Ἀπάντησις εἰς τὴν ἐγκύκλιον τοῦ Μητροπολίτου Περιστερίου – Γ΄ Μέρος
Γράφει ὁ κ. Παῦλος Τρακάδας, θεολόγος
Γ΄ Μέρος Δείτε το Α΄Μέρος και Β΄ Μέρος
«Ἐσταυρωμένος» ἢ εἰκὼν τῆς Σταυρώσεως;
Ὁ Σεβ. Περιστερίου μεταξὺ ἄλλων γράφει:
«ὡστόσο, νὰ τὸ ποῦμε καὶ αὐτό: αὐτὸς ὁ «Ἐσταυρωμένος τῆς Μ. Παρασκευῆς» γιὰ προσκύνηση τὴν συγκεκριμένη ἡμέρα προέκυψε ἱστορικὰ προσφάτως, ἀντικαθιστώντας ἔτσι -δυστυχῶς- τὴν εἰκόνα τῆς Σταύρωσης τοῦ Κυρίου, ποὺ εἶναι κανονικὰ καὶ παραδοσιακὰ αὐτὴ ἡ εἰκόνα γιὰ προσκύνηση τὴν Μ. Πέμπτη/Μ. Παρασκευή, ὅπως τὸ θέλει καὶ τὸ προβλέπει ἡ λειτουργικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας».
Εἰς προηγουμένην κριτικὴν ἀναφέρθημεν εἰς τὴν «παλαιὰ παράδοση τῆς Ἀντιοχείας» κατὰ μαρτυρίαν τοῦ Φουντούλη σχετικὰ μὲ τὴν ὕπαρξιν Ἐσταυρωμένου καὶ ὄχι εἰκόνος. Ἄν, ἑπομένως, ἡ εἰκὼν τῆς Σταυρώσεως ἀντικατεστάθη ἀπὸ τὴν εἰκόνα τοῦ σώματος τοῦ Ἐσταυρωμένου, δηλ. ἡ τοπικὴ ἀντιοχειανὴ παράδοσις κατέστη οἰκουμενικὴ ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν θὰ πρέπη κανεὶς νὰ τὸ ἀντιμετωπίζη ὡς πρόβλημα. Πέραν αὐτοῦ, ὅμως, ἀναφύονται διάφορα ζητήματα μὲ αὐτὴν τὴν θέσιν τοῦ Σεβασμιωτάτου.
Πρῶτον, ἂν αὐτὸ εἶναι τὸ ὀρθόν, ὡς ὁ ἴδιος εἶναι πεπεισμένος, διατί δὲν τὸ ἐπαναφέρει, παρὰ μόνον ἐντελῶς ἐκλεκτικὰ καὶ ἐσφαλμένα ἀσχολεῖται ἀποκλειστικὰ μὲ τὴν ἀφαίρεσιν τοῦ Ἐσταυρωμένου; Εἶναι ὀλιγώτερον κακὸν τὸ ἕνα ἀπὸ τὸ ἕτερον; Προφανῶς ὁ Σεβασμιώτατος ἔχει ἀντιληφθῆ ὅτι τοιαύτη ἀπόπειρά του δὲν θὰ συναντήση μόνον τὴν ἀντίδρασιν ἀκόμη καὶ ὅσων μέχρι στιγμῆς ἦσαν ἀδιάφοροι, ἀλλὰ θὰ περιπλέξη αὐτὸν εἰς κυκεῶνα ἐρωτημάτων, τὰ ὁποῖα δὲν δύναται νὰ ἀπαντήση μὲ τὸν «γραμμικὸν» τρόπον, μὲ τὸν ὁποῖον σκέπτεται: Ποία εἰκὼν τῆς Σταυρώσεως εἶναι ὀρθή; Αὐτὴ ἡ ὁποία εἶναι ὀλιγοπρόσωπος (Χριστός, Θεοτόκος, Ἰωάννης) ἢ ἐκείνη ἡ ὁποία εἶναι πολυπρόσωπος (συσταυρωθέντες λησταί, ἑκατόνταρχος, κουστωδία, μυροφόρες κ.ἄ.); Αὐτὴ εἰς τὴν ὁποίαν ὁ Χριστὸς ἔχει ἀνοικτοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ ἐκείνη, εἰς τὴν ὁποίαν ἔχει κλειστούς; Αὐτὴ εἰς τὴν ὁποίαν συλλέγει τὸ αἷμα ἐκ τῆς ἀχράντου πλευρᾶς γυνὴ ἢ ἐκείνη εἰς τὴν ὁποίαν τὸ συλλέγει ἄγγελος; Αὐτὴ εἰς τὴν ὁποίαν ἡ Παναγία «τῷ πάθει κοσμίως καὶ οὐκ ἀγενῶς προσωμίλει» (Γεώργιος Νικομηδείας, PG 100, 1485D) ἢ ἐκείνη εἰς τὴν ὁποίαν «ἀνέκραζε γοερῶς… ὀδυρομένη μητρῷα σπλάγχνα… παρειὰς σὺν θριξὶ καταξαίνουσα… καὶ τὸ στῆθος τύπτουσα» (Τριώδιον); Ποία, Σεβασμιώτατε;
Αὐτά, δι’ ὅποιον ἐμβαθύνει εἰς τὴν λειτουργικὴν παράδοσιν τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι λελυμένα, καθὼς σημαίνουν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ἀδυνατεῖ νὰ συλλάβη μὲ τὴν ἐπίπεδον λογικήν του ὁ Σεβασμιώτατος: ὅτι ὄχι μόνον ὑπάρχει ποικιλία εἰς τὴν ἁγιογραφίαν, ἀλλὰ ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὸν τρόπον νὰ ἐνσωματώνη πολλάκις ἀκόμη καὶ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα φαντάζουν ἀδιανόητα εἰς τὸν Σεβασμιώτατον.
Ὁ Σεβασμιώτατος ἔχει διαμορφώσει ἕνα κατ’ αὐτὸν ἀδιατάρακτον καὶ παγιωμένον σχῆμα, εἰς τὸ ὁποῖον ὀφείλουν νὰ πειθαρχήσουν ὄχι μόνον οἱ πιστοί, ἀλλὰ καὶ ἡ ἰδία ἡ Θεολογία καὶ ἡ Ἐκκλησία. Χαρακτηριστικὸν σχετικὰ μὲ αὐτὸ εἶναι ὅτι θεωρεῖ πὼς ὁ Ἐσταυρωμένος πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νὰ τεθῆ μόνον ἐπάνω ἀπὸ τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον τοῦ Τέμπλου, διὰ νὰ μὴ ὑπάρχουν ταυτοχρόνως δύο Ἐσταυρωμένοι, ὡς γράφει.
Ἂν τεθῆ ἐκεῖ καὶ πάλιν δὲν ἔχομεν δύο Ἐσταυρωμένους, καθόσον πλησίον θὰ εὑρίσκεται καὶ ἡ εἰκὼν τῆς Σταυρώσεως τοῦ Κυρίου τοῦ Δωδεκαόρτου; Δὲν ἀπεικονίζουν τὸ αὐτὸ γεγονός; Θὰ τὸν ἀφαιρέση ἀπὸ τὴν Ἁγίαν Τράπεζαν, διὰ νὰ μὴ ἔχωμεν ὑποτίθεται δύο Σταυρούς, ἀλλὰ θὰ τὸν θέση ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου ὑπάρχει καὶ δεύτερος! Δὲν εἶναι παράλογον τὸ σκεπτικόν του;
Ὀφείλει νὰ τεθῆ ἐκεῖ, ἐπειδὴ εἶναι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος, λέγει. Δὲν γιγνώσκει ὅτι ὁ Μυστικὸς Δεῖπνος εἶναι μεταγενεστέρα προσθήκη καὶ δὲν ὑπάρχει κανονικῶς εἰς τὸ Δωδεκάορτον; Ἐπιθυμεῖ δηλαδὴ νὰ ἐπαναφέρη δῆθεν τὴν «παράδοσιν», ἀφαιρῶν τὸν Ἐσταυρωμένον, τηρῶν ἑτέραν ἐντελῶς ἀντιπαραδοσιακὴν πρακτικήν;! Μήπως νὰ ἀναρωτηθῆ πρωτίστως: Ποῖον «Δωδεκάορτον» εἶναι ὀρθόν; Αὐτὸ τὸ ὁποῖο περιλαμβάνει τὴν Περιτομὴν ἢ ἐκεῖνο μὲ τὴν Κοίμησιν τῆς Θεοτόκου; Τὸ αὐστηρῶς περιορισμένον εἰς δώδεκα ἑορτάς, τὸ ἀρχαιότερον αὐτοῦ μὲ μόνον ἕξι ἢ τὸ μεταγενέστερον μὲ ἕως εἴκοσι μία εἰκόνας;
Ἂν ἐκλάβη ὡς ὀρθὸν τὸ μεταγενέστερον, τὸ ὁποῖον περιλαμβάνει καὶ τὸν Μυστικὸν Δεῖπνον, διατί δὲν ἀποδέχεται καὶ τὸν Ἐσταυρωμένον, τὸν ὁποῖον χαρακτηρίζει πρόσφατον, ὡς λειτουργικὴν παράδοσιν;
Ὁ συλλογισμός του ἑδράζεται ἐπὶ ἐντελῶς ἐσφαλμένων δεδομένων, ὅταν ἐκκινεῖ ἀπὸ τὴν προϋπόθεσιν ὅτι (σ. 14) «Ὅταν τελοῦμε Θεία Λειτουργία, τόσο ἡ διάταξη καὶ ἀναπαράσταση γεγονότων μέσα στὴν ἐκκλησία ὅσο καὶ ἡ λειτουργική τους σειρὰ ἀκολουθοῦν τὴν ἱστορικὴ σειρὰ καὶ πορεία τῶν πραγμάτων, ὅπως φαίνεται κατὰ τὴν πραγμάτωση τῆς Θ. Λειτουργίας καὶ ὅπως γνωρίζουμε ὅλοι μας, τόσο στὸ Δωδεκάορτο, ὅσο καὶ κατὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο». Ἀναφέραμεν καὶ ἀλλοῦ ὅτι δὲν ὑπάρχει ἱστορικὴ σειρά. Μᾶς ἐκπλήσσει ὅμως τώρα, τόσον ἡ ἀναφορὰ εἰς «ἀναπαράσταση γεγονότων», τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει καμίαν σχέσιν μὲ τὴν Ὀρθόδοξον Λατρείαν (κατανοεῖ ὁ Σεβασμιώτατος τὴν Θ. Λειτουργίαν ὡς θεατρικὴν παράστασιν;), ὅσον καὶ ἡ ἀναφορὰ στὸ Δωδεκάορτο, τὸ ὁποῖον δὲν ἔχει σχέσιν μὲ τὴν Θ. Λειτουργίαν (π.χ. ἡ εἰκονογράφισις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου ἀκολουθεῖ τὴν σειρὰν τῶν 24 Οἴκων, τὸ Δωδεκάορτον ἔχει εἰς τὴν σειρὰν τὰς μεγάλας Δεσποτικὰς ἑορτάς, συνεπάγεται ἐξ αὐτῶν ὅτι ἡ Θ. Λειτουργία ἀκολουθεῖ τὴν ἱστορικὴν σειρὰν τῶν γεγονότων;).
Εἶναι πρόσφατος ἢ ἀρχαία ἡ θέσις τοῦ Ἐσταυρωμένου;
Εἰς διάφορα σημεῖα τῆς ἐγκυκλίου του περὶ τῆς χρονολογικῆς ἐμφανίσεως τοῦ Ἐσταυρωμένου, ἄλλοτε γράφει ὅτι προῆλθεν ἀπὸ τοὺς Σταυροφόρους, ἄλλοτε ἀπὸ τὴν Βαυαροκρατίαν (σ. 9), ἀλλοῦ τὰ τελευταῖα 100 ἔτη (σ. 11), εἰς ἕτερον σημεῖον ἀπὸ τὸ 1950 (σ. 13) καὶ τὸ ἀποκορύφωμα εἶναι τὸ ἑξῆς (σ. 21):
«ἐπικράτησε σὲ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20οῦ αἰώνα ἐξ αἰτίας τῆς θεολογικῆς ἀφασίας καὶ παρακμῆς ποὺ ἐμφανίστηκε στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὰ τέλη τοῦ 19ου αἰώνα, καὶ κυρίως μὲ τὴν πιετιστικὴ δυτικόφερτη ἐπίδραση τῶν Χριστιανικῶν Ὀργανώσεων στὴν Ἑλλάδα».
Εἰς δὲ τὸ φυλλάδιον «Συνοδευτικὸ προσκλητικὸ μήνυμα πρὸς τὸν εὐσεβῆ λαὸ τοῦ Περιστερίου» συμπληρώνει:
«ἡ λατινικὴ καὶ προτεσταντικὴ αὐτὴ πρακτικὴ ἐνισχύθηκε ἀπὸ τὶς Χριστιανικὲς Ὀργανώσεις («Ζωή», «Σωτήρ», «Σταυρός», καὶ ἰδίως ἡ τελευταία ἔκανε τὸν «Ἐσταυρωμένο» Χριστὸ ἔμβλημά της καὶ κάτι σὰν ἰδεολόγημα!, τοποθετώντας ἀρχικὰ τὸν «Ἐσταυρωμένο» στὶς Αἴθουσες τῶν Κύκλων Γραφῆς καὶ ἔτσι διαδόθηκε εὐρύτερα). Καὶ ἀπὸ τότε ἐμφανίζεται μεγάλη ἔξαρση, κυρίως μετὰ τὴν Μεταπολίτευση (1974), ὅταν λαϊκὰ μέλη τῶν παραπάνω Ὀργανώσεων ἔγιναν κληρικοὶ καὶ ὅταν κληρικοὶ – μέλη τῶν Χριστιανικῶν Ὀργανώσεων εἰσῆλθαν στὶς ἐνορίες καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος».
Δι’ ὅλα τὰ «στραβὰ» εὐθύνονται αἱ Ὀργανώσεις, οὐδέποτε καὶ διὰ τίποτε δὲν εὐθύνονται οἱ Ἐπίσκοποι… Ἐνδιαφέρον θὰ εἶχε νὰ προσκομίση καὶ ἀποδεικτικὰ στοιχεῖα διὰ τὸ πῶς αἱ Ἀδελφότητες τὸν 20ὸν αἰῶνα ἔπεισαν ὁλόκληρον τὴν Ἐκκλησίαν τῆς Ἑλλάδος νὰ εἰσάγη τὸν Ἐσταυρωμένον ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης…
Αὐτὸ ὅμως εἶναι ἁπλῶς ἡ παρωνυχὶς τοῦ ζητήματος, καθὼς τὸ κυρίως ἐρώτημα εἶναι οὐσιαστικόν: Πότε εἰσήχθη Ἐσταυρωμένος ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης; Ὑπῆρξαν πολλοί, οἱ ὁποῖοι ὑπέδειξαν εἰς τὸν Σεβασμιώτατον ὅτι ἤδη τὴν ἐποχὴν τοῦ Ἁγίου Συμεὼν τοῦ νέου Θεολόγου ἐθεωρεῖτο ἤδη παράδοσις ὁ Ἐσταυρωμένος ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης. Ἀλλὰ «ὁ δὲ παράνομος Ἰούδας οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι».
Ἡ παράδοσις αὐτὴ ὅμως χρονολογεῖται ἀκόμη ἀρκετοὺς αἰῶνας πρίν, ὅταν ὑπῆρχεν ἀκόμη τὸ σύνθρονον. Δύο μαρτυρίαι εἶναι ἀκαταγώνιστοι καὶ συντρίβουν ἅπαξ καὶ διὰ παντὸς τὰ ἀνιστόρητα γραφόμενα τοῦ Σεβασμιωτάτου.
Ἡ πρώτη εἶναι ἡ ἁγιογράφησις τοῦ Ἱεροῦ Βήματος. Εἰς τὴν ἁψῖδα αὐτοῦ εἰκονίζεται πολλάκις εὐμεγέθης Σταυρὸς εἰς π.χ. Ἀρχιεπισκοπικὸν παρεκκλήσιον Ραβέννας, Ἅγιος Ἀπολλινάριος in Classe κ.ἄ. εἴτε εἰκονίζεται τὸ Σύνθρονον μαζὶ μὲ Σταυρὸν π.χ. S. Pudenziana Ρώμης, εἴτε ἀκόμα καὶ ἐπὶ τῆς Ἁγίας Τραπέζης π.χ. μικρογραφία Μηνολογίου Βασιλείου Β΄. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ὁ Σταυρὸς εἶχε τὴν θέσιν του εἰς τὴν περιοχὴν ὄπισθεν τῆς Ἁγίας Τραπέζης.
Ἡ δευτέρα εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ αὐτοκράτορος Κων/νου Πορφυρογεννήτου εἰς τὸ «Περὶ Βασιλείου τάξεως», ὅπου περιγράφονται αἱ ἐπίσημοι τελεταὶ εἰς τὴν Ἁγίαν Σοφίαν Κωνσταντινουπόλεως καὶ εἰς τὰς ὁποίας συμμετεῖχε καὶ ὁ αὐτοκράτωρ. Κατὰ τὴν «ἀκολουθία τῶν εὐσήμων καὶ περιφανῶν προελεύσεων» συνέβαινε τὸ ἑξῆς:
«Καὶ εἲθ’ οὕτως διὰ τοῦ δεξιοῦ μέρους τοῦ αὐτοῦ ἁγίου βήματος εἰσέρχονται οἱ δεσπόται μετὰ τοῦ πατριάρχου εἰς τὸ κυκλίν, ἐν ᾧ ἵδρυται ἡ διάχρυσος ἁγία σταύρωσις, καὶ πάλιν ἐκεῖσε, κατὰ τὸ εἰωθός, διὰ τῆς τρισσῆς μετὰ τῶν κηρῶν προσκυνήσεως ἀπευχαριστοῦσι τῷ Θεῷ, καὶ ἐπιδίδωσιν ὁ πατριάρχης τῷ μεγάλῳ βασιλεῖ τὸν θυμιατόν, καὶ θυμιᾶ τὴν αὐτὴν ἁγίαν σταύρωσιν, καὶ ἀσπαζόμενοι τὸν πατριάρχην, ἀποχαιρετίζουσιν αὐτόν».
Τί εἶναι τὸ «κυκλίν», εἰς τὸ ὁποῖον ὑπῆρχεν ἡ «Ἁγία Σταύρωσις»; Συμφώνως πρὸς τὴν ἐπιστημονικὴν μελέτην (Καραγιάννη, Φ., Ἐπισκοπικοὶ ναοὶ τῆς μέσης βυζαντινῆς περιόδου, Διδακτορικὴ Διατριβὴ 2006, σ. 183) πρόκειται γιά:
«…τὸν ἡμικυκλικὸ χῶρο τῆς κόγχης, καὶ εἰδικότερα στὸ διάστημα μεταξὺ τῶν βαθμίδων τῆς τράπεζας καὶ τῶν βάθρων ποὺ βρίσκονται σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸν ἡμικυκλικὸ τοῖχο… Στὴ θέση αὐτή, «ὄπισθεν τῆς ἁγίας τραπέζης», εἶδε τὸν σταυρὸ ὁ Ρῶσος προσκυνητὴς Ἀντώνιος τὸ 1200 λίγο πρὶν τὴν ἅλωση τῶν Λατίνων».
Αἱ μαρτυρίαι τὰς ὁποίας παρεθέσαμεν καλύπτουν τὸ διάστημα ἀπὸ τὸν 5ον ἕως καὶ τὸν 13ον αἰῶνα, ἀποδεικνύοντες τὴν φυσικὴν παρουσίαν τοῦ Ἐσταυρωμένου εἰς τὸ σημεῖον τὸ ὁποῖον εὑρίσκεται καὶ σήμερα, πολὺ πρὶν τοὺς Σταυροφόρους διαψεύδοντες ὅσα ὑποστηρίζει ὁ Σεβ. Περιστερίου.
……………………………………………………….
Δείτε σχετικά και:
-Νέα περιφρόνηση της Παράδοσης στο Περιστέρι!
-Μητροπολίτες εκλατινίζουν τους νέους κάτω από την μύτη μας.