Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2025

Ιωάννης Μαρκάς, «Τὸ Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων ἀλλότριον τῶν Ὀρθοδὀξων»

 


«Τὸ Πάσχα τῶν ἑτεροδόξων ἀλλότριον τῶν Ὀρθοδὀξων»:

Τα διαχρονικά μηνύματα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μέσα από τον καθορισμό του Ορθόδοξου Πασχαλίου

Ιωάννης Μαρκάς, Μ.Δ.Ε. Δογματικής Θεολογίας Α.Π.Θ.

*Εισήγηση στην Ημερίδα της Εστίας Πατερικών Μελετών με θέμα: ΠΑΣΧΑΛΙΟΣ ΚΑΝΟΝΑΣ: ΟΡΟΣ ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ ΕΝΟΤΗΤΟΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Σεβαστοί Πατέρες

Αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί και φίλοι της Ε. Π. Μ.

   Χίλια επτακόσια χρόνια μετά τη σύγκληση, υπό του αγίου βασιλέως Μεγάλου Κωνσταντίνου, της Α΄ εν Νικαία Οικουμενικής Συνόδου, και της καταδίκης του αιρεσιάρχη Αρείου από τους 318 Θεοφόρους Πατέρες της Εκκλησίας, το πνεύμα του αρειανισμού συνεχίζει να επιβιώνει και να μεταλλάσσεται, και σαν ένας καρκινικός ιστός με συνεχείς μεταστάσεις, να τυραννά τον χριστιανικό κόσμο με την ίδια αμείωτη ένταση, όπως και στα χρόνια του γεννήτορά του. Ετούτη η αρχαία πάλη μεταξύ Θεανθρώπου και ανθρώπου, όπως πολύ ορθά διέγνωσε ο χαρισματικός νους του οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς [1] , υπήρξε η πρώτη μεγάλη παναίρεση, πάνω στην οποία θεμελιώθηκε και η νεώτερη παναίρεση του Οικουμενισμού, με κοινό χαρακτηριστικό πως και οι δύο εδράζονται στην ανυπακοή και στην ανταρσία απέναντι στο Θείο Θέλημα και αποτελούν προετοιμασία για την ένωση του κόσμου με τον Αντίχριστο [2] .

   Ο Άρειος λοιπόν μπορεί να καταδικάστηκε το 325 μ.Χ. , το πνεύμα όμως του αρειανισμού παραμένει ζωντανό μετά από τόσους αιώνες και κατατρώγει τα σπλάχνα του σύγχρονου χριστιανικού κόσμου, ενός κόσμου που αντί να στραφεί προς τη μετάνοια και την παραίτηση από την παθογένεια του υπερήφανου ατομικού νου, δείχνει να έχει αυτομολήσει για τα καλά στην αρειανική μεθοδολογία, με αποτέλεσμα να βυθίζεται μεταφυσικώς στο σατανισμό και ψυχολογικώς στον ορθολογισμό [3] . Έχοντας προσλάβει ως δόγμα το: «μέτρον πάντων ο άνθρωπος», αδυνατεί να διακρίνει τους λόγους των όντων, επανανοηματοδοτεί με τρόπο εωσφορικό την ανθρώπινη οντολογία, κάνοντας λόγο για «μετανθρωπισμό», και ως εκ τούτου καταδικάζει το νου του να φυτοζωεί στο έρεβος της πλάνης και της αμαρτίας, καθώς δεν αναγνωρίζει καμμία πραγματικότητα μεγαλύτερη από τον εαυτό του.

   Ενάντια σε αυτή την παρά φύσιν κατάσταση, την ανταρσία του νοός, θα παρέμβει ο εμπειρογνώμων όσιος Ιουστίνος· και θα μας υπενθυμίσει, ότι την απεμπλοκή του ανθρωπίνου νου από τη βαβυλώνια αιχμαλωσία της υπερηφανείας και του ορθολογισμού, την διεκήρυξε πανηγυρικώς με τις αποφάσεις της η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, η οποία όρισε άπαξ διά παντός τον ρόλο του νου στην ερμηνεία της Προσωπικότητος του Θεανθρώπου Χριστού, που δεν είναι άλλος από το ρόλο της υπακοής [4] . Με την πνευματική αυτή αποκρυπτογράφηση του νοός, εξ επόψεως Ορθοδόξου, ο κορυφαίος εμπειρικός δογματολόγος του 20ου αιώνα, κατέδειξε κάτι πάρα πολύ σημαντικό· ότι είναι μεγίστης σωτηριολογικής σημασίας η απροϋπόθετη υπακοή του Ορθόδοξου πιστού στις αποφάσεις και τους όρους των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, ακριβώς επειδή έχουν ως κέντρο και αναφορά τους, όχι κάποιον τυχαίο άνθρωπο, αλλά τον ίδιο τον Θεάνθρωπο (άλλως, «το θεσμοθέτησαν οι Άγιοι Πατέρες, το ’πε η Εκκλησία των Οικουμενικών Συνόδων, τέλος!»).

   Μέσα στο πνεύμα αυτό της αναδείξεως του Θεανθρώπινου Προσώπου του Χριστού, ως το τελειότερο Υπόδειγμα στη ζωή των πιστών, έρχονται παραλλήλως οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου και ρυθμίζουν έξω από το πλαίσιο των Ιερών Κανόνων και κάτι που, εκ πρώτης όψεως, δείχνει κάπως άσχετο (αλλά προφανώς δεν είναι!) εν σχέσει με το φλέγον ζήτημα του αρειανισμού. Η ρύθμιση αυτή αφορούσε τον ακριβή καθορισμό του Πασχαλίου, επαναλαμβάνουμε έξω από το αρχικό πλαίσιο των 25 Ιερών Κανόνων! Για ποιο λόγο όμως η ρύθμιση αυτή συνέβη με τον τρόπο αυτό (ήτοι έξω από το πλαίσιο των Ι.Κ.); Ήταν κάτι το εσκεμμένο; -θα μπορούσε να ρωτήσει κάποιος. Η απάντηση είναι καταφατική· ναι, ήταν μία εσκεμμένη απόφαση, εκ μέρους των Αγίων Πατέρων, και τούτο επειδή δεν είχαν απλώς σκοπό να διατυπώσουν έναν κανόνα που αντιμετωπίζει-κανονίζει μια παράβαση, που μπορεί κάποτε να εμφανιστεί, αλλά, μέσα από τη πανσοφία τους, αναβάθμισαν το πράγμα, εξυψώνοντας τον καθορισμό του Ορθοδόξου Πασχαλίου σε «Όρο», που εξισώνεται σε αξία με τους α κ α θ α ί ρ ε τ ο υ ς «Όρους της Πίστεως», οι οποίοι έλυσαν   ά π α ξ   δ ι ά   π α ν τ ό ς   τα πλέον σπουδαία ζητήματα της καθ’ όλου Εκκλησίας. Κατόπιν βέβαια, τούτη την ευφυέστατη σύλληψη των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής ήρθε να την τακτοποιήσει ιεροκανονικά και να την επικυρώσει, ο σχετικός Α΄ Κανόνας της εν Αντιοχεία Συνόδου, η διατύπωση του οποίου μαρτυρεί ακριβώς αυτό το ανυπέρβλητο κύρος και τον μεγάλο σεβασμό που απολάμβανε ο Όρος αυτός, μόλις 15 χρόνια μετά (341 μ. Χ.) [5] .

   Σε τί απέβλεπε όμως επί της ουσίας αυτός ο Όρος; Ο Όρος αυτός απέβλεπε στον κοινό εορτασμό των ομοφρόνων στην πίστη κι όχι στον κοινό εορτασμό μετά των χριστιανικών αιρέσεων της εποχής ή στην σχετική σύγχυση που προκαλούσε ένα παλαιότερα νόμιμο Πάσχα, το εβραϊκό, που όμως ήταν τύπος του χριστιανικού και πλέον δεν είχε καμμία θέση στη νέα πραγματικότητα, όπως αυτή διαμορφώθηκε μετά την σάρκωση του Θεού Λόγου. Θωρακίζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το χριστιανικό Πάσχα και απωθώντας τα κατάλοιπα των ιουδαϊκών τάσεων, που προσπαθούσαν να προκαλέσουν ρήγματα και μέσα από ιουδαΐζουσες χριστιανικές αιρέσεις. Έτσι λοιπόν η πρώτη και κυριότερη διαχρονική παρακαταθήκη που μας κληροδοτήθηκε από το σύνολο των Αγίων Αποστόλων και Πατέρων της Εκκλησίας, σχετικά με τον εορτασμό του Πασχαλίου, είναι ότι ε δ ο γ μ ά τ ι σ α ν ενάντια σε κάθε είδους θρησκευτικό συγκρητισμό, δίδοντας ξεκάθαρη εντολή· «… μηκέτι παρατηρούμενοι μετὰ Ἰουδαίων ἑορτάζειν. Οὐδεμία γὰρ κοινωνία ἡμῖν νῦν πρὸς αὐτούς· πεπλάνηται γὰρ καὶ αὐτὴν τὴν ψῆφον, ἣν νομίζουσιν ἐπιτελεῖν, ὅπως πανταχόθεν ὧσιν πεπλανημένοι καὶ τῆς ἀληθείας ἀπεσχοινισμένοι…» [6] .

   Στο σημείο αυτό ενδεχομένως να πει κάποιος, ότι εδώ οι Απόστολοι και οι Πατέρες απευθύνονται αποκλειστικώς στους Ιουδαίους και όχι γενικά σε άλλες ομάδες ετεροδόξων. Η ένσταση αυτή σαφώς είναι επιπόλαιη και εσφαλμένη. Και τούτο διότι, στη συνάφεια αυτή, οι Απόστολοι μέσα από το παράδειγμα των Ιουδαίων, που εκείνα τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού ήταν ό,τι πιο συγγενικό και κοντινό σε αυτόν, θέτουν κάποιες αυστηρές προϋποθέσεις ως προς τον κοινό εορτασμό του Πάσχα. Και όταν βλέπουν ότι αυτές δεν ισχύουν, τον απαγορεύουν ρητώς. Ποιες είναι αυτές οι προϋποθέσεις; Πρώτα πρώτα, η ύπαρξη «κοινωνίας» μεταξύ εκείνων που επιθυμούν να συνεορτάσουν· έπειτα, αυτό που επιβεβαιώνει το πρώτο ως προαπαιτούμενο, δηλαδή η κοινή ταυτότητα στην πίστη, που διασφαλίζει ότι ουδείς εκ των εορταζόντων δεν έχει εκπέσει απ’ αυτήν, πράγμα που πιστοποιεί ότι δεν έχει πλανηθεί και απομακρυνθεί από την αλήθεια. Με γνώμονα την Ορθόδοξη αυτοσυνειδησία και ζωή, τότε μόνο η εορτή λαμβάνει τον χαρακτήρα της δοξολογίας προς τον Άγιο Τριαδικό Θεό (όταν δηλαδή τηρείται ακεραία και συμπίπτει η δογματική συνείδηση των πιστών). Αντιθέτως, εάν δεν ισχύουν αυτές οι προϋποθέσεις, σε όσους δηλαδή έχουν αποκοπεί από το σώμα της Μίας, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, σε καμμία περίπτωση δεν δύνανται να προσφέρουν δοξολογία, καθότι ευρισκόμενοι στην πλάνη της αιρέσεως εμμονικώς και αμετανοήτωςμεταβάλουν την δοξολογία σε βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος. Και τούτο μας το βεβαιώνει ο Κύριος στον διάλογο με τη Σαμαρίτειδα, όταν μας λέει ρητώς ότι «οἱ ἀληθινοὶ προσκυνηταὶ… ἐν πνεύματι καὶ ἀληθείᾳ δεῖ προσκυνεῖν». [7]

   Εντός αυτού του πνεύματος, οι Πατέρες της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου προσέλαβαν πλήρως, αυτά ακριβώς τα ταυτοτικά κριτήρια, σε επίπεδο λατρείας και δόγματος, που έθεσαν ο Χριστός και οι Μαθητές Του, μεριμνώντας όχι μόνο να ρυθμίσουν το Πασχάλιο κατά τέτοιο τρόπο ώστε να μη συμπίπτει με το Ιουδαϊκό Πάσχα, αλλά επιπροσθέτως, όταν όρισαν τον κοινό εορτασμό των χριστιανών, δεν συμπεριέλαβαν σ’ αυτόν τους ετεροδόξους της εποχής εκείνης, αδιαφορώντας φυσικά πλήρως για εκείνους. Όπως σαφώς το κατέγραψε ο διακριτικός και φωτισμένος γέροντας των καιρών μας, π. Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος, «… η Α’ Οικουμενική Σύνοδος ηθέλησε να θεσπίση κοινόν εορτασμόν, αλλά διά τα μέλη της Εκκλησίας, ουχί διά τους εκτός αυτής ευρισκομένους. Δεν συνεζήτησεν ούτε μετά των Γνωστικών, ούτε μετά των Μαρκιωνιτών, ούτε μετά των Μανιχαίων, ούτε μετά των Μοντανιστών, ούτε μετά των Δονατιστών, ίνα εύρη βάσιν συνεννοήσεως περί κοινών εορτασμών. Και ότε βραδύτερον απεκόπησαν εκ του Σώματος της Εκκλησίας οι Αρειανοί, οι Νεστοριανοί, οι Μονοφυσίται, οι Εικονομάχοι κλπ. κλπ., η Εκκλησία ουδέποτε διενοήθη να προέλθη εις συνεννοήσεις μετ’ αυτών προς θέσπισιν κοινού εορτασμού είτε του Πάσχα είτε οιασδήποτε άλλης εορτής…» [8] .

   Παρ’ όλα αυτά, όπως ελέχθη προηγουμένως, το αρειανικό πνεύμα της σύγχρονης εποχής, ως γνήσιο πνεύμα αντιλογίας και ανυπακοής, όχι μόνο δεν καταλαγιάζει, αλλά αποπειράται συνεχώς στις μέρες μας να υιοθετηθούν, κυρίως στον χώρο της Ορθοδοξίας, με τον οποίον βρίσκεται επί 17 αιώνες σε αντιμαχία, οι μέθοδοι και τα προτάγματα της κατ’ άνθρωπον φιλοσοφίας, ως μέθοδοι και μέσα της Χριστογνωσίας και της Θεογνωσίας, κατά τρόπο παραπλανητικό. Και η αλήθεια είναι πως στην εποχή της παναιρέσεως του Οικουμενισμού, ετούτη η δόλια προσπάθεια,  να αντικαταστήσουν οι ορθολογιστικοί νόμοι τους χριστιανικούς νόμους του Αγίου Πνεύματος, βρίσκει πρόσφορο έδαφος σε αρκετούς «καλοθελητές» Ορθοδόξους, εκ της «πνευματικής γενεάς» του Ησαύ,  οι οποίοι, ως τρόφιμοι του Π.Σ.Ε., απεμπολούν τα πρωτοτόκια της δογματικής ακρίβειας και ενστερνίζονται την ανεπέρειστη θέση ότι η ρύθμιση του Πάσχα από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, δεν καθορίστηκε βάσει του εβραϊκού Πάσχα, αλλά βάσει της ισημερίας και της πανσελήνου (χωρίς όμως να απαντούν στο ερώτημα, εφόσον ισχύει αυτό που ισχυρίζονται, για ποιο τότε λόγο ορίστηκε ο εορτασμός μετά την πανσέληνο και όχι πριν). Λειτουργούν δηλαδή αποπροσανατολιστικά και σε βάρος του θεσμού που υποτίθεται πως εκπροσωπούν, προσπαθώντας να μεταλαμπαδεύσουν στον Ορθόδοξο χώρο, την άποψη ότι ο καθορισμός του Πασχαλίου ήταν μία ρύθμιση αποκλειστικώς σχετική με το τότε Ιουλιανό ημερολόγιο, άρα η σχετική απόφαση των Πατέρων της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου δεν έχει χαρακτήρα δογματικό, αλλά εκκλησιαστικής ευταξίας, που απλώς απέβλεπε στον κοινό εορτασμό των χριστιανών. Επιπλέον, πολλοί εξ αυτών δεν παραλείπουν να ισχυριστούν, με πνεύμα επιστημονικοφροσύνης, ότι ο υπολογισμός του Πασχαλίου με γνώμονα την πανσέληνο είναι απαρχαιωμένο κατάλοιπο τρόπου μετρήσεως του χρόνου και πρέπει να εγκαταλειφθεί, ενώ άλλοι φτάνουν στο σημείο να δηλώνουν ανερυθριάστως ότι έγινε παρανόηση και παρερμηνεύτηκε το «μη συνεορτάζειν μετά των Ιουδαίων».

   Τί μάς λένε δηλαδή με όρους «μεταπατερικότητας» οι ινστρούχτορες του «οικουμενιστικού ρεύματος»; Ότι εμείς θα σας διδάξουμε αυτό που είναι σωστό, εμείς θα «ερμηνεύσουμε» τους Αγίους Πατέρες για εσάς και εμείς θα σας διδάξουμε το «σωστό» δόγμα [9] ! Προσπαθούν με άλλα λόγια, όπως συνηθίζουν να κάνουν σε όλα τα ζητήματα που «ανοίγουν» κάθε φορά, να ελέγξουν το πεδίο των θεολογικών εννοιών, απομειώνοντας ή και κενώνοντας το περιεχόμενο των δογμάτων και υποβιβάζοντας στο επίπεδο του κτιστού, τον άκτιστο χαρακτήρα και το αιώνιο κύρος των Ιερών Κανόνων και κατ’ επέκτασιν των Οικουμενικών Συνόδων. Είναι προφανές και διαπιστωμένο πολλάκις ότι για τους Οικουμενιστές, οι Ιεροί Κανόνες δεν έχουν Αγιοπνευματικό και άρα αιώνιο κύρος, αλλά είναι ανθρώπινες επινοήσεις, την θέσπιση των οποίων επέβαλαν οι κρατούσες συνθήκες της όποιας εποχής. Συναφώς, υποβιβάζουν στο δικό τους εμπαθές επίπεδο και τους Θεόπτες Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, αγνοώντας αυτό που έλεγε κάποτε ο παπα-Γιάννης Ρωμανίδης ότι «οι Πατέρες ήταν Θεόπνευστοι όχι μόνον κατά τη διάρκεια κάποιας Συνόδου, αλλά και πριν και μετά από αυτήν». Εν ολίγοις, μέσα από αυτή την εσφαλμένη διαχείριση της εικόνας που συντηρούν για τους εαυτούς τους, φτάνουν στο σημείο, όταν πιέζονται από εξωθεσμικά -της Ορθοδοξίας- κέντρα, να μη σκέπτονται καθαρώς και, ως εκ τούτου, να μη διστάζουν να ισοπεδώσουν, εν συνόλω ή εν μέρει, την ιεροκανονική Παράδοση της Εκκλησίας (αν χρειαστεί), χρησιμοποιώντας στις περισσότερες των περιπτώσεων το τέχνασμα της «μισής αλήθειας» [10] , ότι τάχα δηλαδή από τη μία σέβονται και υπολήπτονται τις αποφάσεις των Οικουμενικών Συνόδων, από την άλλη όμως εντέχνως και με «τρόπο» τις «αδειάζουν», λέγοντας πως χρήζουν «διόρθωσης», μη διστάζοντας ορισμένοι αθεόφοβοι να τις κατηγορήσουν ως αναχρονιστικές και διχαστικές. Παραβλέποντας προκλητικώς και αφρόνως τον Α΄ Κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου που ορίζει ρητά και αδιαπραγμάτευτα ότι «οι Ιεροί Κανόνες είναι καρποί του Αγίου Πνεύματος θεσπισθέντες κατ’ έμπνευσιν Αυτού» [11] .

    Όσον αφορά λοιπόν, για να επιστρέψουμε στο πραγματευόμενο θέμα, την εμμονή που δείχνουν και επί των ημερών μας να θέσουν «ζήτημα Πασχαλίου», ακολουθούν αυτήν ακριβώς την βλάσφημη τακτική της απομειώσεως του σχετικού Όρου της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου. Πρακτικώς δηλαδή, τί κάνουν; Επιχειρούν να παρακάμψουν το ζήτημα της κοινής πίστεως και ταυτότητας, κάτι που ενδεχομένως στα δικά τους μάτια να δικαιολογείται και να φαίνεται πολύ φυσιολογικό, αφού η μπαζωμένη δογματικώς συνείδησή τους, τούς υπαγορεύει ότι οι ετερόδοξοι αποτελούν παρακλάδια της «μίας και διηρημένης» (για την ώρα) «αοράτου» Εκκλησίας (που επίκειται εν ευθέτω χρόνω να επανενωθεί και άρα να γίνει «ορατή»). Με βάση λοιπόν αυτό το προτεσταντικό σκεπτικό, προσπαθούν πονηρά να συμβιβάσουν το λόγο της πίστεως με το λόγο της επιστήμης, εστιάζοντας στη γνωστή ατέλεια του ημερολογίου, εις τρόπον ώστε να επιτύχουν σε πρώτη φάση την ευθυγράμμιση της εορτής του Πάσχα με τους Δυτικούς, όπως συνέβη και με τις υπόλοιπες χριστιανικές εορτές, έναν αιώνα πριν, με την «ημερολογιακή μεταρρύθμιση» του 1924. Αυτό το καθοριστικό για αυτούς εγχείρημα βέβαια, είναι το αρχικό ρήγμα στο αρραγές σύστημα της ιεροκανονικής Παραδόσεως, που εφόσον πραγματοποιηθεί, είναι σχεδόν σίγουρο πως κατόπιν θα ανοίξει το δρόμο «προς τὴν ἀποκατάσταση τῆς ἐκκλησιαστικῆς καί μυστηριακῆς κοινωνίας τῶν Ἐκκλησιῶν μας», σύμφωνα με τον καθηγητή Γρηγόριο Λαρεντζάκη [12] .

   Προς επίρρωσιν αυτής της προσδοκίας του καθηγητού Λαρεντζάκη, είναι πολύ προσδιοριστική και ενδιαφέρουσα (για να δούμε και να εξετάσουμε λίγο βαθύτερα, το σκεπτικό που διέπει τους παράγοντες του Φαναρίου γύρω από αυτό το θέμα) η προσέγγιση που κάνει σε σχετικό άρθρο του, το 2021, ο πρώην Αρχιεπίσκοπος Τελμησσού και νυν Μητροπολίτης Πισιδίας, Ιώβ, εν όψει της ημερολογιακής συμπτώσεως του εορτασμού του Πάσχα, για Ορθοδόξους και Ρωμαιοκαθολικούς, το 2025. Αφού εισαγωγικά αναφέρεται και εκείνος στη διαφορά του υπολογισμού των ημερομηνιών του Πάσχα από πλευράς Ορθοδόξων και Ρωμαιοκαθολικών, στη συνέχεια αποφαίνεται με όρους «εκκλησιολογικής συμπερίληψης», ότι αυτή η ημερολογιακή διάσταση «είναι ένα πραγματικό πρόβλημα που χρειάζεται μια κατάλληλη λύση για όλη την Εκκλησία». Επομένως εδώ έχουμε μια πρώτη απόπειρα ναρκοθέτησης της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, αφού παρόλο που υφίσταται ενεργός ο Όρος, ο οποίος, όπως αναφέρθηκε ρητώς στην αρχή της παρούσης εισηγήσεως, καθόρισε άπαξ διά παντός το «Πασχάλιο», στα γραφόμενά του ο Μητροπολίτης Ιώβ ανακαλύπτει ότι υπάρχει «πρόβλημα», και μάλιστα για «όλη την Εκκλησία», όπως αυτός ο όρος εκφράζεται από την «εκκλησιολογία του Κολυμπαρίου», η οποία, ως γνωστόν, προεξέτεινε τα όρια της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας και προς την πλευρά των ετερόδοξων Εκκλησιών [13] !

   Προτού προχωρήσουμε σε κριτική ανάλυση για το αν η «ημερολογιακή διάσταση» με τους ετεροδόξους σχετικά με τον εορτασμό του Πάσχα, αποτελεί «πρόβλημα» για την Ορθοδοξία, προσέξτε πως γίνεται η επεξεργασία αυτού του «προβλήματος», αν υποθέσουμε ότι όντως μπορεί να υφίσταται κάποιο «πρόβλημα»: όχι ασφαλώς σε κανένα επίπεδο «παρωχημένων» Ορθοδόξων Οικουμενικών Συνόδων, αλλά σε επίπεδο επιτροπών του Π.Σ.Ε. με τη διοργάνωση διαχριστιανικού συνεδρίου. Μας πληροφορεί λοιπόν ο τέως Αρχιεπίσκοπος Τελμησσού πως η πανσπερμία των χριστιανικών αιρέσεων συσκέπτεται μαζί με μια ενδοτική μερίδα Ορθοδόξων, προκειμένου κυριολεκτικά «να μας αλλάξουν τα πασχάλια», διευκρινίζοντας πάντως με ειλικρίνεια ότι «ο σκοπός αυτού του συνεδρίου δεν θα είναι να μελετήσει την ιστορία της Συνόδου ούτε να μελετήσει τη θεολογία της, αλλά μάλλον να αναλογιστεί τι σημαίνει «ορατή ενότητα» σήμερα σε διάφορες χριστιανικές εκκλησίες και πώς οι Χριστιανοί μπορούν συλλογικά να προωθήσουν, να κηρύξουν και να ζήσουν την αποστολική πίστη σήμερα στο πλαίσιο τόσων σύγχρονων προκλήσεων, όπως η εκκοσμίκευση [14] και ο θρησκευτικός πλουραλισμός» [15] !

   Για τον πρώην Αρχιεπίσκοπο Τελμησσού επομένως, η απάλειψη κάθε είδους θεολογικής αναφοράς είναι αρκετή για να εξασφαλιστεί ένας κοινός εορτασμός της Ανάστασης, προκειμένου, όπως αναφέρει, «να εκδηλωθεί ενότητα στην πίστη». Μια ενότητα όμως, που όπως οι ίδιοι οι συμμετέχοντες αυτών των συνεδρίων συνομολογούν δεν βασίζεται στην επιστροφή των πεπλανημένων ετερόδοξων χριστιανών στους κόλπους της Μίας, Αγίας, Αποστολικής και Καθολικής Εκκλησίας, αλλά σε μία άκρως προβληματική «δι-ομολογιακή ενότητα», περισσότερο ιδεοληπτικού-ακτιβιστικού χαρακτήρα, για μια «νέα πίστη» - «ετέρου γένους», που απλώς θα κληθεί να μεταδώσει το καινοφανές μήνυμα ενός κοινού εορτασμού του Πάσχα από όλους τους χριστιανούς, άνευ δογματικών περιορισμών και αγκυλώσεων ή όπως το διατυπώνει πιο προσαρμοσμένα για την περίσταση, ο έμπειρος σ’ αυτές τις διατυπώσεις, καθηγητής Πέτρος Βασιλειάδης, «πέρα από οποιεσδήποτε  προκαταλήψεις και παρερμηνείες των ιστορικών και κανονικών δεδομένων» [16] .

   Μόνο που οι «προκαταλήψεις» και οι «παρερμηνείες» των ιστορικών και κανονικών δεδομένων, κατά την γνώμη του καθηγητού Βασιλειάδη, δεν είναι τίποτε άλλο από τις Θεόπνευστες ερμηνείες των Αγίων Πατέρων, που αναφέρουν ρητώς ότι ο κοινός εορτασμός του Πάσχα μεταξύ Ορθοδόξων και ετεροδόξων είναι απαγορευμένος και δεν επιτρέπεται να γίνει, για τον απλό λόγο ότι οι Δυτικοί στο σύνολό τους, Παπικοί και Προτεστάντες, είναι αιρετικοί, έχοντας προσβάλλει κατά συρροή και κατ’ εξακολούθηση «τἠν ἅπαξ παραδοθεῖσαν τοῖς ἁγίοις πίστιν» [17] . Το θέμα λοιπόν το ημερολογιακό που προβάλλουν στο σύνολό τους οι Οικουμενιστές, ως πρόσχημα για την ανατροπή του Ορθοδόξου Πασχαλίου, είναι κυριολεκτικά μία φτηνή πρόφαση προς δικαιολόγηση της επιχειρούμενης πραξικοπηματικής ανατροπής του Πασχαλίου.

   Εξ άλλου οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων, δεν περίμεναν τους «μεταπατερικούς» νόες των εσχάτων χρόνων για να τους ενημερώσουν περί της αστρονομικής ατέλειας του ημερολογίου. Για αυτό και ο άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης εξανίσταται με όλους αυτούς τους «παντός καιρού» λατινόφρονες, και με μια ελαφρά δόση ειρωνείας, μέσα από τα ερμηνευτικά σχόλια που κάνει για τον Ζ΄ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων, τους απαντά περίπου ως εξής: -τί τάχα νομίζετε; Ότι αυτούς τους οποίους αποκαλούμε «Θεοφόρους» και «πανσόφους», λέτε να ήσαν τόσο ανόητοι που να μην γνώριζαν για την ατέλεια του ημερολογίου; Ασφαλώς και τη γνώριζαν, πλην όμως σκόπιμα επέλεξαν να μην ακολουθήσουν τα αστρονομικά δεδομένα κάθε εποχής, αλλά να διαφυλάξουν την ακεραιότητα της πίστεως, μέσα από την αποφυγή κάθε είδους θρησκευτικού συγκρητισμού, διαφυλάσσοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την πραγματική (και όχι εικονική) ενότητα της πίστεως. Είναι δέ χαρακτηριστικό ότι την ίδια τακτική υιοθέτησαν και ακολούθησαν οι Πατέρες των Οικουμενικών Συνόδων που διαδέχθηκαν την Α΄ , όπου παρόλο που έβλεπαν και αυτοί, ως σοφοί που ήταν, πόσο «κατέβηκε» ημερολογιακά η ισημερία και στη δική τους εποχή, δεν θέλησαν, ούτε έκριναν σκόπιμο να παρέμβουν και να τη μεταθέσουν από την 21η Μαρτίου (του Ιουλιανού ημερολογίου), όπου την «βρήκε» η Α΄ Οικουμενική Σύνοδος, προτιμώντας τη δογματική συμφωνία της Εκκλησίας και αγνοώντας πλήρως την επιστημονική-αστρονομική ακρίβεια της ισημερίας [18] .

   Με πανομοιότυπο σκεπτικό αντιμετώπισε το εν λόγω ζήτημα και ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος, ο οποίος ως ποιμένας είχε να αντιμετωπίσει τις σχισματικές τάσεις ορισμένων ιουδαϊζόντων Χριστιανών, που ενέμεναν στανικά στα ιουδαϊκά ήθη και αρνούνταν ανυποχώρητοι να ακολουθήσουν την ακρίβεια της Εκκλησίας, σε ό,τι έχει να κάνει κυρίως με την εορτή του Πάσχα, την ποιμαντική διαχείριση των νηστειών και άλλων παρόμοιων στρεβλώσεων. Προσεγγίζοντας το ευαίσθητο αυτό θέμα με σοφία και σύνεση, ο ιερός Χρυσόστομος τους προέτρεψε να ακολουθούν παντού με ακρίβεια την Εκκλησία, προτιμώντας πάνω από όλα την αγάπη και την ειρήνη, δείχνοντας εμπιστοσύνη στην χριστιανική διδασκαλία των Πατέρων της Εκκλησίας, κάνοντας αυστηρή σύσταση να αποφεύγονται αυτοί που προτιμούν να τορπιλίζουν την ενότητα της Εκκλησίας και να δημιουργούν σχίσματα και διαιρέσεις [19] .

   Η ποιμαντική αυτή προσέγγιση του ιερού Χρυσοστόμου είναι λίαν επίκαιρη στις μέρες μας, διότι υποδεικνύει τον ορθό τρόπο με τον οποίο θα πρέπει να χειριστεί η Ορθόδοξη Εκκλησία το πέρα για πέρα παράλογο, από εκκλησιολογικής και δογματικής απόψεως, αυτό αίτημα,  που αποβλέπει στην ανατροπή του Πασχαλίου. Ταυτοχρόνως, απογυμνώνει τα έωλα επιχειρήματα των δυτικόφρονων παραγόντων του Φαναρίου περί αναγκαιότητας διορθώσεως του Πασχαλίου χάριν της επιστημονικής ορθότητας, διότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι με κάτι τέτοιους διαχριστιανικούς τυχοδιωκτισμούς ρισκάρουν να προκαλέσουν καινούρια σχίσματα εντός του σώματος της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Βάσει λοιπόν αυτού του δογματικώς ορθού σκεπτικού του ιερού Χρυσοστόμου, εφόσον επιθυμούμε να είμαστε «επόμενοι τοις Αγίοις Πατράσι», οφείλουμε να παραμείνουμε εδραίοι στην ακρίβεια της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, ακόμα κι αν αυτή επιστημονικώς πλανάται, παρά να ακολουθήσουμε την επιστημονική ορθότητα και να εκπέσουμε από τη δογματική συνείδηση της Εκκλησίας [20] .

   Ευθυγραμμισμένος σ’ αυτήν ακριβώς τη χρυσοστομική ερμηνεία, ο αείμνηστος καθηγητής του Κανονικού Δικαίου, Κωνσταντίνος Μουρατἰδης, πολλάκις τόνιζε ότι για το συγκεκριμένο ζήτημα του Πασχαλίου δεν χωρεί καν πνεύμα επιείκειας και συγκατάβασης, διότι πρόκειται περί υψίστου δογματικού ζητήματος, το οποίο δεν δύναται σε καμμία των περιπτώσεων να μετατραπεί σε αντικείμενο διαπραγμάτευσης μέσω θεολογικών συμποσίων και εργαστηρίων ή ακόμα και απολύτως ελεγχομένων, υπό του κλίματος του Φαναρίου, «πατριαρχικών συνόδων», αλλά μόνο με μία Σύνοδο του αυτού κύρους με την Ά΄ Οικουμενική Σύνοδο. Κάθε άλλη μονομερής ενέργεια, όπως αποδείχθηκε κι από την οδυνηρή κατάληξη της «ημερολογιακής μεταρρύθμισης», ενέχει τεράστιο κίνδυνο νέου σχίσματος στους κόλπους της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο σπουδαίος αυτός Κανονολόγος, «το πνεύμα της επιείκειας δέον σαφώς να διακρίνεται από οιανδήποτε θεώρηση τούτου, ως επιτρέποντος ή οδηγούντος προς την ασυδοσία ήτις βεβαίως σφόδρα αντιτίθεται προς την Κανονική της Εκκλησίας τάξη» [21] .

   Στα πλαίσια αυτά όμως, που μόλις περιγράφησαν από τον καθηγητή Μουρατίδη, περί αδυνάτου οικονομίας στο ζήτημα του Πασχαλίου, οι συγκατανευσιφάγοι του Οικουμενισμού προβαίνουν, παρά ταύτα, σε ένα ακόμη ατόπημα, καθώς, δεδομένης της δυσκολίας επικράτησης αυτού του εγχειρήματος σε πανορθόδοξο επίπεδο, λόγω του ανυπέρβλητου εμποδίου των Ιερών Κανόνων, δεν διστάζουν να επιρρίψουν την ευθύνη και να προχωρήσουν στην κατασκευή ενοχικών συμπλεγμάτων προς την πλευρά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, αφήνοντας να εννοηθεί πως ούτε λίγο ούτε πολύ, το ζήτημα «του μη από κοινού εορτασμού του Πάσχα» είναι ένα «πρόβλημα» που συντηρεί με την άκαμπτη στάση της η Ορθοδοξία [22] κι όχι ένα δημιούργημα της ετεροδοξίας, η οποία κινεί παρασκηνιακά τα νήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Με την ανοίκεια αυτή στάση αρνούνται ή αποφεύγουν να ομολογήσουν τη μία και μοναδική ιστορική αλήθεια, ήτοι ότι οι Παπικοί ήσαν οι φυσικοί αυτουργοί και αυτής της πλάνης, εκείνοι που, αφού πρώτα ανέτρεψαν το Πασχάλιο, όπως αυτό ορίζονταν από την Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, μέσα από την «ημερολογιακή μεταρρύθμιση» του 1582, ξεκίνησαν να εορτάζουν το χριστιανικό Πάσχα πρίν από το ιουδαϊκό ή μαζί μ’ αυτό·  και σα να μην έφτανε αυτό, μέσα από τον τύφο της πλάνης τους, αυτοί ήσαν που έκτοτε άρχισαν να πιέζουν για συνεορτασμό της καινοτομίας τους με τους Ορθοδόξους, επιθυμώντας να καταστήσουν συνενόχους της δικής τους αποστασίας και τους τελευταίους. Με μία «παπική βούλα» του Γρηγορίου ΙΓ΄ κατέδειξαν με ποιο τρόπο εννοούν το θεσμό της συνοδικότητας στη Δύση, αναδεικνύοντας τις αιρετικές δοξασίες του «πρωτείου εξουσίας» και του «αλαθήτου» ex cathedra. Τότε που ο Πάπας, λειτουργώντας ως «Υπερσύνοδος», κατέλυσε εν ριπή οφθαλμού δόγματα και όρους Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων της πρώτης χιλιετίας.

   Αυτήν συνεπώς την πλάνη της «διορθώσεως του Πασχαλίου» επί τη βάσει επιστημονικών-ημερολογιακών κριτηρίων, καλείται να διαχειριστεί η Ορθοδοξία (και) σήμερα. Ενδεχόμενη άστοχη διαχείριση και αποδοχή της παπικής καινοτομίας όσον αφορά το Πασχάλιο, ακόμη κι αν δεν υιοθετηθεί πλήρως η παπική μεταρρύθμιση περί Πασχαλίου, αλλά υποτεθείσθω υιοθετηθεί μία σταθερή ημερομηνία για να επιτυγχάνεται ο σταθερός εορτασμός του από όλο το χριστιανικό κόσμο (π.χ. η β΄ ή η γ΄ Κυριακή εκάστου Απριλίου), όπως «μεγαλόψυχα» διεκήρυξε στις 4 Δεκεμβρίου 1963 η Β΄ Βατικανή Σύνοδος [23] , τούτο αυτομάτως θα αποτελέσει συντριπτική ήττα από πλευράς Ορθοδόξων, καθότι για πρώτη φορά θα αποκηρυχθούν μετά κρότου οι αποφάσεις και οι όροι μιας ολόκληρης σειράς Οικουμενικών και Τοπικών Συνόδων και θα αναγνωρισθούν de facto οι περί «πρωτείου» και «αλαθήτου» αιρέσεις του Παπισμού. Ταυτόχρονα δέ, μία τέτοια αβελτηρία εκ μέρους οποιουδήποτε Ορθοδόξου Πατριάρχου, άνευ συνοδικής αποφάσεως από το σύνολο των Ορθοδόξων τοπικών Εκκλησιών, θα νομιμοποιήσει επισήμως τις προαναφερθείσες παπικές κακοδοξίες και στον χώρο της Ορθόδοξης Ανατολής, καθιερώνοντας για τον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον απαράδεκτο και λίαν καταχρηστικό όρο «primus sine paribus» (= «πρώτος άνευ ίσων»).

   Συμπερασματικά λοιπόν, φτάνοντας στον επίλογο της παρούσας εισηγήσεως, και έπειτα από όλα όσα εκτέθησαν ανωτέρω, γίνεται προφανές ότι, για τους Οικουμενιστές του Φαναρίου, μέσα από την διακαώς επιδιωκόμενη (εδώ και έναν αιώνα) μεταρρύθμιση του Πασχαλίου, ολοκληρώνεται ένας κύκλος μιας «μεταρρυθμισμένης Ορθοδοξίας», η οποία, κατά το λεκτικό πυροτέχνημα της εποχής, βρίσκεται στη «σωστή πλευρά της ιστορίας», στην πραγματικότητα όμως κείται μακράν της Ορθοδόξου Παραδόσεως, όπως συμβαίνει με όλα τα δημιουργήματα της ανθρώπινης λογικής. Απέναντι σ’ αυτόν τον τρομερό κίνδυνο, με τον οποίο έρχεται αντιμέτωπη η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι σημαντικό να θυμόμαστε εκείνο που τόνιζε πάντοτε η αγιοπνευματική γραφίδα του π. Σεραφείμ Ρόουζ, ότι  «καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας ο διάβολος δοκίμαζε διάφορα εργαλεία με τα οποία θα μπορούσε να διαμορφώσει την αποστασία. Ένα τέτοιο εργαλείο που «λειτούργησε» ήταν η παπική νοοτροπία, η οποία, ως νόμιμος διάδοχος του πνεύματος του αρειανισμού, από την ώρα που αποκόπηκε από την Ορθοδοξία έγινε πηγή μιας ολόκληρης νέας φιλοσοφίας, που αναποδογύρισε στην εποχή μας, ολόκληρο τον κόσμο» [24] . Το να πιστεύει κανείς πως αυτή η νοοτροπία του «πρωτείου» και του «αλαθήτου», πρόκειται να αποδομήσει τον εαυτό της, και στην προκειμένη περίπτωση του Πασχαλίου, να εγκαταλείψει την εκκλησιολογική πλάνη του Γρηγοριανού ημερολογίου για να επιστρέψει στην δογματική ορθότητα του Ιουλιανού, όπως αφήνει να εννοηθεί πρόσφατο «Ανακοινωθέν» του Οικουμενικού Πατριαρχείου [25] , -αυτός λοιπόν που το πιστεύει- ας γνωρίζει ότι βρίσκεται τελείως εκτός πραγματικότητας.



[1] Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς,  Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου Άγιον Όρος 2010, σελ. 131

[2] Ιερομονάχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ- Η ζωή και τα έργα του, τομ. Β΄, εκδόσεις Μυριόβιβλος, σελ. 55

[3] Οσίου Ιουστίνου Πόποβιτς,  Άνθρωπος και Θεάνθρωπος, Ι.Μ.Μ. Βατοπαιδίου Άγιον Όρος 2010, σελ. 126

[4] Ό.π., σελ. 130-131: «…Στον Χριστό οδηγεί η πίστη, ο δε νους οδηγείται· η γνώση είναι καρπός της πίστεως της δι’ αγάπης ενεργουμένης και εν ελπίδι εργαζομένης…»

[5] Α΄ Κανών της εν Αντιοχεία Συνόδου: «Πάντας τοὺς τολμῶντας παραλύειν τὸν ὅρον τῆς ἁγίας καὶ μεγάλης συνόδου τῆς ἐν Νικαίᾳ συγκροτηθείσης ἐπὶ παρουσίᾳ τῆς εὐσεβείας τοῦ θεοφιλεστάτου βασιλέως Κωνσταντίνου, περὶ τῆς ἁγίας ἑορτῆς τοῦ σωτηριώδους Πάσχα, ἀκοινωνήτους καὶ ἀποβλήτους εἶναι τῆς ἐκκλησίας, εἰ ἐπιμένοιεν φιλονεικότερον ἐνιστάμενοι πρὸς τὰ καλῶς δεδογμένα, καὶ ταῦτα εἰρήσθω περὶ τῶν λαϊκῶν. Εἰ δέ τις τῶν προεστώτων τῆς ἐκκλησίας, ἐπίσκοπος, ἢ πρεσβύτερος, ἢ διάκονος, μετὰ τὸν ὅρον τοῦτον τολμήσειεν ἐπὶ διαστροφῇ τῶν λαῶν καὶ ταραχῇ τῶν ἐκκλησιῶν ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα· τοῦτον ἡ ἁγία σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη ἀλλότριον ἔκρινε τῆς ἐκκλησίας, ὡς οὐ μόνον ἑαυτῷ ἁμαρτίας ἐπισωρεύοντα, ἀλλὰ πολλοῖς διαφθορᾶς καὶ διαστροφῆς γινόμενον αἴτιον· καὶ οὐ μόνον τοὺς τοιούτους καθαιρεῖ τῆς λειτουργίας, ἀλλὰ καὶ τοὺς τολμῶντας τούτοις κοινωνεῖν μετὰ τὴν καθαίρεσιν. Τοὺς δὲ καθαιρεθέντας ἀποστερεῖσθαι καὶ τῆς ἔξωθεν τιμῆς, ἧς ὁ ἅγιος κανὼν καὶ τὸ τοῦ Θεοῦ ἱερατεῖον μετείληφεν.»

[6] Διαταγαί Αποστόλων, Ε΄ ΙΖ΄, Αποστολικοί Πατέρες 1, ΕΠΕ, σελ. 260-261: «… και να μην εμφανίζεστε να γιορτάζετε μαζί με τους Ιουδαίους. Γιατί καμμιά επικοινωνία δεν υπάρχει τώρα ανάμεσα σε μας και σ’ αυτούς· γιατί έχουν πλανηθεί και σ’ αυτή τους την εντολή, που νομίζουν ότι την τηρούν, όπως έχουν σε όλα πλανηθεί και έχουν απομακρυνθεί από την αλήθεια…»

[7] Ιω. δ΄ 23-24

[8] Αρχιμανδρίτου Επιφάνειου Θεοδωρόπουλου, Τα Δύο Άκρα-Οικουμενισμός και Ζηλωτισμός, Έκδοσις Ιερού Ησυχαστηρίου Κεχαριτωμένης Θεοτόκου Τροιζήνος, Τροιζήνα 2008, σελ. 39, πρβλ. «ΕΝΟΡΙΑ», φύλλον 549, 10 Μαΐου 1974

[9] Ιερομονάχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ- Η ζωή και τα έργα του, τομ. Β΄, εκδόσεις Μυριόβιβλος, σελ. 250

[10] Το τέχνασμα της … «μισής αλήθειας»: σε μια ιστορία από το Γεροντικό εμφανίζεται σε έναν άγιο ασκητή ο διάβολος και τον ερωτά, «με γνωρίζεις;». «Ασφαλώς και σε γνωρίζω, είσαι ο διδάσκαλος του ψεύδους». Για να του απαντήσει ο διάβολος, «κάνεις λάθος, διότι ουδέποτε λέω γυμνά το ψεύδος ενώ παρουσιάζω πάντοτε τη μισή αλήθεια»

[11] Απόσπασμα από τον Α΄ Κανόνα της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου: «…Τούτων οὖν οὕτως ὄντων, καὶ διαμαρτυρουμένων ἡμῖν, ἀγαλλιώμενοι ἐπ’ αὐτοῖς, ὡς εἴ τις εὕροι σκῦλα πολλά, ἀσπασίως τοὺς θείους κανόνας ἐνστερνιζόμεθα, καὶ ὁλόκληρον τὴν αὐτῶν διαταγὴν καὶ ἀσάλευτον κρατύνομεν, τῶν ἐκτεθέντων ὑπὸ τῶν ἁγίων σαλπίγγων τοῦ Πνεύματος, τῶν πανευφήμων Ἀποστόλων, τῶν τε ἕξ ἁγίων οἰκουμενικῶν συνόδων, καὶ τῶν τοπικῶς συναθροισθεισῶν ἐπὶ ἐκδόσει τοιούτων διαταγμάτων, καὶ τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν· Ἐξ ἐνὸς γὰρ ἅπαντες καὶ τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τὰ συμφέροντα…»

[12] Γρηγορίου Λαρεντζάκη, Στην πορεία προς κοινό εορτασμό του Πάσχα, βλ. σχετ.: https://fosfanariou.gr/index.php/2021/04/03/blog-post_47-3/

[13] Ιωάννη Μαρκά, Ο όρος «Εκκλησία» κατά τον άγιο Νεκτάριο, Θεσσαλονίκη 2024, σελ. 175-176:

«… Από τη στιγμή που ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως ότι η Εκκλησία είναι Μία και Καθολική, ταυτοχρόνως αποκλείεται το ενδεχόμενο να είναι «μία και διηρημένη», διότι κάτι τέτοιο αποτελεί αντίφαση εν τοις όροις.

Επιπλέον, η θέση που εκφράζουν πολλοί σύγχρονοι ακαδημαϊκοί θεολόγοι, ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία από τη μία “καθορίζει μόνη της τα όριά της, γι’ αυτό μπορεί και αυτοπροσδιορίζεται και ως η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία”, αλλά από την άλλη “εκκλησιολογικά δεν μπορεί να προσδιορίσει ή να απορρίψει καμμία άλλη αντίστοιχη εκκλησιαστική πραγματικότητα, η οποία είναι έξω από τα εκκλησιολογικά της όρια”, αποτελεί μία πέρα για πέρα αντιφατική θεωρία, εντελώς ξένη ιστορικοδογματικά προς την Ορθόδοξη Παράδοση. Το πιστοποιεί άλλωστε ξεκάθαρα στις μελέτες του ο άγιος Νεκτάριος, ο οποίος «επόμενος τοις Αγίοις Πατράσι», τονίζει με σαφή και απόλυτο τρόπο ότι ο Ρωμαιοκαθολικισμός για παράδειγμα, εμμένοντας «και εξελίσσοντας την καινοτομία του Πρωτείου εξουσίας, διασπάται από την ενότητα και εξέρχεται της Εκκλησίας».

Άρα, η Ορθόδοξη Εκκλησία όταν ομιλεί μετά βεβαιότητας για την ταυτότητά της πως είναι η Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία, δεν καθορίζει απλώς τα δικά της όρια, αλλά προσδιορίζει ρητώς και την αρμόζουσα θέση των λεγόμενων ετερόδοξων Εκκλησιών, καταδεικνύοντας ότι αυτές βρίσκονται οντολογικώς εκτός των ορίων της Μίας και Οικουμενικής Εκκλησίας. ..»

[14] Προσέξτε στο σημείο αυτό, η αντίφαση είναι τρομερή: η επιδιωκόμενη εκκοσμίκευση του χαρακτήρα του Πασχαλίου έχει ως στόχο να αντιμετωπίσει …την εκκοσμίκευση!!

[16] Πέτρου Βασιλειάδη, Η ορθόδοξη κατανόηση της Αναστάσεως του Χριστού και οι συνέπειές της για τον κοινό εορτασμό του Πάσχα, βλ. σχετ.: https://fosfanariou.gr/index.php/2021/05/05/blog-post_5-3/

[17] Ιουδ. 3

[18] Πηδάλιον, Εκδόσεις Παπαδημητρίου, σελ. 9

[19] Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου, Κατά Ιουδαίων, Λόγος Γ΄ , Ε.Π.Ε. 34,  σελ. 188:  «Mή τοίνυν, τῶν τελειοτέρων ἐπανατρέχωμεν, μηδέ ἡμέρας καί καιρούς καί ἐνιαυτούς παρατηρῶμεν, ἀλλά πανταχοῦ τῇ Ἐκκλησίᾳ μετ᾽ ἀκριβείας ἑπώμεθα, τήν ἀγάπην καί τήν εἰρήνην προτιμῶντες ἁπάντων. Εἰ γάρ καί ἐσφάλλετο ἡ Ἐκκλησία, οὐ τοσοῦτον κατόρθωμα ἀπό τῆς τῶν χρόνων ἀκριβείας ἦν, ὅσον ἔγκλημα ἀπό τῆς διαιρέσεως καί τοῦ σχίσματος τούτου»

[20] Δέον να ξεκαθαριστεί ότι αυτή η ειδική διατύπωση του ιερού Χρυσοστόμου ΔΕΝ είναι γενικός κανόνας! Διότι δυστυχώς στην εποχή μας, πολλοί Μητροπολίτες, τόσο Οικουμενιστές όσο και …αντί-Οικουμενιστές, έχουν κυριολεκτικά κακοποιήσει τη δήλωση αυτή, την προβάλλουν αυτονομημένη, διαστρέφοντας το νόημά της ολοκληρωτικά προς δικαιολόγηση εσφαλμένων θεολογικών τους απόψεων και ενεργειών.

[21] Κωνσταντίνου Μουρατίδου, Κανονικόν Δίκαιον, Αθήναι 1960, σελ. 44-45 πρβλ. εφημερίδα «Ορθόδοξος Τύπος», αρ. φύλλου 161, 1972

[23] Βλ. σχετ., Πρακτικά «Β΄ Οικουμενικού Ευρωπαϊκού Συμποσίου», Αθήνα 11 Ιουνίου 1969

[24] Ιερομονάχου Δαμασκηνού, π. Σεραφείμ Ρόουζ- Η ζωή και τα έργα του, τομ. Β΄, εκδόσεις Μυριόβιβλος, σελ. 397

[25] Η επίμαχη διατύπωση έχει ως εξής: «Ἐν τῷ πνεύματι τούτῳ, ἐκφράζεται ὁμοθυμαδόν ἡ εὐχή ὁ κοινός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα κατά τό ἑπόμενον ἔτος ὑπό τῆς Ἀνατολικῆς καί Δυτικῆς Χριστιανοσύνης, νά μή ἀποτελέσῃ μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἀλλά τήν ἀπαρχήν τῆς καθιερώσεως κοινῆς ἡμερομηνίας διά τόν ἑορτασμόν του κατ᾽ ἔτος, συμφώνως πρός τό Πασχάλιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.» Βλ. σχετ. το πλήρες κείμενο του «Ανακοινωθέντος» της Ι΄  Συνάξεως της Ιεραρχίας του Οικουμενικού Θρόνου, εδώ: https://www.romfea.gr/oikoumeniko-patriarxeio/65042-anakoinothen-i-synakseos-tis-ierarxias-tou-oikoumenikoy-thronou