Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2025

Τοὺ ταλαγάν’ ἢ μαλλιότου... του Αρχιμανδρίτη π. Νικηφόρου Μανάδη

 




Τοὺ ταλαγάν’ ἢ μαλλιότου... του Αρχιμανδρίτη π. Νικηφόρου Μανάδη

Μούγκι τυρί, π’δὲν φαντάζουμαν ν’ἀκούσου, ὅτ’ εἶνι τοὺ ταλαγάν’! Φαντάσ’ τοὺ ταλαγάν’, τυρί. Ἀ ρὰ  τοὺ γράφου κι δὲ χουρταίνου… μὶ ἔρχιτι πουλὺ ξινό! Κι αὐτόϊας τοὖειδα σὶ ἕνα βιντιάκ’. Τὄβαλα νὰ τοὺ ξανακούσου μπὰς κι δὲν ἄκσα καλά. Κι ὅμους ἄκσα ἀ κὶ παραἄκσα καλά. Ταλαγάν, λιέει,=τυρὶ Ἀποστόλου. Καλὴ ὄριξ’ νἄχν οἱ ἀνθρῶπ’. Ὅμους στὰ θκάμας τοὺ ταλαγάν’ ἦταν γιὰ τςπαπποῦδιςμας τοὺ πρώτου ἰργαλείου γιὰ τοὺ χειμῶνα. Στοὺ μαντρὶ τοὺ ταλαγάν’ ἦταν πρώτου. Ὅπους τώρα εἶνι αὐτάϊας τὰ σαλουνάυλα ἀ κὶ τὰ τζιάκιτ’, ἁπ’ λέν τὰ πιδγιά. Ὅσ’ παπποῦδις θυμούμιστι, ἀπ’ τςπαλιοί, ὅλ’ ἦταν μὶ ταλαγάν’, π’τοὔλιγαν κι μαλλιότου. Αὐτὸ εἶχι μαζὶ κατσιούλα κι τζιόπχια. Ἔτσιας φλάγουνταν ζιστοὶ τοὺν χειμώνα. Ἀκόμα κι σνἸκκλησιὰ ἔρχουνταν μὶ τοὺ ταλαγάν’.

Ἡ παπποῦς ἡ Καβρουϊάνντς ἔρχουνταν κι σν ἰκκλησιὰ μὶ μιρακλήθκου κινούργιου ταλαγάν’. Εἶνι κι σὶ φουτουγραφίις μὶ τοὺ ταλαγάν’. Ἀκόμα κι οἱ νιώτιρ’, κι αὐτοὶ ἔβαναν ταλαγάνια, ἅμα ἔβγαναν τοὺ χειμώνα τὰ πρόβατα σιαόξου νὰ πάρν ψίτσα ἀέρα κι νὰ γυρίσν πάλι τςπίσους. Ἀκόμα κι κουστούμνια φουροῦσαν φκιαγμένα στοὺν ἀργαλειὸ κι ἀδίμτα=ἀρχαῖα λέξ’, δίμητον, κλωστὴ μὲ δύο κλώνους. Ἡ πατέραζμ’ στ’χαράτ’ εἶχι κουστούμ’ σαϊάκ’.  Σαϊάκια ἦταν ἡ κάπα κι τὰ σαΐσματα ἁπ’ ἦταν γδουμαλλίσια. Ἡ θκόζμας ἡ Νένις εἶχι παλτὸ σαϊάκ’, ἀντὶ γιὰ ράσου, κατασάρ χειρίσιου, φανέλλα μαλλίσια πλιχτὴ στοὺ χέρ, παντιλὸν’ σκτίσιου, τσιαμαντάν’ τρανὸ κι τσιαμαντάν’ μκρό, ὅλα σκτίσια. Ὅλα αὐτάϊας τἄφκιανι ἡ μάνναμ’ πρῶτα στ’ρόκα, ὕστιρα κουβάργια, ὕστιρα στοὺ καζάν’ τοὺ βακούφκου βάψιμου μὶ βρόχινου νιρό, σούκουν, λουλάκ’ ἢ ρούδ’ κι φράψουν, ὕστιρα ἴδιασμα, ὕστιρα νὰ πιραστοῦν στὰ μτάργια κι στοὺ χτέν’, ὕστιρα μασούργια γιὰ τ’σαΐτα γιὰ νὰ ὑφανθοῦν στοὺν ἀργαλειό, ὕστιρα νὰ τὰ πααίν’ στὰ Σέρβγια στςΒιλβινοὶ -Βιλβινδινοὶ τςμανταντζῆδις γιὰ νὰ τὰ βάλν στ’ντριστέλα ἢ τὰ μαντάνιατς γιὰ νὰ καμουθοῦν κι νὰ ψστοῦν καλά. Ἅμα δὲν ψαίνουνταν καλά, γένουνταν ρέντζαβου. Ἄστου! Φώναζι μαναχότ’, ὅτ’ δὲν ἀπέτχη. Εἶδα φλουκιαστὴ βιλέντζα ἀκάμουτ’ κι ἄψητ’. Σὰ μαδμένους κόκουτας…

Ὕστιρα τοὔφιρναν ξανὰ πίσου στοὺ σπίτ’, συννουϊοῦνταν μὶ τςραφτάδις στοὺ χουργιό κι ἀρχινοῦσαν τοὺ ράψιμου. Δὲν εἶχαν θκότς ραφείου, ἀλλὰ ἔρραβαν κι ἔτρουγαν οὐδικεῖ στοὺ σπίτ’, σιἀφνοὺς ἁπ’ἔρραβαν. Μνιὰ κάπα ἢ ταλαγάν’ μὶ κατσιούλα ἤθιλνι καμνιὰ δικαριὰ οὐργιὲς σκτί. Οὐργιὰ εἶνι τ’ἄνοιγμα τῶν χειργιῶν τ’ἄντρα. Ραφτάδις στοὺ χουργιὸ ἦταν ἡ Ἀντώντς ἡ Χαντζιάρας, ἡ Κουτουλουχαρίης, ἡ Κουτουλουνικόλας κι ἡ μπάρμπαζμ’ ἡ Θύμνιους τςΓκουτσιουνουνάτσινας. Τὰ σκτχιὰ ράβουνταν μὶ βιλόνα χουντρὴ ἢ σακκουρράφα, χουντρὴ δαχτλήθρα γιὰ τοὺ χουντρὸ τοὺ δάχτυλου κι χουντρὸ ψαλλίδ’. Τ’μπαρμπαΘύμνιου τοὺ ψαλλίδ’ μὶ τὄδουσι ἡ παπαΘανάησ’ κι τὄχου. Οἱ Βλάχ’ κι οἱ Σαρακατσιάν’ ἔφκιαναν τρανὰ κὶ πιρίτιχνα Ταλαγάνια κι Κάπις μὶ μιρακλήθκα σειρίτχια ἀ κι ραφές.

Ὅλις αὐτὲς «τςτρανὲς τςπληρουφουρίις» μὶ τςἔδουσι ἡ μάνναμ’ καπακίζου προυτοῦ ἀποὺ κάνα τριανταπινταριὰ χρόνια. Εἶντις γραμμένις στοὺ βιβλίου ΜΙΚΡΟΒΑΛΤΟΥ ΠΕΡΙΛΕΙΠΟΜΕΝΑ 2013 σιλίδις 181,186-187,284-288.

Καλὸν παράδεισουν, μόρ’ μάνναμ’ καλή, κι σὶ σένα κι στςπαποῦδιςμας ὅλ’ π’κάναν κιρὸ ἔβαναν ταλαγάν’ ἀκόμα κι σνἸκκλησιά. 

Ἀ ρὰ πόσου ὄμουρφα ἦταν!!!

 

Ἄει, καλὸΤριώδιου 9φλιβάρ’2025

ἀρνιμα.


https://www.eordaia.org/index.php/54-2020-martios/58134-to-talagan-malliotou-tou-arximandriti-p-nikiforou-manadi