊδεύουν, μᾶς χαϊδεύουν, αὐτοὶ (οἱ σαλοὶ) μὲ τὸ φραγγέλιον τῆς γλώσσης μᾶς κάνουν νὰ ξυπνήσουμε, ἀφαιροῦν τὴ μάσκα καὶ μᾶς λένε τί παλιάνθρωποι εἴμεθα. Ἀφαιροῦν τὴν μάσκα μας καὶ μᾶς δείχνουν τί εἴμεθα» [2].

1. «Κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν…»

(=Κατὰ τὸ θεῖον Κήρυγμα)

Συνεχίζοντας τὴ μελέτη καὶ ἀντιγράφοντας τὸν λόγο ἀλλὰ καὶ εἰ δυνατὸν τὸ πνεῦμα τοῦ 36ου Ψαλμοῦ τοῦ π. Αὐγουστίνου (ἀπὸ τὸ βιβλίο τῶν συνολικὰ «103 Ψαλμῶν» αὐτοῦ, ὅπου οἱ ἰσάριθμες «Χριστιανικὲς Σπίθες» ἀπὸ τὸ 1967 ἕως 1972), συναπαντοῦμε μία ἀκόμη «καλὴ» καὶ «εὐλογημένη» πρακτικὴ ποὺ ἀφορᾶ κυρίως «βοσκοὺς» καὶ «τσοπανόσκυλα», δηλαδὴ κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς (ὄχι «τσέλιγκες») ποὺ ἐπαγρυπνοῦν… κυρίως ἐν ὥρᾳ Θείας Λειτουργίας ἀλλὰ καὶ Ἑσπερινοῦ… Κυρίως τὴν ὥρα τοῦ Κηρύγματος (ὅταν ἀγορεύουν) κυρίως Πρεσβύτεροι, Ἐπίσκοποι καὶ Πατριάρχες.

Ο ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ ΕΙΣ «ΒΟΣΚΟΥΣ» ΤΟ ΚΗΡΥΓΜΑ ΕΝ ΩΡᾼ ΘΕΙΑΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ… ΑΚΟΜΗ ΚΑΙ Ο ΠΡΩΤΟΣΥΓΚΕΛΛΟΣ ΑΠΑΓΓΕΛΛΕΙ ΤΟ «ΕΚ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΗΡΥΓΜΑ»… Τί ἀπαντοῦν ὁ π. Αὐγουστῖνος καὶ ὁ π. Ἀθανάσιος;

«Ἅμα κήρυγμα, ἅμα Ἐκκλησία· ἅμα Ἐκκλησία, ἅμα κήρυ­γμα» (π. Αὐγουστῖνος)

Ἀγαπητοί, οἱ αἱρετίζοντες τοῦ «Καιροῦ» μας, οἱ Οἰκουμενιστές, πονηρὰ σκεπτόμενοι περὶ τοὺς τρόπους διασπάσεως τῆς ἑνότητας τῶν ὀρθοδόξων τῆς Ἀνατολῆς Χριστιανῶν εἶπαν (ὡς ἄφρονες «ἐν τῇ καρδίᾳ» αὐτῶν): Πῶς θὰ μπορέσουμε νὰ βεβηλώσουμε – ἀλλοιώσουμε τὸν «Ὀρθόδοξο Τύπο» τῆς Λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Μεσσία καὶ εἰ δυνατὸν νὰ καταργήσουμε Αὐτήν;

> “Ἰδού, ἔχουμε ζωντανὸ παράδειγμα”, εἶπε ὁ πρῶτος· «Ἡ προτεσταντικὴ «Ἐκκλησία» ἔχει σχεδὸν καταργήσει τὴ λατρεία καὶ κάνει ὅλο κήρυγμα».

> “Ἰδού, ἔχουμε κι ἄλλο ζωντανὸ παράδειγμα”, εἶπε ὁ δεύτερος· Ὁ Χριστός, ὅταν βγῆκε στὴ δημόσια δράση, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκανε ἦταν τὸ κήρυγμα. Ἄρχισε νὰ κηρύττει καὶ νὰ καλεῖ τοὺς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια. Λοιπόν, νὰ κηρύττουμε τὸ κήρυγμα χωρὶς νὰ καλοῦμε τοὺς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια ἀλλὰ μᾶλλον σὲ «ΚΠΠΟ+», δηλαδὴ σὲ κοινωνικές, πολιτιστικές, περιβαλλοντικές, οἰκολογικὲς καὶ ἄλλες «Κοινὲς δράσεις».

> “Ἰδού, κι ἄλλο ζωντανὸ παράδειγμα”, εἶπε ὁ τρίτος· Στοὺς ἀποστόλους του (ὁ Χριστὸς) ἔδωσε ἐντολὴ νὰ πορευτοῦν σὲ ὅλο τὸν κόσμο καὶ νὰ κηρύττουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ διδάσκουν ὅλα ὅσα Αὐτὸς τοὺς παρήγγειλε. Μάλιστα σὲ κάποια Σύνοδο ποὺ ἔκαμαν πῆραν ἀπόφαση νὰ παραδώσουν στὰ χέρια ἱκανῶν (=γεμάτων μὲ ἅγιο Πνεῦμα) τίς λεγόμενες «Ἀγάπες». Λοιπόν, νὰ πείσουμε τοὺς Δεσποτάδες (=ἑπόμενοι τῶν Ἀποστόλων) νὰ ἀσχολοῦνται μὲ τὶς «Ἀγάπες» καὶ ὄχι μὲ τὸ κήρυγμα· Μὲ τραπέζια, μὲ «Βασιλόπιττες» καὶ «πολυέλαιους», μὲ τσιπουροκατανύξεις καὶ παιδικὲς γιορτὲς (=καρναβάλια), καὶ τὰ ὅμοια.

> “Ἰδού”, εἶπε ὁ τέταρτος! Μὴ ξεχνᾶτε ὅτι ἡ ἵδρυση τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ συνδέεται μὲ τὸ κήρυγμα. Λοιπόν, τὸ κήρυγμα θὰ εἶναι ὑπὸ τὸν πλήρη ἔλεγχο τοῦ Δεσπότη. Οἱ ἱερεῖς θὰ διδάσκουν ἀποκλειστικὰ ὅ,τι αὐτὸς γράφει καὶ ὄχι «ὅλα ὅσα Αὐτὸς τοὺς παρήγγειλε». Κι ἂν δὲν ἔχει χρόνο νὰ συγγράψει, ἂς ψάξει, κι ἂς βρεῖ ἑπτὰ ἄξιους «Διακόνους» τοῦ Λόγου, ποὺ ὅμως θὰ γράφουν ἀποκλειστικὰ «Λόγια ἀγάπης» τύπου Ζηζιούλα καὶ Καζαντζάκη. Ἂς μὴ ξεχνοῦμε, κατέληξε, ὅτι ὁ ἀπόστολος Πέτρος, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, μὲ τὸ κήρυγμα ἔφερε στὴν Ἐκκλησία τρεῖς χιλιάδες νέα μέλη… Λοιπόν, μ’ αὐτὴν τὴν μέθοδο καὶ οἱ πιστοὶ θὰ γίνουν σιγὰ – σιγὰ Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ οἱ (Οἰκουμενιστὲς) αἱρετικοὶ καὶ ἀλλόθρησκοι θὰ μείνουν, ὅπως ἔχουν ἐφόσον δὲν θὰ ἀκούγεται πουθενὰ (ἐν τῇ τηλεοράσει) ὁ ἀληθινὰ Ἀνατολικὸς Ὀρθόδοξος λόγος γι’ Αὐτὸν ποὺ εἶναι ἡ «εἰκὼν» τοῦ Θεοῦ, ὅπως ἔλεγε καὶ ὁ Μέγας Ἀθανάσιος:  «Ἀφοῦ ὁ Θεὸς εἶναι ἕνας, μία εἶναι καὶ ἡ εἰκών του, δηλαδὴ ὁ Υἱός».

Λοιπόν, ἰδοὺ ἡ πρώτη ἀπάντηση τοῦ π. Αὐγουστίνου, τοῦ ἑνὸς  ἐπισκόπου τῆς μίας πάλαι ποτὲ ἀληθινὰ «ἐλευθέρας καὶ ζώσας» Ἐκκλησίας, ἐννοεῖται τῆς Μητροπόλεως Φλωρίνης Πρεσπῶν καὶ Ἐορδαίας:

«Ἀλλ’ οἱ ἄνθρωποι αὐτοὶ πέφτουν ἔξω. Τὸ κήρυγμα δὲν εἶναι μία καινοτομία. Δὲν εἶναι κάτι καινούργιο. Τὸ κήρυγμα ὑπῆρχεν ἀνέκαθεν. Μποροῦμε νὰ ποῦμε, πὼς ἡ ἱστορία τοῦ κηρύγματος ἀρχίζει μὲ τὴν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Ἅμα κήρυγμα, ἅμα Ἐκκλησία· ἅμα Ἐκκλησία, ἅμα κήρυγμα. Αὐτὸ τὸ βλέπουμε καθαρά, ἂν ἀνοίξουμε τὴν Καινὴ Διαθήκη. Βλέπουμε πὼς ὁ Χριστός, ὅταν βγῆκε στὴ δημόσια δρᾶσι, τὸ πρῶτο ποὺ ἔκανε ἦταν τὸ κήρυγμα. Ἄρχισε νὰ κηρύττη καὶ νὰ καλῆ τούς ἀνθρώπους σὲ μετάνοια (Ματθ. 4,17· Μᾶρκ. 1, 15). Κήρυττε παντοῦ. Κήρυττε καὶ μέσα στὶς συναγωγές, ποὺ μαζεύονταν οἱ Ἰσραηλίτες, γιὰ νὰ λατρεύσουν τὸ Θεό. Ἐκεῖ στὴ συναγωγὴ ὕστερα ἀπὸ τὴν ἀνάγνωσι τοῦ κειμένου τῆς Π. Διαθήκης ἔπαιρνε τὸ λόγο καὶ ἐξηγοῦσε ὅσα ἔλεγαν οἱ προφῆτες, καὶ ὁ κόσμος ἄκουγε τὴ διδασκαλία μὲ θαυμασμό.

Τὸ κήρυγμα ἦταν τὸ πρῶτο καὶ κύριο ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Στοὺς ἀποστόλους του δέ, ἔδωκε ἐντολὴ νὰ πορευθοῦν σ’ ὅλο τὸν κόσμο, νὰ κηρύττουν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ νὰ διδάσκουν ὅλα ὅσα αὐτὸς παρήγγειλε…

Τὸ πρῶτο κήρυγμα ποὺ ἔκαναν οἱ Ἀπόστολοι ἦταν τὸ κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (Πράξ. 2. 14-36). Τὸ ἔκανε τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ὕστερα ἀπὸ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος… Τρεῖς χιλιάδες ψυχὲς πίστεψαν στὸν Χριστό. Ἔτσι ἡ ἵδρυσις τῆς πρώτης Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ (στὰ Ἱεροσόλυμα) συνδέεται μὲ τὸ κήρυγμα.»,

[Χωρὶς ὑπερβολή, ἡ ἵδρυση τῆς πρώτης «ἐλευθέρας καὶ ζώσης Ἐκκλησίας» ἐν τῷ 20ῷ Αἰῶνι εἰς Φλώρινα, Ἀμύνταιο καὶ Πτολεμαΐδα συνδέεται μὲ τὸ κήρυγμα τοῦ Καντιώτη….]

«Καμμιὰ Ἐκκλησία δὲν ἱδρύθηκε χωρὶς τὸ θεῖο κήρυγμα. Ἀλλὰ καὶ καμμιὰ Ἐκκλησία δὲν προόδευσε», Μητρ. Εἰρηναῖε Λαφτσῆ, «καὶ δὲν αὔξησε τὰ μέλη της χωρὶς (σ.σ. Ὀρθόδοξο) κήρυγμα. Μέσα στὶς σπηλιές, ὅπου τούς χρόνους τῶν διωγμῶν κατέφευγαν οἱ χριστιανοί, στὶς ὑπόγειες στοές, τὶς περίφημες κατακόμβες. Ὅταν τελοῦσαν τὴ Θ.Λειτουργία ποτὲ δὲν ἔλειπε τὸ (σ.σ. Ὀρθόδοξο Ἀνατολικὸ) κήρυγμα» (π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης [3 /σελ. 286-288].

Συμπέρασμα πρῶτον:  Ἅμα (ὀρθόδοξο) κήρυγμα, ἅμα Ἐκκλησία· ἅμα Ἐκκλησία, ἅμα (ὀρθόδοξο) κήρυγμα. Ὅπου ὀρθόδοξο κήρυγμα πηγαίνω καὶ μένω· λόγῳ μολυσμοῦ καὶ χάρη τῆς ἑαυτοῦ ἀσφαλείας.

Συμπέρασμα δεύτερον: Ἅμα κηρύττει ὀρθόδοξα ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ἅμα κηρύττει ὀρθόδοξα ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ὁ Χριστός.

“ΣΧΟΛΙΟ: Χρωστοῦμε μία [1η] ἀπάντηση στὸν π. Θεόφιλο, ἱερέα τῆς πόλεως Πτολεμαΐδας… πού εἶπε ἐν μέσῳ Ἐκκλησίας καὶ ἐνώπιον τοῦ Ἐπισκόπου μας πρὸς τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ: «Ὅπου ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ἡ Ἐκκλησία, ὅπου ἐπίσκοπος ἐκεῖ καὶ ὁ Χριστός. Αὐτὸ νὰ τὸ γνωρίζετε καλά.» [4], δίνοντας μαρτυρία τῆς τοῦ Δεσπότου «Ὀρθοφωνίας» καὶ Ὀρθοπραξίας. Λοιπόν…

Κάθε ρήση ἁγίου, ὅπως αὐτὴ τοῦ ἁγίου Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου [«ὅπου ἂν φανῆ ὁ ἐπίσκοπος, ἐκεῖ καὶ ἡ καθολικὴ Ἐκκλησία»], χρήζει μελέτης καὶ φυσικὰ ὀρθοδόξου ἑρμηνείας… Δηλαδή;

ΟΠΟΥ (ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΚΕΙ ΚΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ, ΟΠΟΥ (ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΚΕΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ

ΟΠΟΥ (ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΚΕΙ ΚΑΙ Η (ΑΙΡΕΤΙΚΗ) “ΕΚΚΛΗΣΙΑ”, ΟΠΟΥ (ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ) ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΕΚΕΙ ΚΑΙ Ο ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟΣ, ὅπως σαφῶς σαφέστατα διδάσκει ὁ π. Ἀθανάσιος….

Ἀκούσαμε τὸν π. Αὐγουστῖνο… καὶ ἦλθε ἡ ὥρα τοῦ π. Ἀθανασίου Μυτιληναίου. [Ἦλθε καὶ ἡ ὥρα τοῦ «κοινοῦ ἑορτασμοῦ» τῆς δῆθεν χριστιανικῆς κοινότητας τοῦ ΠΣΕ, στὴν Νίκαια τῆς Βιθυνίας…Ἔφτασαν καὶ τὰ μαντάτα ὅτι ἕνας ἀκόμη ὑψηλόβαθμος κληρικὸς – μοναχὸς καὶ προϊστάμενος Ἱεροῦ Ναοῦ μετατόπισε τὸν πίσω ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα Ἐσταυρωμένο [5], περίπου τρία μέτρα πιὸ πίσω καὶ λίγο πιὸ πάνω ἀπὸ τὸ Σύνθρονο, δηλαδὴ ψηλὰ πίσω ἀκριβῶς ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ Δεσπότη μας, ἐκεῖ ὅπου λόγῳ Τέμπλου δὲν δύναται κανεὶς νὰ Τὸν ἀντικρύζει…]

Ἀγαπητοί, μία τελευταία σύντομη ἀναφορά, σὲ δύο «Δημόσια» κηρύγματα τοῦ νῦν Φλωρίνης Εἰρηναίου περὶ «χριστιανικῆς κοινότητας» καὶ «Ἀναστημένου Χριστοῦ» κρίνονται ἀναγκαῖα α) γιὰ νὰ πληροφορήσουμε «τὴν διακονία μας» γιὰ τὰ τοῦ Δεσπότη (αἱρετικὰ -οἰκουμενιστικὰ καὶ ἄκρως ἐπικίνδυνα) φρονήματα, καὶ β) γιὰ νὰ προσέξουμε μὲ πολὺ πολὺ μεγάλη καὶ ἰδιαιτέρως ἰδιαίτερη προσοχὴ τὰ ὅσα καταθέτει ὁ πάγκαλος Ἀθανάσιος. Γιατί πράγματι ὁ κίνδυνος εἶναι ἀφάνταστος!

Ἀπὸ τὸ στόμα τοῦ Ἐπισκόπου μας βγῆκαν λοιπὸν τὰ παρακάτω λόγια (=δημοσιευμένα καὶ στὴν ἱστοσελίδα τῆς Μητρόπολής μας):

«Στὸν χριστιανικὸ ναό, ὅμως, ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται σὲ αὐτόν, καθὼς δὲν εἶναι ἡ ἀπρόσιτη κατοικία τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὸ σημεῖο συνάντησης τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν θεωμένο ἄνθρωπο· τὸ σημεῖο συνάντησης τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὴ γῆ, ὅπου οἱ πιστοὶ ὡς κοινότητα λατρεύουν τὸν Θεὸ καὶ ἑνωμένοι συμμετέχουν στὸ ὕψιστο μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. [Τέλος, παραλλήλισε τὰ ὀνόματα «Ἀχιλλεὺς» καὶ «ἀχίλλειος», τονίζοντας τὸ ἀναστάσιμο μήνυμα·] πλέον ὁ ἄνθρωπος δὲν διαθέτει ἀχίλλειο πτέρνα, δὲν εἶναι τρωτὸς καὶ ἕρμαιο τῆς φθορᾶς καὶ τοῦ θανάτου, ἀλλὰ ἄτρωτος, ἀθάνατος καὶ αἰώνιος, καθὼς φορᾶ τὸ ἀναστημένο σῶμα τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, πορευόμενος στὰ ἔσχατα, τὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν.»[6]. ΚΑΙ ΑΛΛΟΥ:

«Ἀρχικά, καλούμαστε ὡς ποιμένες καὶ πατέρες, ἀγαπητὲ κ. Λυκούδη, νὰ καταθέσουμε ὑγιῆ καὶ ἰσχυρὴ μαρτυρία, νὰ ἀγωνιστοῦμε, μὲ κόπο καὶ προσευχή, ὑπομονή, κατανόηση καὶ διακριτικότητα, ὥστε νὰ γνωρίσουμε σὲ ὅλες καὶ ὅλους τὴν ἐνορία καὶ τὴν ἐκκλησία ὡς κοινότητα.»  (Ἐπίσκοπος Φλωρίνης Εἰρηναῖος) [7].

Ἀδελφοί, ἀντιλαμβανόμαστε τί λέγει ὁ «Εὐλογημένος» ἐν ὀνόματι τοῦ Ἑαυτοῦ του; Ὅ,τι φανερὰ διδάσκει ἡ Παπικὴ Ἐκκλησία, ὅ,τι διδάσκει ὁ κρυφοοικουμενιστὴς καὶ «ἀξιολύπητος» Περιστερίου, ὅ,τι ἀκριβῶς διαβάζουμε στὸ ἄρθρο μὲ τίτλο:  «Μόνοι ἢ σὲ “Κοινωνία”; Ἡ Ἐκκλησία ὡς Κοινότητα -“Κοινωνία Προσώπων” τοῦ σεβ. Ἰωάννη Σπιτέρη»:

«Ἡ Β΄ Σύνοδος τοῦ Βατικανοῦ ἔφερε μία μεγάλη ἀλλαγή, ὅσον ἀφορᾶ τὴ σύλληψη τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ πρῶτα, ἡ Ἐκκλησία θεωροῦταν κυρίως ὡς «θεσμός», ὡς «ἱεραρχικὴ δομή», τώρα, πρῶτα ἀπ’ ὅλα θεωρεῖται ὡς «Μυστήριο Κοινωνίας» (Φῶς τῶν Ἐθνῶν, Lumen Gentium, 1). Ἀλλὰ γιὰ νὰ ἀντιληφθοῦμε καλύτερα τί σημαίνει κοινωνία στὰ βιβλικὸ – θεολογικὰ πλαίσια,  θὰ βοηθήσει νὰ ἔχουμε ὑπόψη μας τὰ ἀκόλουθα: Νὰ καταλάβουμε πρῶτα ἀπ’ ὅλα τὴν διαφορὰ μεταξὺ «κοινότητας -ἑταιρείας» καὶ «κοινότητας – κοινωνίας». Στὴν «κοινότητα – ἑταιρεία» ἡ ἑνότητα τῶν μελῶν εἶναι ἕνα ἁπλὸ μέσο, γιὰ νὰ πραγματοποιηθεῖ τὸ κοινὸ συμφέρον (σ.σ. Ε.Ε. =Εὐρωπαϊκὴ Ἕνωση=Ἕνωση Ἐκκλησιῶν). Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, ἡ κοινότητα εἶναι ἕνα σύνολο ἀπὸ ἀνθρώπους, ποὺ ἡ ἑνότητά τους γίνεται δυνατὴ ἀπὸ νόμους καὶ ἀστυνόμευση (σ.σ. δηλαδὴ «χειρουργικὲς ἐπεμβάσεις»).

Ἀντίθετα, στὴν περίπτωση τῆς «κοινότητας – κοινωνίας», ἡ βαθειὰ ἑνότητα τῶν προσώπων, ἀποτελεῖ, αὐτὴ ἡ ἴδια, σκοπὸ τῆς ὕπαρξής της. Σ’ αὐτὴν τὴν περίπτωση, οἱ σχέσεις μεταξὺ τῶν προσώπων, ἡ ἑνότητά τους, ἡ βαθιὰ ἀμοιβαία ἀγάπη, ἀποκτᾶ πρωτεύοντα ρόλο. Ἡ χριστιανικὴ κοινότητα εἶναι ἡ κατ’ ἐξοχὴν «κοινότητα – κοινωνία». Ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς χριστιανικῆς ὕπαρξης εἶναι ἡ κοινωνία.  Δηλαδὴ ἡ βαθειὰ διαπροσωπικὴ σχέση, ἡ ἀμοιβαία ἑνότητα ἀγάπης.

[σ.σ. ὅ,τι εἶπε στὸν ἐπίλογό του ὁ κ. Ραφαὴλ Καραβασιλειάδης μὲ φωνὴ Καζαντζάκη: «Ἐνδεχομένως, ἐὰν τελείωνα τὴν ὁμιλία αὐτὴ χωρὶς τὸν ΕΠΙΛΟΓΟ θὰ ἀναρωτιόσασταν καὶ σεῖς μαζὶ μὲ μένα: ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΓΑΠΗ. Τί εἶναι ὅμως ἀγάπη, πού ζητᾶ ὁ καθένας μας μὲ τὴν κραυγή του «Ἄνθρωπον οὐκ ἔχω»;  ΔΕΝ ΜΠΟΡΩ ΝΑ ΑΠΑΝΤΗΣΩ! Ἐπέλεξα ὅμως νὰ μᾶς ἀπαντήσει (ὁ Καζαντζάκης), ἕνας σπουδαιότατος ἄνθρωπος τοῦ πνεύματος, τῆς ζωῆς καὶ τῆς ἀναζήτησης, καὶ τοῦ Θεοῦ, καὶ τοῦ προσώπου, καὶ τῆς ἀγάπης, καὶ ὄχι τοῦ ἠθικισμοῦ ἀλλὰ τῆς ζωῆς, τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς καὶ τῆς ζωῆς γενικότερα. Ἕνας ἄνθρωπος ἀνοικτὸς καὶ ἀπέραντος, ὁ ὁποῖος ἑρμηνεύει τὴν πίστη καὶ τὸ Ἀναστάσιμο βίωμα τῆς Ἐκκλησίας, καὶ εἶναι ὁ Νίκος Καζαντζάκης. «Τί εἶναι ἀγάπη; Δὲν εἶναι συμπόνια, μήτε καλωσύνη. Στὴ συμπόνια εἶναι δύο, αὐτὸς ποὺ πονᾶ κι αὐτὸς ποὺ συμπονάει. Στὴν καλωσύνη εἶναι πάλι δύο, αὐτὸς ποὺ δίνει κι αὐτὸς ποὺ δέχεται. Μὰ στὴν ἀγάπη εἶναι ἕνα. Δὲν ξεχωρίζουν. Τὸ ἐγὼ καὶ τὸ ἐσὺ ἀφανίζονται. Ἀγαπῶ θὰ πεῖ χάνομαι»» [*]

«Ὁ χριστιανὸς ἔχει ὡς σκοπὸ τῆς ὕπαρξής του τὴν κοινωνία σὲ ὅλα τὰ ἐπίπεδα» [8].

Ὁ Πατὴρ Ἀθανάσιος λέγει λοιπὸν πὼς ὁ κάθε ἕνας πιστός, «Πρέπει νὰ ξέρει τὶς βάσεις τῆς εὐσεβείας, τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καὶ ὅταν κάποτε μπορεῖ οἱ Πρεσβύτεροι, Ἐπίσκοποι ἢ Πατριάρχαι νὰ κινοῦνται κατὰ αἱρετικὸν τρόπον νὰ ἀποδοκιμαστοῦν ἀπὸ τὸν λαὸ τοῦ Θεοῦ. Ἢ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ νὰ λάβει τὰ μέτρα του καὶ νὰ προσέξει, διότι θὰ προσκυνήσει ἕνα ἀντίχριστο, ἀντὶ νὰ τιμήσει τὸν Ἐπίσκοπό του ἢ τὸν Ἀρχιεπίσκοπό του καὶ τὸν Πατριάρχη του. Εἶναι ἀποκαρδιωτικό».

Πῶς στάθηκαν πρόδρομοι τοῦ Ἀντιχρίστου, νὰ μποῦν μέσα στὸν Ναὸν τοῦ Θεοῦ, οἱ διάφοροι Πατριάρχαι ἢ Ἱερεῖς ποὺ στάθηκαν αἱρετικοί! Ὁ Ἄρειος πρεσβύτερος ἦταν. Οἱ Μακεδόνιοι, οἱ Σαβέλλιοι, κλπ., ἐπίσκοποι ἦσαν! Ὑπῆρξαν ὄχι λίγοι οἱ Πατριάρχαι, Κωνσταντινουπόλεως μάλιστα·  ὄχι λίγοι Πατριάρχαι ὑπῆρξαν αἱρετικοί! Αὐτοὶ ἁπλῶς ἔδειξαν ὅτι μπορεῖ νὰ καθίσει ὁ Ἀντίχριστος μέσα στὸν Χριστιανικὸν Ναόν. Ἀλλὰ τὸ φαντάζεσθε αὐτό, ὅτι τὸ πνεῦμα τοῦ Ἀντιχρίστου μπορεῖ νὰ καλοκάθεται μέσα στὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ; Ἐδῶ ἐφιστῶ τὴν προσοχή σας. Ἐφιστῶ τὴν προσοχή σας! Γι’ αὐτὸ ὁ λαὸς τοῦ Θεοῦ θὰ πρέπει νὰ ἔχει γνώση, πρέπει νὰ γνωρίζει καλὰ τὴ δογματικὴ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας του, δηλαδὴ τὸ περιεχόμενο τῆς Πίστεως. Νὰ τὸ ξέρει καλά, ὅσο μπορεῖ. Πρέπει νὰ ξέρει τὶς βάσεις τῆς Εὐσεβείας, τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καὶ ὅταν κάποτε…»,

Καὶ καταλήγει, ὁ «φύλακας ἄγγελός» μας: «Δὲν θέλω μ’ αὐτὸ νὰ σᾶς πῶ νὰ ἀρχίσετε νὰ ἐλέγχετε τοὺς κληρικούς, νὰ τοὺς πεῖτε: «Ποιὸς εἶσαι;». Προσοχή, μὴ πάρει κανεὶς τὰ πράγματα λίγο τραβηγμένα, ἀλλὰ πρέπει νὰ γνωρίζουμε ὅμως τί μᾶς διδάσκουν ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐντεταλμένοι νὰ μᾶς ποῦν τὴν Ἀλήθεια. Κι ἂν ὁ λαὸς καταρτίζεται, καὶ πρέπει νὰ καταρτίζεται, ἀναμφισβήτητα θὰ μπορεῖ νὰ φυλαχθεῖ.» [9].

 2.«Κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν

δὲν ἐπιτρέπεται διακοπή. Ἀλλ’ ἐάν…»

“Τὸν Μάιο τοῦ 1970, στὸ ὑπ. Ἀριθ. 336 Φύλλο τῆς «Χριστιανικῆς Σπίθας» φιλοξενεῖται ἄρθρο τοῦ Συντάκτη (ἐνν. τοῦ π. Αὐγουστίνου Καντιώτη)  μὲ τίτλο: «ΠΡΟΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΤΑΣ – ΔΗΜΑΓΩΓΟΙ;», ἕνα ἄρθρο σχετικὸ κατὰ πάντα μὲ τὸν πάλαι ποτὲ πνευματικὸ πατέρα τοῦ νῦν Πατριάρχη Βαρθολομαίου, τὸν Μητροπολίτη Χαλκηδόνος Μελίτωνα’’.

Ἰδοὺ καὶ πάλι ἡ φωνή του, φωνὴ κατὰ τοῦ καρναβάλου, φωνὴ κατὰ τῶν αἱρέσεων! Μία ἀκόμη σπινθηροβόλος ἀπάντηση τοῦ π. Αὐγουστίνου (1970) περὶ μίας ἁγίας, παλαιᾶς-παραδοσιακῆς καὶ δι’ αὐτὸ εὐλογημένης πρακτικῆς:

«Κατὰ τὴν θείαν Λειτουργίαν δὲν ἐπιτρέπεται διακοπή. Ἀλλ’ ἐὰν ὑπάρχη μία περίπτωσις, κατὰ τὴν ὁποίαν ὄχι μόνον ἐπιτρέπεται, ἀλλὰ καὶ ἐπιβάλλεται διακοπὴ καὶ διαμαρτυρία, εἶνε ἡ ἀνωτέρω περίπτωσις. Μόλις ἠκούσθησαν αἱ πρῶται λέξεις ὑπὲρ τοῦ καρναβαλικοῦ αἴσχους ἢ τῶν αἱρέσεων, ὅλος ὁ ἐκκλησιαζόμενος λαὸς ἔπρεπε, μὲ ὅλην τὴν δύναμιν τῶν πνευμόνων του, νὰ ἄρη φωνὴν διαμαρτυρίας καὶ νὰ εἴπη· Ἀνάξιος! Αἶσχος! Κάτω!… Εἰς τοιαύτας περιπτώσεις, καθ’ ἅς τὸ κινδυνευόμενον εἶναι ἡ Ὀρθοδοξία ὡς κανὼν πίστεως καὶ ἠθικῆς, εὐγένεια καὶ σιωπὴ δὲν ἐπιτρέπονται. Ὁ Κύριος δὲν ὕψωσεν ἐπὶ ματαίῳ τὸ φραγγέλιον, ὅτε εἶδε τὴν βεβήλωσιν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ. Καὶ ὁ εὐσεβὴς λαός, ὁ ὑπὲρ πάντα καὶ ὑπὲρ πάντας ἀγαπῶν τὸν Κύριον καὶ τὴν ἁγίαν αὐτοῦ Ἐκκλησίαν, ὅταν ἀκούη καὶ βλέπη βεβήλωσιν τῶν ἱερῶν καὶ τῶν ὁσίων, ἂς ὑψώνη ἀντὶ τοῦ φραγγελίου τὴν φωνή του. Εἶνε καὶ ἡ αὐστηρὰ φωνὴ εἶδος φραγγελίου. Αἱ φωναὶ ἀποδοκιμασίας ἐκ μέρους λαοῦ πλήττουν τοὺς ἐνόχους σφοδρότερον φραγγελίου. Εἶνε ὡς ἰσχυραὶ φωναὶ ποιμένων καὶ ποιμενικῶν κυνῶν, αἱ ὁποῖαι τρέπουν εἰς φυγὴν τοὺς λύκους.

Εἰς ἐνδόξους ἡμέρας τῆς Ἐκκλησίας, κατὰ τὰς ὁποίας ὁ εὐσεβὴς λαὸς συνηγωνίζετο μετὰ τῶν ποιμένων του, ἔδιδε τὴν μαρτυρία τῆς Πίστεώς του ζωηρῶς. Μὲ ἰσχυράς φωνάς – καὶ μόνον μὲ φωνάς ;  – ἐξεδίωκεν ἐκ τοῦ Ναοῦ τοὺς ἐπιβουλευομένους τὴν Πίστιν του, τοὺς προβατόσχημους λύκους, τοὺς ὑπὸ τὸ ἔνδυμα τοῦ Ὀρθοδόξου κληρικοῦ λαλοῦντος σκολιὰ καὶ διεστραμμένα. Ἡ φωνὴ «Μ α ρ ά ν  ἀ θ ᾶ», φωνὴ ὀργῆς καὶ καθάρσεως, ἠκούετο βροντώδης. Δὲν ἦσαν οἱ χριστιανοὶ ἐκεῖνοι ἄνθρωποι ἀπὸ τὴν Λαοδίκειαν. Δὲν ἤσαν χλιαροί. Ἦσαν θερμοί, «τῷ Πνεύματι ζέοντες, τῷ Κυρίῳ δουλεύοντες», καὶ οὐχὶ τῷ κόσμῳ»!

ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ

Φωνὴ ὑπὲρ τοῦ καρναβάλου. Φωνὴ ὑπὲρ τῶν αἱρέσεων. Ἠκούσθη ποῦ; Στὴν ἡρωικότερη Μητρόπολη τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Ἐκ στόματος ποίου; (Μονάρχη κήρυκα τοῦ θείου Λόγου) Ἐπισκόπου Εἰρηναίου Λαφτσῆ τοῦ κρυφοοικουμενιστῆ, θαυμαστὴ καὶ συνοδοιπόρου τοῦ (Κοσμοπολίτη) Οἰκουμενικοῦ μας Πατριάρχη. Καὶ ἠκούσθη πότε; Ἀπὸ τότε ποὺ κάθισε στὸν Θρόνο Αὐγουστίνου Καντιώτη! Ἀπὸ τότε ποὺ στὸν Ἑσπερινό τῆς Ἁγίας Μαρίνης στὸν Ἱερὸ Ναὸ Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ Πτολεμαΐδας ἀποκάλεσε τὴν ἀποτείχιση ὡς νέο εἶδος σχίσματος – αἵρεσης. Ἀπὸ ὅταν ἄκουγε σιωπῶν τὸν συντοπίτη μας Περιστερίου νὰ ὀνομάζει τὴν Ἁγία Παρασκευὴ τὴν Ἐπιβατική, κοσμοπολίτισσα! Ἀπ’ ὅταν χαρακτήρισε τὸν π. Μάξιμο «σεβαστὸ» ἀλλὰ καὶ προβατόσχημο λύκο…καὶ ὁμολόγησε ὅτι θὰ δράσει «χειρουργικὰ» (προμελετημένα, πονηρότροπα), γιὰ νὰ καταπατήσει τὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίας Παρασκευῆς Μηλοχωρίου.

«Εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν (Ἐσταυρωμένο καὶ Ἀνεστημένο) Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα» (Α΄ Κορ. 16, 22).

Δημήτριος Β. Ἐμμανουήλ, Ἀναγνώστης

Πτολεμαΐδα 30 Ἰανουαρίου 2025,

orthodoxostypos

Δείτε και -Απάντησης Αυγουστίνου Καντιώτου προς Επίσκοπον Φλωρίνης.